Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022
"Ψυχρά" δεδομένα για την υπερθέρμανση του πλανήτη
Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021
Ανιχνεύοντας τη δομή των ρύπων των χωρών της Ε.Ε.
Προκειμένου να διερευνηθεί αναλυτικότερα η δομή των ρύπων των ευρωπαϊκών χωρών ανάλογα με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που παράγει κάθε επί μέρους κράτος-μέλος, εξετάστηκαν ορισμένες βασικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (δείκτες εκπομπών: διοξειδίου του άνθρακα, μεθανίου, διοξειδίου του αζώτου, αιωρούμενων μικροσωματιδίων), ενώ προστέθηκε συγκριτικά το μερίδιο της βιομηχανίας επί του ΑΕΠ, όπως και ο βαθμός αστικότητας (ποσοστό πληθυσμού που κατοικεί σε πόλεις) ανά ευρωπαϊκή χώρα. Δίνεται εδώ η λίστα με τις μεταβλητές που προστέθηκαν στο ενδεικτικό μοντέλο ανάλυσης κύριων συνιστωσών που δημιουργήθηκε. (Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από τη βάση δεδομένων της Eurostat και την Παγκόσμια Τράπεζα, στοιχεία έτους 2017 των 28 κρατών-μελών, χωρίς να περιλαμβάνονται πρόσθετες πηγές ρύπανσης).
World bank & Eurostat database |
CO2 emissions (kt) |
Methane emissions (kt of CO2 equivalent) |
Nitrous oxide emissions (thousand metric tons of CO2 equivalent) |
PM10 particulates in air (kg per 100,000 inhabitants) |
Share of industry on GDP (including construction) % |
Urban population (% of total population) |
Στη βάση συγκλίσεων και αποκλίσεων ως προς αυτούς τους δείκτες, μπορούν να εξαχθούν συγκεκριμένες ομαδοποιήσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Οι κύκλοι συσχετίσεων που σχηματίζονται -μέσα από την ανάλυση κύριων συνιστωσών και την ιεραρχική ανάλυση κατά συστάδες, ορισμένα μόνο αποτελέσματα των οποίων παρουσιάζονται εδώ- αναδεικνύουν τρεις συστάδες χωρών με διαφορετικά χαρακτηριστικά (Γράφημα 1):
Η πρώτη συστάδα (μαύρο πλαίσιο) αποτελείται από χώρες όπως η Ιρλανδία, η Εσθονία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Ελλάδα κλπ. με κύρια χαρακτηριστικά τις υψηλές τιμές σε βαθμό αστικότητας, μεγάλο δηλαδή ποσοστό πληθυσμού που κατοικεί σε πόλεις (ως ποσοστό επί του συνολικού τους πληθυσμού, μεταβλητή: Urban population), χαμηλές τιμές, συγκριτικά πάντα με τις χώρες της τρίτης συστάδας (πράσινο πλαίσιο), για τις μεταβλητές αιωρούμενων μικροσωματιδίων (μεταβλητή: PM10 σωματίδια, σε χλγ. ανά 100.000 κατοίκους), χαμηλές εκπομπές μεθανίου (μεταβλητή: Methane emissions), διοξειδίου του αζώτου (μεταβλητή: Nitrous oxide Emissions), χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (μεταβλητή: CO2) και χαμηλές τιμές ως προς το μερίδιο της βιομηχανίας επί του ΑΕΠ συμπεριλαμβανομένων των κατασκευών (μεταβλητή: Share of industry on GDP).
Η δεύτερη συστάδα (κόκκινο πλαίσιο) περιλαμβάνει χώρες όπως η Τσεχία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Αυστρία κλπ. με βασικά χαρακτηριστικά τις υψηλές συγκεντρώσεις αιωρούμενων μικροσωματιδίων (μεταβλητή: PM10 σωματίδια, σε χλγ. ανά 100.000 κατοίκους), υψηλές τιμές όσον αφορά το μερίδιο της βιομηχανίας επί του ΑΕΠ συμπεριλαμβανομένων των κατασκευών (μεταβλητή: Share of industry on GDP) και χαμηλό ποσοστό πληθυσμού που κατοικεί σε πόλεις (ως ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού, μεταβλητή: Urban population).
