Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Pierre Bourdieu. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Pierre Bourdieu. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

Pierre Bourdieu: Ανάθεση και πολιτικός φετιχισμός

 

 

Η πράξη της ανάθεσης με την οποία ένα πρόσωπο δίνει εξουσία σε ένα άλλο άτομο, η μεταφορά της εξουσίας με την οποία ένα σώμα (ένας εντολέας) εξουσιοδοτεί ένα εκπρόσωπο (έναν εντολοδόχο) να υπογράφει εκ μέρους του, να πράττει στη θέση του ή να μιλά για αυτόν, δίνει στον εντολοδόχο την εξουσία του νομικού εκπροσώπου, δηλαδή plena potentia agendi, την πλήρη εξουσία να δρα για αυτόν, είναι μια περίπλοκη πράξη που αξίζει να σκεφτούμε. Ο εξουσιοδοτημένος εντολοδόχος, (υπουργός, ενδιάμεσος, εκπρόσωπος, βουλευτής, κλπ.) είναι ένα πρόσωπο που έχει εντολή, μια εξουσιοδότηση νομικού εκπροσώπου, να εκπροσωπήσει (μια λέξη με πολλές σημασίες), δηλαδή, να επιβεβαιώσει και να προστατέψει τα συμφέροντα ενός προσώπου ή μιας ομάδας. Αν όμως είναι αλήθεια πως το να εξουσιοδοτήσουμε κάποιον είναι να του αναθέσουμε ένα καθήκον, μια αποστολή και να μεταφέρουμε εξουσία σε αυτόν, πρέπει να αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατόν ο εντολοδόχος να έχει εξουσία πάνω σε εκείνους που του δίνουν την εξουσία. Όταν ένα άτομο εξουσιοδοτείται από ένα άλλο πρόσωπο να δρα για λογαριασμό του, τα πράγματα είναι σχετικά ξεκάθαρα. Όταν ένα άτομο είναι ο δέκτης της εξουσίας ενός σημαντικού αριθμού ατόμων, μπορεί στο πρόσωπο αυτό να δοθεί εξουσία που υπερβαίνει την εξουσία των μεμονωμένων μελών της ομάδας  των ανθρώπων. Είναι με κάποιο τρόπο ίσως μια ενσάρκωση του είδους της υπέρβασης του κοινωνικού που συχνά μιλούσαν οι ντιρκεμιανοί. 

Η συνέχεια εδώ

Αναδημοσίευση: https://geniusloci2017.wordpress.com

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

Οι κοινωνικές δομές της οικονομίας

 

 

Η νεοφιλελεύθερη οικονομία, η λογική της οποίας τείνει, σήμερα, να επιβληθεί σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω διεθνών οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ ή κυβερνήσεις στις οποίες υπαγορεύουν, άμεσα ή έμμεσα, τις αρχές της «διακυβέρνησής» τους, οφείλει έναν ορισμένο αριθμό υποτιθέμενων οικουμενικών χαρακτηριστικών της στο γεγονός ότι είναι βυθισμένη, embedded σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, δηλαδή ριζωμένη σε ένα σύστημα πεποιθήσεων και αξιών, ένα ήθος [ελληνικά στο πρωτότυπο] και μια ηθική οπτική του κόσμου, εν συντομία, έναν κοινό οικονομικό νου, που συνδέεται, ως τέτοιος, με τις κοινωνικές και γνωστικές δομές μιας ορισμένης κοινωνικής διατάξης. Και από αυτήν τη συγκεκριμένη οικονομία η νεοκλασική οικονομική θεωρία δανείζεται τις θεμελιακές της προϋποθέσεις, τις οποίες τυποποιεί και εξορθολογίζει, καθιστώντας τις θεμέλια ενός καθολικού μοντέλου.

 (Pierre Bourdieu, Les structures sociales de l'économie, Le Seuil, Paris, 2000 [* Μτφρ.: Δ. Λ.])

