Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Δημόσιο χρέος και πληθωρισμός μεταξύ δυο παγκόσμιων πολέμων

Το 1914, στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το δημόσιο χρέος αντιστοιχούσε περίπου στο 60%-70% του εθνικού εισοδήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία και στη Γερμανία και σε λιγότερο από 30% του εθνικού εισοδήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, το 1945-1950 το δημόσιο χρέος έφτασε το 150% του εθνικού εισοδήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, 180% στη Γερμανία, 270% στη Γαλλία και 310% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μάλιστα, θα ήταν ακόμα υψηλότερο αν ένα μέρος των δανείων που είχαν συμφωνηθεί κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είχε ήδη πνιγεί στον πληθωρισμό της δεκαετίας του 1920, ιδιαίτερα στη Γερμανία και, σε μικρότερο βαθμό, στη Γαλλία. Για να χρηματοδοτηθεί μια τέτοια αύξηση του δημόσιου χρέους από το 1914 μέχρι το 1945-1950, οι αποταμιευτές στις διάφορες χώρες έπρεπε να διοχετεύσουν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους όχι για να τροφοδοτήσουν τις συνήθεις επενδύσεις τους (σε ακίνητα, στη βιομηχανία ή στο εξωτερικό), αλλά για να αγοράσουν σχεδόν αποκλειστικά έντοκα γραμμάτια δημοσίου και τίτλους δημόσιου χρέους. Οι Βρετανοί, Γάλλοι και Γερμανοί ιδιοκτήτες βρέθηκαν επίσης να πουλάνε σταδιακά ένα μεγάλο μέρος των περιουσιακών στοιχείων τους στο εξωτερικό, προκειμένου να δανείσουν τα απαραίτητα ποσά στην κυβέρνησή τους, ίσως μερικές φορές από πατριωτισμό και πιθανότατα επειδή ήλπιζαν ότι επρόκειτο για μια δυνάμει κερδοφόρα υπόθεση. Οι χώρες τους τους υπόσχονταν μεγάλους πρόσθετους τόκους, πράγμα που συνέβη χωρίς να υπάρξει αντίδραση καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Κάποιες φορές επρόκειτο για οιονεί υποχρεωτικό δανεισμό, ιδίως κατά τη διάρκεια των πολέμων, όπου οι κυβερνήσεις απαιτούσαν από τις τράπεζες να κατέχουν μεγάλο αριθμό δημόσιων τίτλων, ενώ ταυτοχρόνως έπαιρναν μέτρα αύξησης των επιτοκίων. Αυτά τα ποσά των αποταμιεύσεων και τα περιουσιακά στοιχεία που τοποθετήθηκαν στο δημόσιο χρέος έλιωσαν σύντομα σαν το χιόνι στον ήλιο. Τη δε «υπόσχεση» προς τους ιδιοκτήτες αντικατέστησαν άλλες προτεραιότητες. Στην πράξη, ένας από τους βασικούς μηχανισμούς ήταν η εκτύπωση χρήματος και η άνοδος των τιμών. [...]

(Thomas Piketty, Κεφάλαιο και ιδεολογία, Πατάκης, Αθήνα, 2021)

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022

Ανισότητες πρόσβασης σε χώρους πρασίνου στην Ευρώπη

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ | 2018), τα δέντρα καλύπτουν  κατά μέσο όρο περίπου το 35 τοις εκατό της γης ανάμεσα σε 37 ευρωπαϊκές πόλεις, όταν τις κοιτάμε από ψηλά. Πάρκα, δεντρόφυτοι δρόμοι και όχθες ποταμών διατηρούν τη θερμοκρασία σε χαμηλά επίπεδα σε περιόδους έντονης ηλιοφάνειας, ενώ χώροι πρασίνου συμβάλλουν στη δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα βελτιώνοντας την ποιότητα του αέρα.

