Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

Το μέλλον ήρθε: τα στοιχεία της κλιματικής αλλαγής

Γράφω αυτό το σημείωμα, εν είδει σχολίου, μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου μαθήματος μεθοδολογίας, όπου συζητήθηκαν συγκριτικά στοιχεία γύρω από την κλιματική αλλαγή, την ίδια στιγμή που οι ηγέτες των πιο ισχυρών οικονομιών του πλανήτη συναντώνται αυτές τις ημέρες στη Γλασκώβη για διαπραγματεύσεις αναφορικά με το θέμα (COP26), με τον πήχη των προσδοκιών, όπως σημειώνουν μερικά δημοσιεύματα, να είναι χαμηλός για την επίτευξη κάποιας ουσιαστικής προόδου για δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου -έπειτα και από τις ηχηρές απουσίες της Κίνας και της Ρωσίας. Ήδη νωρίτερα σήμερα ο γ.γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτιέρες, αποχωρώντας από τη Ρώμη, όπου συναντώνται εκπρόσωποι των G20, δήλωνε σε tweet του πως αναχωρεί για τη Γλασκώβη με «ελπίδες [σσ. για επίτευξη συμφωνίας] ανεκπλήρωτες, αλλά όχι γκρεμοτσακισμένες». 

Τα μακροϊστορικά δεδομένα για την κλιματική αλλαγή δείχνουν, παρόλα αυτά, μια μη άμεσα αναστρέψιμη κατάσταση καταστροφής για το περιβάλλον με τα ακραία καιρικά φαινόμενα να συνεχίζουν να αυξάνονται σε συχνότητα και ένταση τις επόμενες δεκαετίες. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Goddard Institute for Space Studies (GISS) της NASA, που σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, καταγράφει συστηματικά την κλιματική αλλαγή σε παγκόσμιο επίπεδο, από την περίοδο 1951-1960 κι έπειτα κάθε επόμενη δεκαετία ήταν θερμότερη από τις προηγούμενες (Γράφημα 1, οι τιμές αφορούν τη θερμοκρασία επιφάνειας, η επεξεργασία όλων των πρωτογενών στοιχείων είναι δική μου – Δ. Λ.) και αυτή η τάση δεν προβλέπεται να αναστραφεί βραχυπρόθεσμα ακόμα κι αν, ως δια μαγείας, εξαφανίζονταν σήμερα όλοι οι παράγοντες που σχετίζονται με την υπερθέρμανση του πλανήτη.

(Γράφημα 1)

Μια απλή εξάλλου εξέταση της βάσης δεδομένων που παρέχει το Εθνικό Κέντρο Περιβαλλοντικής Πληροφόρησης (NCEI) των Ηνωμένων Πολιτειών, που διαχειρίζεται ένα από τα μεγαλύτερα αρχεία στον κόσμο με δεδομένα από την επιφάνεια έως τον πυρήνα της γης, φανερώνει την αποσταθεροποίηση του κλίματος από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τις μέρες μας (Γράφημα 2). Παράλληλα με τα παραπάνω, αξιοποιώντας και τα στοιχεία που δίνει η Παγκόσμια Τράπεζα για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από το 1960 έως το 2016 σε παγκόσμιο επίπεδο, τότε γίνεται ορατή η συμβολή του συγκεκριμένου αερίου του θερμοκηπίου στην άνοδο της θερμοκρασίας (Γράφημα 2). 

(Γράφημα 2)

Από την άλλη πλευρά, οι νεότερες γενιές αναμένεται να αντιμετωπίσουν περισσότερα ακραία φαινόμενα στη διάρκεια της ζωής τους σε σύγκριση με τις παλαιότερες. Συγκεκριμένα, όπως κατέδειξε η έρευνα των Wim Thiery κ. ά. στο περιοδικό Science, κάποιος/α που είχε γεννηθεί το 1960 αναμένεται να αντιμετωπίσει, περίπου, 4 έντονα κύματα καύσωνα στη διάρκεια της ζωής του/της. Αντίθετα, κάποιος/α που γεννήθηκε το 2020 αναμένεται να αντιμετωπίσει 7.5, περίπου, κύματα έντονου καύσωνα, 3.6 καταστροφικές ξηρασίες και 2.8 καταστροφικές πλημμύρες -αν και εφόσον η υπερθέρμανση του πλανήτη περιοριστεί τις επόμενες δεκαετίες στους 1.5 οC σύμφωνα με το στόχο που έχει θέσει η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.