Τέλος, ο τρίτος πόλος χωρών που σχηματίζεται (πράσινο πλαίσιο) αποτελείται από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Πολωνία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο με κεντρικό γνώρισμα τις υψηλές συγκεντρώσεις μεθανίου και διοξειδίου του αζώτου (μεταβλητές: Methane emissions & Nitrous oxide Emissions), καθώς και υψηλές τιμές εκπομπών διοξειδίων του άνθρακα (μεταβλητή: CO2 emissions).
Η κατάταξη αυτή αποκαλείπτει, με αχνό τρόπο, μέρος της ευρωπαϊκής παραγωγικής δομής αντιπαραβάλλοντας στον έναν πόλο χώρες με βαριά (χημική και όχι μόνο) βιομηχανία, όπως η τρίτη συστάδα χωρών, δεσπόζουσα θέση στις εκπομπές των οποίων κατέχει η Γερμανία, με την πρώτη και δεύτερη συστάδα χωρών στον άλλο πόλο -όπου συνολικά η παραγωγική τους δομή χαρακτηρίζεται τόσο από λιγότερο βαριές βιομηχανίες, συγκριτικά πάντα με την πρώτη συστάδα, όσο και από την κυριαρχία των μεταφορών και του τριτογενούς τομέα παραγωγής [1].
Παράλληλα ωστόσο, η ανάλυση, μέσα από την αποτύπωση των επιλεγμένων αυτών δεικτών περιβαλλοντικής ρύπανσης, αναδεικνύει μια ιεραρχία σχέσεων αλληλεξάρτησης μεταξύ των διαφορετικών χωρών, όπου εμπορικά προϊόντα μεταφέρονται συνεχώς από τα κέντρα παραγωγής προς τις μεγάλες αγορές των σύγχρονων πόλεων, συγκροτώντας μια δυναμική εικόνα που φέρνει στην επιφάνεια τις παραγωγικές και οικονομικές σχέσεις μιας στενά συνδεδεμένης ευρωπαϊκής ηπείρου.
Δ. Λ.
[1] Προφανώς, το ενδεικτικό μοντέλο, που αναπτύχθηκε στα πλαίσια παρουσίασης του προηγούμενου μαθήματος, παραλείπει κρίσιμους παράγοντες και πολλές
διαφορετικές πηγές ρύπανσης.
Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021
Το μέλλον ήρθε: τα στοιχεία της κλιματικής αλλαγής
Γράφω αυτό το σημείωμα, εν είδει σχολίου, μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου μαθήματος μεθοδολογίας, όπου συζητήθηκαν συγκριτικά στοιχεία γύρω από την κλιματική αλλαγή, την ίδια στιγμή που οι ηγέτες των πιο ισχυρών οικονομιών του πλανήτη συναντώνται αυτές τις ημέρες στη Γλασκώβη για διαπραγματεύσεις αναφορικά με το θέμα (COP26), με τον πήχη των προσδοκιών, όπως σημειώνουν μερικά δημοσιεύματα, να είναι χαμηλός για την επίτευξη κάποιας ουσιαστικής προόδου για δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου -έπειτα και από τις ηχηρές απουσίες της Κίνας και της Ρωσίας. Ήδη νωρίτερα σήμερα ο γ.γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτιέρες, αποχωρώντας από τη Ρώμη, όπου συναντώνται εκπρόσωποι των G20, δήλωνε σε tweet του πως αναχωρεί για τη Γλασκώβη με «ελπίδες [σσ. για επίτευξη συμφωνίας] ανεκπλήρωτες, αλλά όχι γκρεμοτσακισμένες».
