Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022
Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022
Δημόσιο χρέος και πληθωρισμός μεταξύ δυο παγκόσμιων πολέμων
Το 1914, στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το δημόσιο χρέος αντιστοιχούσε περίπου στο 60%-70% του εθνικού εισοδήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία και στη Γερμανία και σε λιγότερο από 30% του εθνικού εισοδήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, το 1945-1950 το δημόσιο χρέος έφτασε το 150% του εθνικού εισοδήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, 180% στη Γερμανία, 270% στη Γαλλία και 310% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μάλιστα, θα ήταν ακόμα υψηλότερο αν ένα μέρος των δανείων που είχαν συμφωνηθεί κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είχε ήδη πνιγεί στον πληθωρισμό της δεκαετίας του 1920, ιδιαίτερα στη Γερμανία και, σε μικρότερο βαθμό, στη Γαλλία. Για να χρηματοδοτηθεί μια τέτοια αύξηση του δημόσιου χρέους από το 1914 μέχρι το 1945-1950, οι αποταμιευτές στις διάφορες χώρες έπρεπε να διοχετεύσουν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους όχι για να τροφοδοτήσουν τις συνήθεις επενδύσεις τους (σε ακίνητα, στη βιομηχανία ή στο εξωτερικό), αλλά για να αγοράσουν σχεδόν αποκλειστικά έντοκα γραμμάτια δημοσίου και τίτλους δημόσιου χρέους. Οι Βρετανοί, Γάλλοι και Γερμανοί ιδιοκτήτες βρέθηκαν επίσης να πουλάνε σταδιακά ένα μεγάλο μέρος των περιουσιακών στοιχείων τους στο εξωτερικό, προκειμένου να δανείσουν τα απαραίτητα ποσά στην κυβέρνησή τους, ίσως μερικές φορές από πατριωτισμό και πιθανότατα επειδή ήλπιζαν ότι επρόκειτο για μια δυνάμει κερδοφόρα υπόθεση. Οι χώρες τους τους υπόσχονταν μεγάλους πρόσθετους τόκους, πράγμα που συνέβη χωρίς να υπάρξει αντίδραση καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Κάποιες φορές επρόκειτο για οιονεί υποχρεωτικό δανεισμό, ιδίως κατά τη διάρκεια των πολέμων, όπου οι κυβερνήσεις απαιτούσαν από τις τράπεζες να κατέχουν μεγάλο αριθμό δημόσιων τίτλων, ενώ ταυτοχρόνως έπαιρναν μέτρα αύξησης των επιτοκίων. Αυτά τα ποσά των αποταμιεύσεων και τα περιουσιακά στοιχεία που τοποθετήθηκαν στο δημόσιο χρέος έλιωσαν σύντομα σαν το χιόνι στον ήλιο. Τη δε «υπόσχεση» προς τους ιδιοκτήτες αντικατέστησαν άλλες προτεραιότητες. Στην πράξη, ένας από τους βασικούς μηχανισμούς ήταν η εκτύπωση χρήματος και η άνοδος των τιμών. [...]
(Thomas Piketty, Κεφάλαιο και ιδεολογία, Πατάκης, Αθήνα, 2021)
Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022
Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022
Ανισότητες πρόσβασης σε χώρους πρασίνου στην Ευρώπη
Με την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών πόλεων να βρίσκεται κάτω και πολύ κάτω από το μέσο όρο (34,8%) δεντροφύτευσης ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (Στοιχεία για το ποσοστό δεντροφύτευσης ανάμεσα 786 πόλεις της Ευρώπης περιλαμβάνονται εδώ) και με αρκετές από αυτές να διαθέτουν συνολικά λίγες πράσινες υποδομές γίνεται φανερή η ανετοιμότητα αντιμετωπίσης των ακραία υψηλών θερμοκρασιών που έχουν ήδη αρχίσει να σημειώνονται κατά τους θερινούς μήνες εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, την ίδια στιγμή που τα ουσιαστικότερα μέτρα συλλογικής αντιμετώπισης του ζητήματος παραπέμπτονται χρονικά στο μέλλον.
Σημειώσεις:
[1] Οι συνολικές πράσινες
υποδομές περιλαμβάνουν όχι μόνο δημόσιους χώρους πρασίνου όπως π.χ. πάρκα, δέντρα
σε δρόμους, σιντριβάνια και υγροτόπους, αλλά και ιδιωτικούς χώρους πρασίνου όπως πχ. κήποι. Σύμφωνα
με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού
Περιβάλλοντος οι συνολικές πράσινες υποδομές αποτελούσαν, κατά
μέσο όρο, το 42% της έκτασης της γης ανάμεσα σε 38 ευρωπαϊκές πόλεις για το 2018.
[2] Παρότι, όπως φαίνεται από τα στοιχεία του ΕΟΠ, όσο μεγαλύτερη είναι η έκταση, σε τετραγωνικά χιλιόμετρα, μιας πόλης τόσο περισσότερο πράσινο διαθέτει, εντούτοις κάτι τέτοιο δεν είναι πάντοτε ο κανόνας: η ύπαρξη ευρωπαϊκών πόλεων με λιγοστό πράσινο αποτελεί πραγματικότητα σε πολλές περιπτώσεις. Ορισμένα συγκεντρωτικά στοιχεία γύρω από την κατανομή των δεδομένων και τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ έκτασης και δεντροφύτευσης εδώ).