Ανάλογα είναι και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η έκτη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), που δημοσιεύτηκε πριν λίγο καιρό, σχετικά με την κρισιμότητα της κατάστασης. Επιπλέον όμως, διατυπώνει και κάποια σενάρια για τη μελλοντική εξέλιξη της θερμοκρασίας επιφάνειας (Πίνακας 1)

 (Πίνακας 1)

Το βασικό σενάριο SSP1-1.9 (από τα αρχικά Shared Socioeconomic Pathway που περιγράφει τις κοινωνικοοικονομικές τάσεις που κρύβονται πίσω από το κάθε σενάριο)  υποστηρίζει ότι εάν μειωθούν στο μηδέν οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου, τότε ο στόχος των 1.5 οC της Συμφωνίας του Παρισιού μπορεί να υλοποιηθεί έως το 2040. Έστω κι αν αυτό αποτελεί ένα υπεραισιόδοξο (ή ανεδαφικό) σενάριο, δεδομένης της τεράστιας δυσκολίας να επιτευχθεί κάτι τέτοιο καθολικά, εντούτοις οι καταστροφικές επιπτώσεις από το λιώσιμο των πάγων, την άνοδο της στάθμης των θαλασσών και τις εναλλασσόμενες περιόδους ξηρασίας και πλημμυρών δεν αναμένεται να αναστραφούν πλήρως. Τα υπόλοιπα σενάρια είναι ακόμα πιο ζοφερά και προβλέπουν (όπως το SSP5-8.5) αύξηση της θερμοκρασίας κατά 4.4 οC (ή ακόμα και αύξηση έως τους 5.5 οC) έως το τέλος του 21ου αιώνα.  

Στην έκθεσή της προς τους υπεύθυνους χάραξης της πολιτικής για το κλίμα η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), ως κύρια υπεύθυνη για την κρίση, ενοχοποιεί την «ανθρώπινη δραστηριότητα», γενικά και αόριστα, παρότι τα στοιχεία που παρουσιάζει συνδέουν ξεκάθαρα την άνοδο της θερμοκρασίας με την εδραίωση ενός ορισμένου τρόπου παραγωγής, εντοπισμένου χωρικά, που έφερε μαζί της η βιομηχανική επανάσταση (και ενός ορισμένου καπιταλιστικού πνεύματος, θα μπορούσε κανείς να συμπληρώσει, που ταύτισε την «κοινωνική ευημερία» με την απεριόριστη μεγέθυνση του τομέα της οικονομίας).

(IPCC Climate Change 2021)

Όπως έχει καταδείξει η έκθεση «Carbon Majors Database» που δημοσιεύθηκε το 2017, μόλις 100 εταιρείες σε ολόκληρο τον κόσμο αποτελούν τη βασική πηγή για πάνω από το 70% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από το 1988 κι έπειτα. Εξετάζοντας, από την άλλη πλευρά, την παγκόσμια κατανομή των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προκύπτουν σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα σε ό,τι αποκαλεί η έκθεση «ανθρώπινη δραστηριότητα». Τα συγκεντρωτικά στοιχεία για το 2018 είναι αποκαλυπτικά σχετικά με τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα ανά χώρα που δίνει η Παγκόσμια Τράπεζα (με τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες της Μέσης Ανατολής και τις χώρες της δύσης να βρίσκονται στην κορυφή), ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί δραματικά οι εκπομπές και των ασιατικών χωρών, με την Κίνα να κατέχει προεξέχουσα θέση. (βλ. Γράφημα 5).

Γράφημα 5

Συνολικά, το μπλοκ των 20 πλουσιότερων χωρών, που αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 80% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (τα στοιχεία έχουν παρουσιαστεί εδώ), παράγει περίπου το 80% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Μπορεί εν μέσω πανδημίας, το 2020, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) να γνώρισαν μείωση, εντούτοις αυτή η μείωση ήταν πρόσκαιρη εξαιτίας των λοκντάουν που επιβλήθηκαν σε πολλές οικονομικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με το Climate Transparency Report, οι είκοσι πλουσιότερες χώρες του κόσμου μείωσαν κατά 6% τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) το 2020, πλέον όμως έχουν επιστρέψει δυναμικά στη μόλυνση του περιβάλλοντος αυξάνοντας τις εκπομπές CO2 κατά 4% μέσα στο τρέχον έτος -ενώ η Κίνα και η Ινδία αναμένεται, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, στο τέλος του 2021 να ξεπεράσουν τα επίπεδα μόλυνσης που είχαν προκαλέσει το 2019.

