Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οικονομική Κοινωνιολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οικονομική Κοινωνιολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

Δημιουργούν οι μηχανές αξία;

Το κεφάλαιο βάζει τώρα τον άνθρωπο να εργάζεται όχι πια με το χειροτεχνικό εργαλείο, αλλά με μία μηχανή που κινεί μόνη τα εργαλεία της. Αν λοιπόν είναι ξεκάθαρο με την πρώτη ματιά, ότι η μεγάλη βιομηχανία, ενσωματώνοντας τις τεράστιες φυσικές δυνάμεις και τις φυσικές επιστήμες στην παραγωγική διαδικασία, πρέπει να ανεβάζει εξαιρετικά την παραγωγικότητα της εργασίας, δεν είναι καθόλου εξίσου ξεκάθαρο, ότι αυτή η ανεβασμένη παραγωγική δύναμη πρέπει επίσης να εξαγοράζεται από την άλλη πλευρά με αυξημένη δαπάνη εργασίας. Όπως και κάθε άλλο συστατικό του σταθερού κεφαλαίου, το ίδιο και η μηχανή δε δημιουργεί αξία, δίνει όμως τη δική της αξία στο προϊόν που χρησιμεύει για την παραγωγή του. Εφόσον έχει αξία και επομένως εφόσον μεταδίδει αξία στο προϊόν, η μηχανή αποτελεί συστατικό της αξίας του. Αντί να το φτηνάνει, το ακριβύνει ανάλογα με τη δική της αξία. Και είναι χειροπιαστό ότι η μηχανή και το αναπτυγμένο σύστημα μηχανών [systematisch entwickelte Maschinerie], το μέσο εργασίας που χαρακτηρίζει τη μεγάλη βιομηχανία, αυξάνει δυσανάλογα σε αξία, αν συγκριθεί με τα μέσα εργασίας της χειροτεχνικής και μανουφακτουρικής παραγωγής. [...]

 (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τομ. 1, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα, 1996)

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός των επιχειρήσεων με γνώμονα τη χρήση ΤΠΕ

Οι Τεχνολογίες Πληροφοριών και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) αποτελούν, πλέον, αναπόσπαστο κομμάτι της λειτουργίας των επιχειρήσεων. Ο τρόπος, δε, που χρησιμοποιούν τις τεχνολογίες αυτές είναι καθοριστικής σημασίας για την πώληση των προϊόντων τους, την πώληση πληροφοριών σε άλλες επιχειρήσεις, την επικοινωνία με πελάτες και την οργάνωση της εσωτερικής τους επικοινωνίας.

Τα αποτελέσματα ενός συνόλου ερευνών που παρουσίασε η Eurostat σχετικά με την εφαρμογή των ΤΠΕ για το 2021 (E-business integration) αποκαλύπτει το βαθμό διείσδυσης των τεχνολογιών αυτών τόσο στο επιχειρηματικό ευρωπαϊκό τοπίο συνολικά, όσο και μεταξύ επιχειρήσεων διαφορετικού μεγέθους (μικρές, μεσαίες, μεγάλες) [1]. 

Το παρακάτω γράφημα (επεξεργασία με τη γλώσσα RΔ.Λ.) συνοψίζει (σε ποσοστιαία επί % κλίμακα) την υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα (μπλε) με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (πορτοκαλί) μέσα από τη σύγκριση πέντε διαφορετικών κατηγοριών: την παρουσία στο διαδίκτυο (website), τη χρήση εφαρμογών λογισμικού ERP (Enterprise Resource Planning) και CRM (Customer Relationship Management), τη χρήση υπηρεσιών Cloud [2] και Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης (Social Media).

Δεδομένα: Eurostat | Επεξεργασία: Δ.Λ.
 

Σημειώσεις:
 
[1] Τα στοιχεία προέκυψαν μέσα από έρευνες που διεξήγαγαν οι εθνικές στατιστικές αρχές κάθε χώρας-μέλους κατά τους πρώτους μήνες του 2021. Από το σύνολο περίπου 1,5 εκατ. επιχειρήσεων της ΕΕ στην έρευνα συμμετείχαν 148.000. (Για αναλυτικά στοιχεία εδώ).
 