Τα μακροϊστορικά δεδομένα για την κλιματική αλλαγή δείχνουν, παρόλα αυτά, μια μη άμεσα αναστρέψιμη κατάσταση καταστροφής για το περιβάλλον με τα ακραία καιρικά φαινόμενα να συνεχίζουν να αυξάνονται σε συχνότητα και ένταση τις επόμενες δεκαετίες. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Goddard Institute for Space Studies (GISS) της NASA, που σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, καταγράφει συστηματικά την κλιματική αλλαγή σε παγκόσμιο επίπεδο, από την περίοδο 1951-1960 κι έπειτα κάθε επόμενη δεκαετία ήταν θερμότερη από τις προηγούμενες (Γράφημα 1, οι τιμές αφορούν τη θερμοκρασία επιφάνειας, η επεξεργασία όλων των πρωτογενών στοιχείων είναι δική μου – Δ. Λ.) και αυτή η τάση δεν προβλέπεται να αναστραφεί βραχυπρόθεσμα ακόμα κι αν, ως δια μαγείας, εξαφανίζονταν σήμερα όλοι οι παράγοντες που σχετίζονται με την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Μια απλή εξάλλου εξέταση της βάσης δεδομένων που παρέχει το Εθνικό Κέντρο Περιβαλλοντικής Πληροφόρησης (NCEI) των Ηνωμένων Πολιτειών, που διαχειρίζεται ένα από τα μεγαλύτερα αρχεία στον κόσμο με δεδομένα από την επιφάνεια έως τον πυρήνα της γης, φανερώνει την αποσταθεροποίηση του κλίματος από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τις μέρες μας (Γράφημα 2). Παράλληλα με τα παραπάνω, αξιοποιώντας και τα στοιχεία που δίνει η Παγκόσμια Τράπεζα για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από το 1960 έως το 2016 σε παγκόσμιο επίπεδο, τότε γίνεται ορατή η συμβολή του συγκεκριμένου αερίου του θερμοκηπίου στην άνοδο της θερμοκρασίας (Γράφημα 2).
Από την άλλη πλευρά, οι νεότερες γενιές αναμένεται να αντιμετωπίσουν περισσότερα ακραία φαινόμενα στη διάρκεια της ζωής τους σε σύγκριση με τις παλαιότερες. Συγκεκριμένα, όπως κατέδειξε η έρευνα των Wim Thiery κ. ά. στο περιοδικό Science, κάποιος/α που είχε γεννηθεί το 1960 αναμένεται να αντιμετωπίσει, περίπου, 4 έντονα κύματα καύσωνα στη διάρκεια της ζωής του/της. Αντίθετα, κάποιος/α που γεννήθηκε το 2020 αναμένεται να αντιμετωπίσει 7.5, περίπου, κύματα έντονου καύσωνα, 3.6 καταστροφικές ξηρασίες και 2.8 καταστροφικές πλημμύρες -αν και εφόσον η υπερθέρμανση του πλανήτη περιοριστεί τις επόμενες δεκαετίες στους 1.5 οC σύμφωνα με το στόχο που έχει θέσει η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.
Ανάλογα είναι και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η έκτη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), που δημοσιεύτηκε πριν λίγο καιρό, σχετικά με την κρισιμότητα της κατάστασης. Επιπλέον όμως, διατυπώνει και κάποια σενάρια για τη μελλοντική εξέλιξη της θερμοκρασίας επιφάνειας (Πίνακας 1)
(Πίνακας 1)
Το βασικό σενάριο SSP1-1.9 (από τα αρχικά Shared Socioeconomic Pathway που περιγράφει τις κοινωνικοοικονομικές τάσεις που κρύβονται πίσω από το κάθε σενάριο) υποστηρίζει ότι εάν μειωθούν στο μηδέν οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου, τότε ο στόχος των 1.5 οC της Συμφωνίας του Παρισιού μπορεί να υλοποιηθεί έως το 2040. Έστω κι αν αυτό αποτελεί ένα υπεραισιόδοξο (ή ανεδαφικό) σενάριο, δεδομένης της τεράστιας δυσκολίας να επιτευχθεί κάτι τέτοιο καθολικά, εντούτοις οι καταστροφικές επιπτώσεις από το λιώσιμο των πάγων, την άνοδο της στάθμης των θαλασσών και τις εναλλασσόμενες περιόδους ξηρασίας και πλημμυρών δεν αναμένεται να αναστραφούν πλήρως. Τα υπόλοιπα σενάρια είναι ακόμα πιο ζοφερά και προβλέπουν (όπως το SSP5-8.5) αύξηση της θερμοκρασίας κατά 4.4 οC (ή ακόμα και αύξηση έως τους 5.5 οC) έως το τέλος του 21ου αιώνα.