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

O Pierre Bourdieu για την κοινωνική γήρανση (ή ανάμεσα στις διαθέσεις και τις θέσεις, τις βλέψεις και τις πραγματώσεις)


Pierre Bourdieu, 1930-2002

Η κοινωνική γήρανση* δεν είναι τίποτε άλλο από αυτή τη βραδεία διεργασία πένθους ή, αν προτιμάτε, αποεπένδυσης (κοινωνικά επικουρούμενης και ενθαρρημένης), η οποία άγει τους δρώντες να προσαρμόσουν τις βλέψεις τους στις αντικειμενικές τους πιθανότητες, οδηγώντας τους έτσι να ασπαστούν τη συνθήκη τους, να γίνουν αυτό που είναι*, να αρκεστούν* σε αυτό που έχουν, έστω και αγωνιζόμενοι, με τη συλλογική συνενοχή, να εξαπατήσουν τον εαυτό τους ως προς το τι είναι και τι έχουν, να ξεγράψουν* όλες τις παράπλευρες δυνατότητες που σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκαν στο δρόμο και όλες τις προσδοκίες που αναγνωρίστηκαν ως μη πραγματοποιήσιμες επειδή παρέμεναν απραγματοποίητες.

(Pierre Bourdieu, Η Διάκριση, Πατάκης, 2002

[* Όλες οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο]

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Μπουρντιέ και η στατιστική: δέσμευση εφ' όρου ζωής

Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το άρθρο του Frédéric Lebaron How Bourdieu “Quantified” Bourdieu: The Geometric Modelling of Data (περιλαμβάνεται στο K. Robson & C. Sanders (επιμέλεια), Quantifying Theory: Pierre Bourdieu, Springer eds, Τορόντο, 2009). Οι υποσημειώσεις στο κείμενο -όπου δεν αναφέρεται το αντίθετο (Σ.τ.Μ.)- είναι του συγγραφέα. Η επιλογή του αποσπάσματος, η μετάφραση και οι επεξηγηματικές παραπομπές είναι δικές μου – Δ. Λ.


Η συνεργασία του Μπουρντιέ με τους στατιστικολόγους του Institut national de la statistique et des études économiques (INSEE) χρονολογείται ήδη από την “περίοδο της Αλγερίας” (κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, δημοσιεύοντας το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Sociologie de l'Algérie το 1958), ενώ κατά τον απελευθερωτικό πόλεμο της Αλγερίας (έως το 1960 όταν έπρεπε να επιστρέψει στη Γαλλία), ο Μπουρντιέ συνεργάστηκε μαζί τους κατά τη συλλογή ευρείας κλίμακας στοιχείων πάνω στο εργατικό δυναμικό. Ο Μπουρντιέ εφάρμοσε την ανθρωπολογική του οπτική στην κοινωνιολογική ερμηνεία των ερευνητικών δεδομένων, ειδικά, δε, στις στατιστικές γύρω από το φαινόμενο της ανεργίας (Bourdieu, Sayad, Darbel, & Seibel, 1963).

Η συνεργασία αυτή συνεχίστηκε και τη δεκαετία του ’60 στο Centre de Sociologie Européenne μέσω πολλαπλών επιστημονικών ανταλλαγών, όπως αυτές αντανακλώνται στο έργο του Les héritiers (Bourdieu & Passeron, 1964) [*] με τον στατιστικολόγο Alain Darbel, ο οποίος έμεινε γνωστός για τον πολύ σημαντικό υπολογισμό των πιθανοτήτων πρόσβασης στο πανεπιστήμιο για τις διάφορες κατηγορίες των κοινωνικών τάξεων. Στο έργο L'amour de l'art, οι Μπουρντιέ και Darbel (1966) ανέπτυξαν εξισώσεις υπολογισμού της ζήτησης για τα πολιτιστικά αγαθά, όπου το πολιτισμικό κεφάλαιο, μετρημένο σύμφωνα με το επίπεδο του κάθε διπλώματος, εμφανίζεται ως η κεντρική μεταβλητή επεξήγησης των ανισοτήτων πρόσβασης στα διάφορα μουσεία.

Όταν μεταξύ των ετών 1966 και 1971, ο Μπουρντιέ επεξεργαζόταν θεωρητικά την έννοια του πεδίου (Bourdieu, 1966, 1971), συνειδητοποιούσε τις ελλείψεις των παραδοσιακών εργαλείων «ποσοτικοποίησης», και συγκεκριμένα της ανάλυσης παλινδρόμησης, όπως ξεκαθάριζε σε ένα κεφάλαιο (με τον τίτλο «La fin d’un malthusianisme») του βιβλίου Le partage des benefices (Darras, 1966) που είχε γράψει από κοινού με τον Darbel.