Ωστόσο, η δυνατότητα πρόσβασης σε χώρους πρασίνου δεν είναι ισότιμα κατανεμημένη ανάμεσα σε όλους τους κατοίκους των ευρωπαϊκών μητροπόλεων. Αν το Όσλο έχει το μεγαλύτερο μερίδιο πρασίνου με 77 τοις εκατό σε συνολικές πράσινες υποδομές [1], ακολουθούμενο από την κροατική πρωτεύουσα, Ζάγκρεμπ (72 τοις εκατό) και την πρωτεύουσα της Σλοβενίας, Λιουμπλιάνα με 67 τοις εκατό, εντούτοις σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπως αυτές της Λευκωσίας, της Αθήνας, της Βαλέτα (Μάλτα) το πράσινο σπανίζει -με τα δέντρα να καλύπτουν μόλις τα δυο δέκατα ή και λιγότερο της συνολικής αστικής επιφάνειας [2].
 
Η πυραμίδα των ανισοτήτων κάνει την εμφάνισή της μέσα από τη συγκριτική εξέταση των ευρωπαϊκών πόλεων, με τις πόλεις της βόρειας Ευρώπης να έχουν, σε γενικές γραμμές, περισσότερους χώρους πρασίνου συγκριτικά με αυτές της νότιας. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με την έρευνα του ΕΟΠ, η πρόσβαση σε χώρους πρασίνου αναδεικνύει οικονομικές και δημογραφικές ανισότητες ακόμα και στο εσωτερικό των ίδιων των ευρωπαϊκών πόλεων, με τους χώρους πρασίνου να είναι λιγότερο διαθέσιμοι σε αστικές περιοχές χαμηλότερου κοινωνικο-οικονομικού στάτους από ό,τι σε γειτονιές υψηλότερου. 
 
Στο παρακάτω γράφημα παρατηρούμε, πέρα από συγκριτικά στοιχεία για τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες στοιχεία, επίσης, για τη δενδροφύτευση ανάμεσα στις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις (βλ. λεπτομέρειες εδώ). Οι ελληνικές πόλεις έχουν ταξινομηθεί με βάση το ποσοστό δενδροφύτευσης και την έκταση που καταλαμβάνουν, με τη Λάρισα και την Αθήνα να καλύπτονται από δέντρα σε ποσοστό μόλις 10 και 23 τοις εκατό αντίστοιχα.

Με την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών πόλεων να βρίσκεται κάτω και πολύ κάτω από το μέσο όρο (34,8%) δεντροφύτευσης ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (Στοιχεία για το ποσοστό δεντροφύτευσης ανάμεσα 786 πόλεις της Ευρώπης περιλαμβάνονται εδώ) και με αρκετές από αυτές να διαθέτουν συνολικά λίγες πράσινες υποδομές γίνεται φανερή η ανετοιμότητα αντιμετωπίσης των ακραία υψηλών θερμοκρασιών που έχουν ήδη αρχίσει να σημειώνονται κατά τους θερινούς μήνες εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, την ίδια στιγμή που τα ουσιαστικότερα μέτρα συλλογικής αντιμετώπισης του ζητήματος παραπέμπτονται χρονικά στο μέλλον

 

Σημειώσεις:

[1] Οι συνολικές πράσινες υποδομές περιλαμβάνουν όχι μόνο δημόσιους χώρους πρασίνου όπως π.χ. πάρκα, δέντρα σε δρόμους, σιντριβάνια και υγροτόπους, αλλά και ιδιωτικούς χώρους πρασίνου όπως πχ. κήποι. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος οι συνολικές πράσινες υποδομές αποτελούσαν, κατά μέσο όρο, το 42% της έκτασης της γης ανάμεσα σε 38 ευρωπαϊκές πόλεις για το 2018.

[2] Παρότι, όπως φαίνεται από τα στοιχεία του ΕΟΠ, όσο μεγαλύτερη είναι η έκταση, σε τετραγωνικά χιλιόμετρα, μιας πόλης τόσο περισσότερο πράσινο διαθέτει, εντούτοις κάτι τέτοιο δεν είναι πάντοτε ο κανόνας: η ύπαρξη ευρωπαϊκών πόλεων με λιγοστό πράσινο αποτελεί πραγματικότητα σε πολλές περιπτώσεις. Ορισμένα συγκεντρωτικά στοιχεία γύρω από την κατανομή των δεδομένων και τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ έκτασης και δεντροφύτευσης εδώ).