Τρίτη 17 Μαΐου 2022

Δημοσιονομικές υποχρεώσεις χωρών μελών της ΟΝΕ: μια κάτοψη

Η είσοδος ενός κράτους στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση περιλαμβάνει συγκεκριμένους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας με απώτερο σκοπό την πρόβλεψη τυχόν προβληματικών κατευθύνσεων των δημοσιονομικών πολιτικών, τη διόρθωση υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων ή υψηλού δημόσιου χρέους. Οι κανόνες αυτοί, που για πρώτη φορά διατυπώθηκαν στο Άμστερνταμ το 1998, τέθηκαν με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Συνοπτικά, τα κριτήρια που διατυπώθηκαν στο Άμστερνταμ και ονομάστηκαν «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» (ΣΣΑ) περιλαμβάνουν το κριτήριο του ελλείμματος και το κριτήριο του χρέους. 

Το κριτήριο του ελλείμματος προβλέπει πως το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης δε θα πρέπει να υπερβαίνει το 3% του ονομαστικού ΑΕΠ, ενώ το κριτήριο του χρέους πως αυτό δε θα πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ονομαστικού ΑΕΠ. Για την τήρηση των κανόνων αυτών το ΣΣΑ περιλαμβάνει αποτρεπτικούς και διορθωτικούς μηχανισμούς. Συγκεκριμένα, το αποτρεπτικό σκέλος περιλαμβάνει μηχανισμούς εποπτείας για την αποτροπή υπέρβασης του ορίου του 3%, ενώ το διορθωτικό σκέλος ενεργοποιείται σε περίπτωση υπέρβασης του 3%, όπου στην περίπτωση αυτή το κράτος-μέλος εντάσσεται σε «Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος» (ΔΥΕ). Σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα να υποβάλλει στην Επιτροπή συγκεκριμένο σχέδιο δημοσιονομικής διόρθωσης και σε περίπτωση που παρέλθει το διάστημα αυτό χωρίς να υπάρξει κάποια διόρθωση τότε του επιβάλλονται κυρώσεις.

Παρενθετικά, όταν το 2004 στη χώρα το έλλειμμα ανεβαίνει σε επίπεδα άνω του 3% επί του ΑΕΠ (στην ουσία κοντά στο 6 με 7%), η αυξητική τάση του πρωτογενούς ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας το 2005 τίθεται στο στόχαστρο του Ecofin. Ήδη ένα χρόνο πριν, η ετήσια έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας είχε προειδοποιήσει την τότε κυβέρνηση για την ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης μέσα από σειρά ενεργειών, γεγονός που οδήγησε στη λήψη μέτρων ενάντια στη φοροδιαφυγή στα καύσιμα, σε συγκράτηση δαπανών και σε αυξήσεις στους έμμεσους φόρους. Η εισήγηση που υπέβαλε η τότε κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή -με τη χώρα στο μεταξύ να βρίσκεται ήδη στη ΔΥΕ- προέβλεπε μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος έως το 2007 με ταυτόχρονη μείωση του δημόσιου χρέους κάτω από το 100% του ΑΕΠ. Παρόλα αυτά, με την πτώση της ενεργούς ζήτησης το 2007 (ως αντανάκλαση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης που πυροδοτείται από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, και τη χειροτέρευση των όρων δανεισμού, εξαιτίας της διεθνούς κρίσης ρευστότητας) το δημόσιο χρέος της χώρας εκτοξεύεται. 


Η διεθνής οικονομική κρίση οδηγεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2011 να ενισχύσει το πλαίσιο της δημοσιονομικής εποπτείας με συγκεκριμένα μέτρα όπως εν συντομία:

α. τη δέσμη των έξι μέτρων (six-pack) για τη δημοσιονομική διακυβέρνηση που επιτάσσει στα κράτη-μέλη να παρουσιάζουν με διαφανή τρόπο αξιόπιστες στατιστικές μελέτες (φωτογραφίζοντας, ουσιαστικά, την έλλειψη αξιοπιστίας της εγχώριας στατιστικής αρχής για τα παρουσιαζόμενα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας).