Όπως, δε, θα δήλωνε στο βιβλίο του  Η Διάκριση: «οι συγκεκριμένες σχέσεις ανάμεσα σε μια εξαρτημένη μεταβλητή (όπως την πολιτική γνώμη) και σε διάφορες λεγόμενες ανεξάρτητες μεταβλητές, όπως είναι το φύλο, η ηλικία και το θρήσκευμα ή ακόμα το μορφωτικό επίπεδο, το εισόδημα και το επάγγελμα, τείνουν να αποκρύπτουν το πλήρες σύστημα των σχέσεων οι οποίες συγκροτούν την πραγματική αρχή της ειδικής ισχύος και της ειδικής μορφής των αποτελεσμάτων που καταγράφονται σε κάποια ιδιαίτερη συσχέτιση» (Bourdieu, 1979: 103) [**].



Για τον Μπουρντιέ, η κοινωνική νομοτέλεια (social causality) ισοδυναμούσε με τα συνολικά αποτελέσματα μιας σύνθετης δομής αλληλεπιδράσεων, η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα συνδυασμό διάφορων «καθαρών αποτελεσμάτων» μεταξύ ανεξάρτητων μεταβλητών. Η στρουκτουραλιστική οπτική, η οποία φαίνεται πως είναι κεντρική στον Μπουρντιέ, όπως και σε άλλους κοινωνικούς επιστήμονες κατά την περίοδο αυτή, σχετίζεται με την ισχυρή επιρροή του «στρουκτουραλισμού» στις γαλλικές κοινωνικές επιστήμες της δεκαετίας του 1960, ειδικά υπό τα πρότυπα της γλωσσολογίας και της ανθρωπολογίας (γύρω από τον Claude Levi-Strauss, που αποτελούσε κεντρική αναφορά για τον Μπουρντιέ).

Το έντονο ενδιαφέρον του Μπουρντιέ για μια νέα τυποποίηση (formalization) σχετιζόταν, αν και όχι ρητά, με τη δυναμική της μαθηματικής επιστήμης υπό την επιρροή μιας γνωστής ομάδας Γάλλων μαθηματικών με το όνομα «Nicolas Bourbaki» -η οποία αποτελούσε, επίσης, και ένα μη ρητό πλαίσιο αναφοράς τόσο για τις θετικές επιστήμες γενικά, όσο και για τους ειδικούς των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών ειδικά. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι προσπάθειες τυποποίησης, αλλά και ποσοτικοποίησης των κοινωνικών επιστημών ήταν πολυάριθμες και σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένες από διάφορους τομείς των σύγχρονων μαθηματικών (και ιδιαίτερα της άλγεβρας). Ο ίδιος ο Μπουρντιέ έκανε συχνά λόγο για την ανάγκη χρησιμοποίησης επιστημονικών εργαλείων που θα μπορούσαν να κατανοήσουν τις σχεσιακές διαστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας.

Εν τω μεταξύ, αναδύθηκε η γεωμετρική προσέγγιση στην ανάλυση των δεδομένων, η οποία αναπτύχθηκε από τον Jean-Paul Benzécri και τη σχολή του γύρω από την Ανάλυση Αντιστοιχιών (Correspondence Analysis) (βλ. Le Roux & Rouanet, 2004; Rouanet, 2006). Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 [1], ο Μπουρντιέ στράφηκε στην προσέγγιση αυτή ως μέθοδο «εκλεκτικής συγγένειας» με τη δική του θεωρία (Rouanet, Ackermann, & Le Roux, 2000). Στο βιβλίο του Η Διάκριση (στο κεφάλαιο «Ένας τρισδιάστατος χώρος»), ο Μπουρντιέ αναπτύσσει την ιδέα ότι εάν η «ποσοτικοποίηση» πρόκειται να εφαρμοσθεί στην κοινωνιολογική έρευνα, τότε πρέπει να είναι πολυδιάστατη (multidimensional) και να στοχεύει ως πρώτο της βήμα στη λειτουργικοποίηση κάθε βασικής διάστασης του κοινωνικού χώρου, δηλαδή των διαφόρων τύπων κεφαλαίου (π.χ. του οικονομικού, του πολιτισμικού, του κοινωνικού και του συμβολικού). Το επόμενο βήμα είναι ο συνδυασμός τους ώστε να δοθεί ένα γεωμετρικό μοντέλο αυτών των δεδομένων. Όπως δήλωνε ο Μπουρντιέ: «Χρησιμοποιώ την Ανάλυση Αντιστοιχιών (Correspondence Analysis) πάρα πολύ, γιατί πιστεύω ότι αποτελεί μια κατά βάση σχεσιακή διαδικασία, η φιλοσοφία της οποίας εκφράζει πλήρως αυτό που, κατά τη γνώμη μου, συνιστά την κοινωνική πραγματικότητα. Είναι μια διαδικασία που “σκέφτεται” με όρους σχέσεων, όπως κι εγώ προσπαθώ να κάνω με την έννοια του πεδίου». [2]