Αυτό είναι, εν τάχει, το ευρύτερο πλαίσιο -ή μάλλον το αδιέξοδο, στον ορίζοντα του οποίου δε φαίνεται προς το παρόν διέξοδος- όπου διεξάγεται η συνάντηση κορυφής COP26 στη Γλασκώβη, με πολλά δημοσιεύματα στο διεθνή τύπο να προκρίνουν ως λύση για την κλιματική κρίση την αύξηση της φορολόγησης των ρυπογόνων πηγών ενέργειας. Τίποτα, όμως δε συνάδει με την άποψη πως η αύξηση της φορολόγησης του άνθρακα, που ως μέτρο είχε προταθεί και από διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ, να είναι σε θέση να μειώσει δραστικά τις εκπομπές, όταν όπως συμβαίνει ήδη εταιρίες παραγωγής ενέργειας και βιομηχανίες ορυκτών καυσίμων εύκολα μετακυλούν το κόστος στους καταναλωτές, αγνοώντας παράλληλα για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες. Πολλές από αυτές, άλλωστε, συνεχίζουν να λαμβάνουν τεράστιες κρατικές επιδοτήσεις ακόμα και από κυβερνήσεις χωρών που έχουν υπογράψει τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Αναλυτικότερα, όπως δείχνει μια έκθεση, οι είκοσι πιο πλούσιες χώρες την περίοδο 2015-19 χορηγήσαν περισσότερα από 3.3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε επιδοτήσεις για ορυκτά καύσιμα, ενώ κορυφαία θέση ανάμεσά τους καταλαμβάνουν χώρες όπως η Αυστραλία, οι ΗΠΑ και η Ινδονησία. (Ενδεικτική εδώ, παρεμπιπτόντως, είναι και η ενεργειακή στροφή της Ιαπωνίας, χώρας μέλους των G7, που μετά το πυρηνικό ατύχημα στο εργοστάσιο της Φουκουσίμα την άνοιξη του 2011 και το κλείσιμο αρκετών πυρηνικών αντιδραστήρων της χώρας, προσανατολίστηκε στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων σε μια προσπάθεια να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες). 

Από τη Σύμβαση, στα πλαίσια του ΟΗΕ, για την κλιματική αλλαγή του 1992, περνώντας από το Πρωτόκολλο του Κιότο το 1997, τη συμφωνία της Κοπεγχάγης του 2009 και τη συμφωνία του Παρισιού για το 2015 η ουσιαστική αντιμετώπιση των αιτιών που παράγουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου αφήνεται κάθε φορά για την επόμενη σύνοδο και η συνάντηση της Γλασκώβης (COP26) δεν αναμένεται να αποτελέσει εξαίρεση.

Μένωντας σε αυτές τις παρατηρήσεις, που δίνουν ένα αδρό μόνο περίγραμμα της τωρινής κατάστασης χωρίς να θίγουν τις πολλαπλές διαστάσεις του θέματος, σε επόμενη ανάρτηση θα δημοσιευτούν τα στοιχεία από την έρευνα του Ευροβαρόμετρου 88.1 (2017), που αφορούσε την κλιματική αλλαγή και πώς αυτή επηρεάζει τους πολίτες της Ευρώπης, που παρουσιάστηκαν στο μάθημα. 

Δ. Λ.

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Ποσοστιαία μεταβολή στις μέσες ετήσιες καθαρές αποδοχές (2011-2020)

 

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

Οι κοινωνικές δομές της οικονομίας

 

 

Η νεοφιλελεύθερη οικονομία, η λογική της οποίας τείνει, σήμερα, να επιβληθεί σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω διεθνών οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ ή κυβερνήσεις στις οποίες υπαγορεύουν, άμεσα ή έμμεσα, τις αρχές της «διακυβέρνησής» τους, οφείλει έναν ορισμένο αριθμό υποτιθέμενων οικουμενικών χαρακτηριστικών της στο γεγονός ότι είναι βυθισμένη, embedded σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, δηλαδή ριζωμένη σε ένα σύστημα πεποιθήσεων και αξιών, ένα ήθος [ελληνικά στο πρωτότυπο] και μια ηθική οπτική του κόσμου, εν συντομία, έναν κοινό οικονομικό νου, που συνδέεται, ως τέτοιος, με τις κοινωνικές και γνωστικές δομές μιας ορισμένης κοινωνικής διατάξης. Και από αυτήν τη συγκεκριμένη οικονομία η νεοκλασική οικονομική θεωρία δανείζεται τις θεμελιακές της προϋποθέσεις, τις οποίες τυποποιεί και εξορθολογίζει, καθιστώντας τις θεμέλια ενός καθολικού μοντέλου.

 (Pierre Bourdieu, Les structures sociales de l'économie, Le Seuil, Paris, 2000 [* Μτφρ.: Δ. Λ.])