β. τη συνθήκη για τη σταθερότητα, το συντονισμό και τη διακυβέρνηση (Fiscal compact), το οποίο δεσμεύει τα κράτη-μέλη να μην υπερβαίνουν το 0,5% του διαρθρωτικού ελλείμματος. Σε περίπτωση απόκλισης, προβλέπονται διορθωτικοί μηχανισμοί. 
 
γ. το πλαίσιο δυο κανονισμών (two-pack) σύμφωνα με το οποίο τα κράτη-μέλη οφείλουν έως τις 15 Οκτωβρίου να υποβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα προσχέδια του προϋπολογισμού τους, μαζί με αντίστοιχες οικονομικές προβλέψεις. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι το προσχέδιο δεν είναι συμβατό με το ΣΣΑ τότε δύναται να ζητηθεί αναθεώρησή του. Για χώρες, όπως π.χ. η Ελλάδα, που έλαβαν οικονομική βοήθεια από τον ESM-EFSF προβλέπεται η συνεχής μεταμνημονιακή εποπτεία (που συνεπάγεται επί τόπου αξιολογήσεις από την Επιτροπή και σύνταξη εκθέσεων προόδου) έως ότου αποπληρωθεί το 75% των δανείων που έχουν δοθεί στο κράτος-μέλος. Όσον αφορά συγκεκριμένα τη χώρα με το ν. 4270/2014, το πλαίσιο αυτό δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. ενσωματώθηκε στη νομοθεσία.
 
 
Δ. Λ.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

Η σχέση μεταξύ επισιτιστικής κρίσης και κοινωνικοπολιτικής αστάθειας

Η πρόσφατη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία εκτόξευσε τις τιμές στις αγορές τροφίμων παρότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), βασικά προϊόντα διατροφής είχαν ανατιμηθεί, με την τιμή τους να ακολουθεί έντονα ανοδική τάση, ήδη από τις αρχές της πανδημίας Covid-19. Η συνεχόμενη άνοδος του επιπέδου τιμών των τροφίμων -δεδομένου του ρόλου της Ουκρανίας ως σημαντικού εξαγωγέα βασικών αγροτικών προϊόντων (όπως σιτάρι, ηλιέλαιο, κριθάρι, καλαμπόκι)- φέρνει αρκετές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου στα πρόθυρα επισιτιστικής κρίσης. Άνθρωποι που ζουν στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική -μια περιοχή του πλανήτη που εισάγει περισσότερο σιτάρι από οποιαδήποτε άλλη, με την Αίγυπτο το μεγαλύτερο εισαγωγέα παγκοσμίως- ξοδεύουν μεταξύ του 35 και του 55 τοις εκατό του εισοδήματός τους για τρόφιμα σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ. Με τις τιμές αυτών των εισαγωγών να καθορίζονται από τα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων στο Σικάγο, την Ατλάντα και το Λονδίνο, ακόμη και μικρές αυξήσεις στις τιμές γενικεύουν την πείνα και εξαπλώνουν φαινόμενα απόλυτης φτώχειας

Επί του παρόντος, ο παγκόσμιος δείκτης τιμών των τροφίμων, όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία του FAO, βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο που έχει καταγραφεί τις τελευταίες δεκαετίες, ξεπερνώντας ακόμα  και τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν το 2008 και το 2011. Στο παρελθόν, παρόμοιες αυξήσεις οδήγησαν σε κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές σε αρκετές αφρικανικές χώρες καθώς και στο Μπαγκλαντές, στην Αϊτή, στην Ινδονησία και στην Υεμένη, ενώ συνέβαλαν στο ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης (βλ. επίσης εδώ). Χωρίς να υπάρχουν σαφείς τάσεις αποκλιμάκωσης τoυ επιπέδου τιμών προς το παρόν, με τη γεωπολιτική αβεβαιότητα να εντείνεται και με υπαρκτούς τους φόβους για μια παγκόσμια οικονομική ύφεση, μόνο σε βάθος χρόνου θα γίνει ορατό ολόκληρο το φάσμα των συνεπειών από τις πληθωριστικές αυτές πιέσεις. Η πορεία που θα ακολουθηθεί, παρόλα αυτά, δε σημαίνει πως θα αποτελέσει επανάληψη του παρελθόντος.