Μια σημαντική ανακάλυψη στην Ανάλυση Γεωμετρικών Δεδομένων (Geometric Data Analysis - GDA) πραγματοποιήθηκε όταν εφαρμόστηκε η Ανάλυση Αντιστοιχιών σε πίνακες που αντιπροσώπευαν άτομα με τη μορφή μεταβλητών, συνθέτοντας μέσα από πολλούς πίνακες συνάφειας δύο θεμελιώδη σύννεφα (clouds): το σύννεφο των ιδιοτήτων και το σύννεφο των ατόμων. Πιο συγκεκριμένα, η Πολλαπλή Ανάλυση Αντιστοιχιών (Multiple Correspondence Analysis - MCA) για κατηγορικές μεταβλητές προέκυψε ως τυπικό εργαλείο που εφαρμόστηκε στο άρθρο του « Le Patronat » (1978) και στα βιβλία, Homo Academicus (1984), La noblesse d'Etat (1989b), Les structures sociales de l’économie (1990, 2000b) καθώς και μια νέα παραλλαγή που ονομάζεται specific MCA στο άρθρο « Une revolution conservatrice dans l'édition » (1999), το τελευταίο ποσοτικό εμπειρικό έργο του Μπουρντιέ.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η γεωμετρική μοντελοποίηση των δεδομένων αποτελεί τη βάση όλων των εμπειρικών εργασιών που διεξήχθησαν υπό την εποπτεία του Μπουρντιέ. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στον Μπουρντιέ να διερευνήσει όλες τις κύριες υποθέσεις της θεωρίας του, όπως: «οι θέσεις [σε ένα πεδίο] επιτάσουν τη θεσηληψία» (Bourdieu, 1992). Στην τελευταία του διάλεξη στο Collège de France, το 2001, ο Μπουρντιέ επανέλαβε τα εξής: «Όσοι γνωρίζουν τις αρχές της ανάλυσης πολλαπλών αντιστοιχιών θα κατανοήσουν τη συσχέτιση μεταξύ αυτής της μεθόδου μαθηματικής ανάλυσης και του σκεπτικού πίσω από την έννοια του πεδίου» (Bourdieu, 2001: 70). [...]


Σημειώσεις:

[1] Μια πρώτη εμπειρική προσπάθεια εφαρμογής της Ανάλυσης Αντιστοιχιών (CA) αναφέρεται σε μια υποσημείωση του βιβλίου του Un art moyen (Middle-Brow Art), στο οποίο παρουσιάζει τα αποτελέσματα μιας έρευνας σχετικά με τη φωτογραφία. Ο Μπουρντιέ δεν ήταν απόλυτα πεπεισμένος από τα αποτελέσματα αυτής της πρώτης εφαρμογής, παρόλα αυτά όμως, παρέμεινε πρόθυμος να αναζητήσει ένα μοντέλο για τις πολυδιάστατες κοινωνικές πτυχές της γεύσης, οι οποίες δεν μπoρούσαν να γίνουν ορατές μέσα από τους πίνακες συνάφειας.

[2] Προοίμιο στη γερμανική έκδοση του βιβλίου Le métier de sociologue, 1991. [Σ.τ.Μ.: Pierre Bourdieu, Jean-Claude Chamboredon, Jean-Claude Passeron, Η τέχνη του κοινωνιολόγου, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2009]

* [Σ.τ.Μ.: Pierre Bourdieu & Jean-Claude Passeron, Οι κληρονόμοι, Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1996]

** [Σ.τ.Μ.: Pierre Bourdieu, Η Διάκριση, Πατάκης, Αθήνα, 2002 - Σ.τ.Μ.: Η μτφρ. του παραθέματος έχει τροποποιηθεί σε ορισμένα σημεία - Δ. Λ.]