[2] Oι εφαρμογές ERP αναφέρονται στις επιχειρηματικές διαδικασίες ενός οργανισμού όπως η διαχείριση αποθεμάτων αποθήκης, η επεξεργασία παραγγελιών, οι προϋπολογισμοί, η μισθοδοσία κτλ., ενώ οι CRM στη διαχείριση του τρόπου με τον οποίο οι επιχειρήσεις αλληλεπιδρούν και διαχειρίζονται τα δεδομένα των πελατών τους. Οι υπηρεσίες Cloud ή υπολογιστικού νέφους, αφορούν τεχνολογίες που παρέχονται σε μια επιχείρηση ως υπηρεσία μέσω του Διαδικτύου. Με τον τρόπο αυτό, αντί του να κατέχει και να διατηρεί τη φυσική υποδομή του υλικού και του λογισμικού, μια επιχείρηση μπορεί να διαθέτει πρόσβαση σε αποθηκευτικό χώρο, βάσεις δεδομένων και άλλες υπηρεσίες επί πληρωμή από έναν πάροχο υπηρεσιών Cloud.

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

Αναδιαρθρώνοντας την Καινοτομία: οι μετασχηματισμοί της παγκόσμιας αλυσίδας της αξίας και οι επιπτώσεις της στην Εργασία

 

Να μια εργασία που εκπλήσσει. Ο χώρος της σύγχρονης παραγωγικής διαδικασίας, ειδικά στους κλάδους υψηλής τεχνολογίας στην Ελλάδα, παραμένει αδιόρατος στους περισσότερους, απομακρυσμένος από την (κοινωνιολογική) ανάλυση. Η παρακάτω διατριβή επιχειρεί να ρίξει φως σε αυτό ακριβώς το μαύρο κουτί: στις σύγχρονες αλυσίδες παραγωγής της ανάπτυξης λογισμικού, μέσα από μια εμπειρική μελέτη ενός τοπικού κέντρου Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α). Συνδέοντας το τοπικό με το παγκόσμιο, το ειδικό με το γενικό. Αναλύοντας την αλυσίδα της αξίας.

Η εν λόγω κοινωνιολογική έρευνα πεδίου διερευνά τον αντίκτυπο των παγκόσμιων αναδιάρθρωσων των πολυεθνικών εταιριών στους εργαζόμενους/ες υψηλής ειδίκευσης και ειδικότερα των μηχανικών λογισμικού (software engineers). Οι αναδιαρθρώσεις αυτές, που περιλαμβάνουν συχνά συγχωνεύσεις μεταξύ εταιριών και εσωτερικές αναδιοργανώσεις, οδηγούν σε απολύσεις μέσα από περικοπές θέσεων εργασίας, εντεινόμενο φόρτο εργασίας, ενώ μεταβάλουν τις επαγγελματικές βιογραφίες και τις επαγγελματικές ταυτότητες των εργαζόμενων. Πολυεθνικές όπως η Siemens Networks, η Alcatel-Lucent ή η Digital περικόπτουν θέσεις εργασίας με σκοπό να ελαχιστοποιήσουν το λειτουργικό τους κόστος την ίδια στιγμή που κατακτούν νέα μερίδια στην αγορά. Η έρευνα -που εξετάζει τις επαγγελματικές βιογραφίες των μηχανικών λογισμικού, πολλοί από τους οποίους αντιλαμβάνονται την αναδιάρθρωση ως μια ατέρμονη διαδικασία- υπογραμμίζει τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των μεταβολών αυτών σε εργαζόμενες/ους μέσα από την παγίωση του αισθήματος φόβου και ανασφάλειας που προκαλούν.

Δ.Λ.

 

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Η σπείρα του χρέους: η σχέση μεταξύ εισοδηματικών ανισοτήτων και στεγαστικής κρίσης στις ΗΠΑ (2007-08)

Η άνοδος των οικονομικών ανισοτήτων, κατά την περίοδο των τελευταίων δεκαετιών πριν την κρίση του 2007-08, αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες αστάθειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ. Γιατί όμως, αλλά και με ποιον τρόπο συνέβη κάτι τέτοιο;

Η στασιμότητα της αγοραστικής δύναμης μεταξύ νοικοκυριών από τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις της Αμερικής έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τάση αύξησης του δανεισμού. Καθώς οι μισθοί έμεναν στάσιμοι ή αυξάνονταν με βραδύτερο ρυθμό σε σύγκριση με το κόστος ζωής, πολλά νοικοκυριά από τις τάξεις αυτές δυσκολεύονταν ολοένα και περισσότερο να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Ως αποτέλεσμα, τα νοικοκυριά αυτά άρχισαν να στρέφονται στο δανεισμό προκειμένου να είναι σε θέση να καλύπτουν καταναλωτικές ανάγκες όπως στέγαση, εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη.

Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα άρχισαν να προσφέρουν όλο και πιο εύκολη πρόσβαση σε κάθε είδους πιστώσεις, όπως δάνεια, πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά με επιεικείς όρους και χαμηλά αρχικά επιτόκια. Πολλά από αυτά τα δάνεια ήταν δάνεια υψηλού κινδύνου, εν μέσω ενός «χαλαρού» ρυθμιστικού πλαισίου, το οποίο όξυνε τις επικίνδυνες πρακτικές δανεισμού.

Την ίδια στιγμή, οι ανώτερες κοινωνικά τάξεις, οι οποίες τις τελευταίες πριν την κρίση δεκαετίες σώρευαν όλο και περισσότερο πλούτο, αναζητούσαν ολοένα και πιο υψηλές αποδόσεις για τις επενδύσεις τους. Αυτό οδήγησε σε μια μαζική εισροή κεφαλαίων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η οποία τροφοδότησε την περαιτέρω διαθεσιμότητα πιστώσεων. Οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να προσελκύσουν τα κεφάλαια αυτά, άρχισαν να δημιουργούν όλο και πιο σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα από υψηλού κινδύνου στεγαστικά δάνεια υποσχόμενα ελκυστικές αποδόσεις στους κατόχους πλούτου.

Ο συνδυασμός στάσιμης αγοραστικής δύναμης μεταξύ των νοικοκυριών κατώτερων και μεσαίων τάξεων από τη μία πλευρά και αναζήτησης υψηλών αποδόσεων από τις ανώτερες τάξεις από την άλλη δημιούργησαν μια ανατροφοδοτούμενη σπείρα: καθώς οι τιμές των ακινήτων συνέχισαν να αυξάνονται, τροφοδοτούμενες από το κυνήγι του κέρδους και τα χαλαρό νομοθετικό πλαίσιο δανεισμού η φούσκα τελικά έσκασε, οδηγώντας σε εκτεταμένες χρεοκοπίες και κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (για την κρίση των στεγαστικών δανείων βλ. εδώ).

Το παρακάτω γράφημα (επεξεργασία με τη γλώσσα R: Δ.Λ.) αντιπαραβάλει το ποσοστό αποταμίευσης (αριστερή πλευρά) με το χρέος των αμερικανικών νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ (δεξιά πλευρά) κατά την περίοδο 1982-2007, με βάση στοιχεία από την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ. Το Ποσοστό Αποταμίευσης υπολογίζεται ως ο λόγος της ατομικής αποταμίευσης προς το Διαθέσιμο Ατομικό Εισόδημα (DPI). Με πιο απλά λόγια, δείχνει ποιο μέρος του εισοδήματός τους αποταμιεύουν τα νοικοκυριά. Από την άλλη πλευρά, το χρέος αντιπροσωπεύει το σύνολο των χρεογράφων και των δανείων των νοικοκυριών (αλλά και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών) ως ποσοστό στο αμερικανικό ΑΕΠ.

 
Δεδομένα: FRED | Επεξεργασία: Δ.Λ.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Κατανοώντας το νόμο του Ένγκελ: η σχέση μεταξύ εισοδήματος και κατανάλωσης

Ο Ernst Engel γεννιέται στη Δρέσδη το 1821 και από νεαρή ηλικία αρχίζει να καλλιεργεί το ενδιαφέρον του για τα οικονομικά και τη στατιστική. Καθώς ξεκινά την καριέρα του στη στατιστική το 1848, αρκετές πόλεις της Ευρώπης σείονται από ένα κύμα εργατικών εξεγέρσεων. Υπό το βάρος των εξελίξεων αυτών, κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αναγκάζονται να συντάξουν μελέτες καταγραφής των συνθηκών διαβίωσης των εργατικών νοικοκυριών. 
 
Το 1856 πραγματοποιείται για το σκοπό αυτό ένα διεθνές συνέδριο στις Βρυξέλλες όπου συγκεντρώνει οικονομολόγους και στατιστικολόγους, όπως οι Engel και Ducpétiaux, ώστε να συζητηθούν μέθοδοι για τη μέτρηση του επιπέδου διαβίωσης των εργατών. Σε αυτό το πλαίσιο, το 1857 ο Engel γράφει ένα άρθρο (που αργότερα θα γίνει κλασικό) με τίτλο «Οι σχέσεις κατανάλωσης-παραγωγής στο Βασίλειο της Σαξονίας» [1], όπου γενικεύει μια εμπειρική παρατήρηση στην οποία προβαίνει μελετώντας τα δεδομένα που είχαν συλλέξει λίγα χρόνια νωρίτερα οι Frédéric Le Play και Ducpétiaux πάνω στη σχέση μεταξύ εισοδήματος και δαπανών των εργατικών νοικοκυριών για είδη πρώτης ανάγκης. 
 