Στην έκθεσή της προς τους υπεύθυνους χάραξης της πολιτικής για το κλίμα η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), ως κύρια υπεύθυνη για την κρίση, ενοχοποιεί την «ανθρώπινη δραστηριότητα», γενικά και αόριστα, παρότι τα στοιχεία που παρουσιάζει συνδέουν ξεκάθαρα την άνοδο της θερμοκρασίας με την εδραίωση ενός ορισμένου τρόπου παραγωγής, εντοπισμένου χωρικά, που έφερε μαζί της η βιομηχανική επανάσταση (και ενός ορισμένου καπιταλιστικού πνεύματος, θα μπορούσε κανείς να συμπληρώσει, που ταύτισε την «κοινωνική ευημερία» με την απεριόριστη μεγέθυνση του τομέα της οικονομίας).
Όπως έχει καταδείξει η έκθεση «Carbon Majors Database» που δημοσιεύθηκε το 2017, μόλις 100 εταιρείες σε ολόκληρο τον κόσμο αποτελούν τη βασική πηγή για πάνω από το 70% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από το 1988 κι έπειτα. Εξετάζοντας, από την άλλη πλευρά, την παγκόσμια κατανομή των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προκύπτουν σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα σε ό,τι αποκαλεί η έκθεση «ανθρώπινη δραστηριότητα». Τα συγκεντρωτικά στοιχεία για το 2018 είναι αποκαλυπτικά σχετικά με τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα ανά χώρα που δίνει η Παγκόσμια Τράπεζα (με τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες της Μέσης Ανατολής και τις χώρες της δύσης να βρίσκονται στην κορυφή), ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί δραματικά οι εκπομπές και των ασιατικών χωρών, με την Κίνα να κατέχει προεξέχουσα θέση. (βλ. Γράφημα 5).
Συνολικά, το μπλοκ των 20 πλουσιότερων χωρών, που αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 80% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (τα στοιχεία έχουν παρουσιαστεί εδώ), παράγει περίπου το 80% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Μπορεί εν μέσω πανδημίας, το 2020, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) να γνώρισαν μείωση, εντούτοις αυτή η μείωση ήταν πρόσκαιρη εξαιτίας των λοκντάουν που επιβλήθηκαν σε πολλές οικονομικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με το Climate Transparency Report, οι είκοσι πλουσιότερες χώρες του κόσμου μείωσαν κατά 6% τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) το 2020, πλέον όμως έχουν επιστρέψει δυναμικά στη μόλυνση του περιβάλλοντος αυξάνοντας τις εκπομπές CO2 κατά 4% μέσα στο τρέχον έτος -ενώ η Κίνα και η Ινδία αναμένεται, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, στο τέλος του 2021 να ξεπεράσουν τα επίπεδα μόλυνσης που είχαν προκαλέσει το 2019.
Από τη Σύμβαση, στα πλαίσια του ΟΗΕ, για την κλιματική αλλαγή του 1992, περνώντας από το Πρωτόκολλο του Κιότο το 1997, τη συμφωνία της Κοπεγχάγης του 2009 και τη συμφωνία του Παρισιού για το 2015 η ουσιαστική αντιμετώπιση των αιτιών που παράγουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου αφήνεται κάθε φορά για την επόμενη σύνοδο και η συνάντηση της Γλασκώβης (COP26) δεν αναμένεται να αποτελέσει εξαίρεση.
Μένωντας σε αυτές τις παρατηρήσεις, που δίνουν ένα αδρό μόνο περίγραμμα της τωρινής κατάστασης χωρίς να θίγουν τις πολλαπλές διαστάσεις του θέματος, σε επόμενη ανάρτηση θα δημοσιευτούν τα στοιχεία από την έρευνα του Ευροβαρόμετρου 88.1 (2017), που αφορούσε την κλιματική αλλαγή και πώς αυτή επηρεάζει τους πολίτες της Ευρώπης, που παρουσιάστηκαν στο μάθημα.
Δ. Λ.