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Πιερ Μπουρντιέ - Το αποτέλεσμα του τίτλου


Pierre Bourdieu (1930-2002)
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Π. Μπουρντιέ (Ρ. Bourdieu, 1930-2002) κατέδειξε εμπειρικά ότι το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί ως σύστημα επιλογής που ευνοεί τις ανώτερες τάξεις σε βάρος των υπολοίπων. Αυτή η προνομιακή μεταχείριση των ανώτερων τάξεων είναι εμφανής στον τίτλο σπουδών που χορηγείται από το σχολείο. Ο χαρακτηρισμός της φοίτησης του μαθητή που αναγράφεται στον τίτλο σπουδών του είναι στην ουσία μια απονομή ιδιοτήτων στο μαθητή (Ρ. Bourdieu, 2002:66). Αυτή η απονομή των ιδιοτήτων (είτε είναι θετική, όπως π.χ. «απολύεται με λίαν καλώς», είτε αρνητική, όπως «απορρίπτεται» ή «παραπέμπεται», που ισούται με στιγματισμό) κατατάσσει τα άτομα σε ιεραρχημένες κοινωνικές ομάδες.

 
 Το αποτέλεσμα του τίτλου

Γνωρίζοντας τη σχέση η οποία, εξαιτίας του τρόπου λειτουργίας του σχολικού συστήματος και της λογικής που διέπει τη μεταβίβαση του πολιτισμικού κεφαλαίου, εγκαθιδρύεται ανάμεσα στο κληρονομημένο από την οικογένεια πολιτισμικό κεφάλαιο και στο σχολικό κεφάλαιο, δε θα μπορούσαμε να καταλογίσουμε αποκλειστικά στη δράση του σχολικού συστήματος [...] την ισχυρή συσχέτιση που παρατηρείται ανάμεσα στην ικανότητα σε θέματα μουσικής ή ζωγραφικής (και στην πρακτική την οποία αυτή συνεπάγεται και καθιστά δυνατή) και στο σχολικό κεφάλαιο: και τούτο γιατί το σχολικό κεφάλαιο είναι το εγγυημένο προϊόν των συσσωρευμένων αποτελεσμάτων της πολιτισμικής μεταβίβασης που εξασφαλίζεται από την οικογένεια και της πολιτισμικής μεταβίβασης που εξασφαλίζεται από το σχολείο (και η αποτελεσματικότητα της οποίας εξαρτάται από τη σπουδαιότητα του άμεσα κληρονομημένου από την οικογένεια πολιτισμικού κεφαλαίου). Ο σχολικός θεσμός, με τη δράση εγχάραξης γνώσεων και τη δράση επιβολής αξίας τις οποίες ασκεί, συμβάλλει επίσης (κατά ένα λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό μέρος, ανάλογα με την αρχική διάθεση, δηλαδή ανάλογα με την τάξη καταγωγής) στη συγκρότηση της γενικής και μεταθετής διάθεσης απέναντι στη νόμιμη κουλτούρα, η οποία έχει μεν αποκτηθεί με αφορμή τις σχολικά αναγνωρισμένες γνώσεις και πρακτικές, αλλά τείνει να εφαρμοστεί πέρα από τα όρια του "σχολικού", παίρνοντας τη μορφή μιας "ανιδιοτελούς" ροπής προς συσσώρευση εμπειριών και γνώσεων, οι οποίες ενδέχεται και να μην είναι άμεσα αποδοτικές στη σχολική αγορά.

Στην πραγματικότητα, η τάση της καλλιεργημένης διάθεσης προς καθολίκευση είναι απλώς η προϋπόθεση που επιτρέπει την επιχείρηση πολιτισμικής ιδιοποίησης, η οποία είναι εγγεγραμμένη ως αντικειμενική απαίτηση τόσο στο γεγονός του ανήκειν στην αστική τάξη όσο και στους τίτλους που διανοίγουν πρόσβαση στα δικαιώματα και στα καθήκοντα της αστικής τάξης. Γι' αυτό και πρέπει πρώτα να σταματήσουμε σε ένα αποτέλεσμα του σχολικού θεσμού που φαίνεται να είναι καλύτερα κρυμμένο, εκείνο το οποίο παράγει η επιβολή τίτλων, ιδιαίτερη περίπτωση του αποτελέσματος καταστατικής απονομής ιδιοτήτων, θετικής (εξευγενισμός) ή αρνητικής (στιγματισμός), το οποίο όλες οι ομάδες παράγουν όταν κατατάσσουν τα άτομα σε ιεραρχημένες τάξεις*. [...] 

(Pierre Bourdieu, Η Διάκριση, Πατάκης, Αθήνα, 2002
*Οι υπογραμμίσεις δικές μου - Δ.Λ.)