Η παρατήρηση αυτή, που ιστορικά έμεινε γνωστή ως νόμος του Engel, συνίσταται στο εξής: καθώς το εισόδημα ενός νοικοκυριού αυξάνεται, το ποσοστό του εισοδήματος που δαπανάται για τρόφιμα μειώνεται [2]. Με άλλα λόγια, όσο τα εισοδήματα των νοικοκυριών αυξάνονται, τόσο αυτά τα τελευταία τείνουν να δαπανούν μικρότερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε είδη πρώτης ανάγκης όπως τρόφιμα, από τη μία πλευρά και μεγαλύτερο ποσοστό σε μη απαραίτητα είδη όπως π.χ. διασκέδαση, από την άλλη [3].

Ο Νόμος του Engel, που ειρήσθω εν παρόδω συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη της οικονομετρίας, έχει έκτοτε μελετηθεί ευρέως και η ισχύς του έχει επιβεβαιωθεί για διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς. Μια κοινή ερμηνεία του νόμου είναι πως για τα είδη πρώτης ανάγκης όπως τα τρόφιμα, η εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης είναι μικρότερη της μονάδας. Αν και κάτι τέτοιο μοιάζει να ισχύει καθολικά, παρόλα αυτά, δεν αποτελεί μονοσήμαντο οδηγό ερμηνείας της συμπεριφοράς κάθε νοικοκυριού χαμηλού εισοδήματος. Διαφορετικοί κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες είναι δυνατό να υπεισέλθουν στη σχέση μεταξύ του ύψους εισοδήματος και του ποσοστού του εισοδήματος που δαπανάται για τρόφιμα όπως ο πληθωρισμός των τιμών, η διαθεσιμότητα των τροφίμων, νομοθετικοί, πολιτικοί ή πολιτιστικοί κανόνες. (Βλ. σχετικά παλαιότερη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, 1983).
 

Σημειώσεις:

 

[1] Ένας από τους σκοπούς του άρθρου του Engel ήταν να αντιπαρατεθεί στη θεωρία του Malthus (1798) πως η ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθυσμού, εξαιτίας της Βιομηχανικής Επανάστασης, επεκτείνεται πιο γρήγορα από τα μέσα για την επιβίωσή του γεγονός που νομοτελειακά οδηγεί σε κοινωνική καταστροφή.Ο Ένγκελ υποστήριξε ότι, ακόμη κι αν δεν υπάρχουν φυσικοί περιορισμοί στην αύξηση του πληθυσμού, ήταν δυνατό να αποφευχθεί η καταστροφή εάν η παραγωγική ικανότητα μιας οικονομίας μπορούσε να εξισορροπηθεί από την αυξανόμενη ζήτηση. (βλ. σχετικά Front Matter. (2010). The Journal of Economic Perspectives, 24(1). http://www.jstor.org/stable/25703479. Για πιο πρόσφατες εφαρμογές του Νόμου βλ. (βλ. επίσης Tullio Mancini & Hector Calvo‐Pardo & Jose Olmo, 2022, "Environmental Engel curves: A neural network approach," Journal of the Royal Statistical Society Series C, Royal Statistical Society, vol. 71(5), pp. 1543-1568)  
 
[2] H μαθηματική μορφή της σχέσης συμβολίζεται ως 𝐸𝑖=𝐹(𝑌) όπου το 𝐸𝑖 δηλώνει τη μηνιαία κατανάλωση του αγαθού 𝑖 από ένα νοικοκυριό, το 𝑌 δηλώνει το μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού και το 𝐹 τη μαθηματική μορφή της συνάρτησης.
 
[3] Για ένα παράδειγμα βασισμένο σε στοιχεία που προέρχονται από τη μελέτη των Koenker και Bassett πάνω σε ένα σύνολο 235 παρατηρήσεων σχετικών με τα έσοδα και τις δαπάνες για τρόφιμα βελγικών νοικοκυριών της εργατικής τάξης που δημοσιεύτηκε το 1982 βλ.: Koenker, R. & Bassett, G. (1982) Robust Tests of Heteroscedasticity based on Regression Quantiles, Econometrica, 50, 43–61. Όπως προκύπτει από τα ερευνητικά δεδομένα αυτής της μελέτης παρότι οι δαπάνες για τρόφιμα σε βελγικά φράγκα είναι περισσότερες (932,9 βλγ. φράγκα) μεταξύ του πιο εύπορου 10% του δείγματος σε σχέση με το φτωχότερο 10% (δαπάνες ύψους 350,5 σε βλγ. φράγκα), η αναλογία στο εισόδημα του πλουσιότερου 10% είναι σημαντικά χαμηλότερη (61% περίπου) σε σχέση με αυτή του φτωχότερου 10% (70% περίπου). Βλ. εδώ.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024

Πιερ Μπουρντιέ: στρατηγικές αναπαραγωγής

While economics is about how people make choice, 
sociology is about how they don’t have any choice to make.
 
Bertrand Russell [1]

Στο τελευταίο βιβλίο που δημοσιεύτηκε ενόσω ζούσε, Οι κοινωνικές δομές της οικονομίας (2000), ο Μπουρντιέ εξετάζει τον ιστορικό μετασχηματισμό του πεδίου της αγοράς κατοικιών στη Γαλλία κατά τα τελευταία 30 έτη. Ο Μπουρντιέ υποστηρίζει πως η κρατική παρέμβαση, αλλά και οι συμβολικές κατασκευές των δρώντων διαμορφώνουν τόσο την ίδια την αγορά κατοικιών, όσο και τις αντιλήψεις γύρω από την αξία των ακινήτων [2].

Ένα από τα θέματα του βιβλίου, που βασίζεται σε στοιχεία της γαλλικής στατιστικής αρχής (INSEE), είναι ο τρόπος αναπαραγωγής των διαφορετικών επαγγελματικών κατηγοριών μέσω της πρόσβασης που διαθέτουν στην αγορά κατοικίας. Επαγγελματικές κατηγορίες όπως στελέχη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, εκπαιδευτικοί, τεχνικοί, ειδικευμένοι τεχνίτες και μηχανικοί αποκτούσαν, κατά τη δεκαετία του 1980, πρόσβαση στην κατοικία (μονοκατοικίες ή διαμερίσματα), κατά κύριο λόγο, μέσω της πίστωσης (crédit). Επιπλέον, την εν λόγω περίοδο εργαζόμενοι στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, εργοδηγοί, ειδικευμένοι εργατοτεχνίτες συμβάλλουν στη συνολική αύξηση του ποσοστού ιδιοκτησίας σπιτιών. Τη δεκαετία του 1980 όμως συντελείται παράλληλα μια στροφή στην πρόσβαση στην αγορά κατοικίας: επαγγελματικές κατηγορίες που παραδοσιακά δεν επένδυαν στην αγορά σπιτιού για την αναπαραγωγή τους, αρχίζουν να εισέρχονται σε μια λογική συσσώρευσης κληρονομιών, χάρη τόσο στην πίστωση, όσο και στην κρατική αρωγή εκείνης της περιόδου.

Το παρακάτω γράφημα (Correspondence Analysis plot), το οποίο βασίζεται σε στοιχεία του πίνακα συνάφειας που παρατίθεται στο βιβλίο (σ. 68) [Επεξεργασία με τη χρήση της γλώσσας R: Δ.Λ.], αποκαλύπτει τις υποκείμενες δομές αυτής της λογικής, ανά κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία: Αντιπαραβάλλει στον αριστερό άξονα (αρνητικές τιμές) επαγγελματικές κατηγορίες (βλ. Label) που βασίζονται στην πίστωση (crédit) για την αγορά ιδιόκτητης μονοκατοικίας με αυτές στο δεξιό άξονα (θετικές τιμές) που βασίζονται στην κληρονομιά (héritage donation) και την αγορά με μετρητά (achat comptant). 

 

 

Τη δεκαετία του 1980 μόνο οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα ήταν σε θέση να αγοράσουν κατοικία με μετρητά σε αντίθεση με τους μισθωτούς και τους ελεύθερους επαγγελματίες που προσέφευγαν, ως επί το πλείστον, σε αγορές με πίστωση (crédit). Την ίδια περίοδο τέλος, οι αγρότες έτειναν να αποκτούν πρόσβαση στην κατοικία μέσω κληρονομιών (héritage donation). 

Σημείωση: 

[1] Παρατίθεται στο Pierre Bourdieu, Les structures sociales de l'économie, Paris, Ed. du Seuil, col. "Points", 2000.