Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

Οικονομικές ανισότητες και συνδικαλιστική συμμετοχή (ΗΠΑ, 1917-2017)

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση για την Ανισότητα του 2022, οι ανισότητες έχουν εκτοξευτεί τα τελευταία 40 χρόνια, με το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού στον πλανήτη να κατέχει από το 60 έως 80% περίπου του παγκόσμιου πλούτου, την ίδια στιγμή που το φτωχότερο μισό κατέχει λιγότερο από το 5%. Στη χώρα με το υψηλότερο ΑΕΠ στον κόσμο, τις ΗΠΑ, οι περισσότεροι/ες εργαζόμενοι/ες περνούν, σήμερα, κατά μέσο όρο 11 τοις εκατό περισσότερο χρόνο στην εργασία τους προκειμένου να κερδίσουν τον ίδιο μισθό που κέρδιζαν πριν από περίπου 20 χρόνια. Ταυτόχρονα, ο συντελεστής Gini [1] βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, καταγράφοντας μια άνοδο ρεκόρ από το 0,38 στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στο 0,49 το 2021 (βλ. εδώ).

Αν και οι βαθύτερες αιτίες έκρηξης αυτών των ανισοτήτων είναι πολλές, η διάβρωση της διαπραγματευτικής δύναμης των συνδικαλιστικών ενώσεων, ειδικά από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην όξυνση του φαινομένου, όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία από το Economic Policy Institute (βλ. επίσης εδώ). Το παρακάτω γράφημα, που καταγράφει ιστορικά την εξέλιξη της σχέσης μεταξύ συνδικαλιστικής συμμετοχής και εισοδηματικής ανισότητας, είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο συνδέονται τα δυο φαινόμενα στην κοινωνία των ΗΠΑ σε έναν χρονικό ορίζοντα που αγγίζει έναν αιώνα.

Πηγή: Economic Policy Institute | Επεξεργασία: Δ. Λ.

Ειδικά από τη δεκαετία του 1940 κι έπειτα, όσο πιο ισχυρή είναι η διαπραγματευτική δύναμη των συνδικαλιστικών οργανώσεων μέσα από την υψηλή συμμετοχή εργαζομένων, τόσο μειώνεται το μερίδιο εισοδήματος του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού, ενώ αργότερα, μετά τη δεκαετία του 1960, όσο πιο αδύναμες είναι οι συλλογικές μορφές διεκδίκησης, μέσα από την οργάνωση και τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές ενώσεις, τόσο αυξάνεται το μερίδιο εισοδήματος που καρπώνεται το πλουσιότερο 10%. (Ο συντελεστής κατάταξης του Spearman αποκαλύπτει για την περίοδο αυτή μια ισχυρά αρνητική σχέση μεταξύ των δύο παραγόντων: r(76) = - .87, p = .001. Βλ. εδώ).

Μπορεί οι διεκδικήσεις, μέσα από συλλογικές μορφές οργάνωσης όπως οι συνδικαλιστικές ενώσεις, να είναι σε θέση να επιφέρουν, σωρευτικά, επιπτώσεις όχι μόνο στους μισθούς όσων εργαζομένων συμμετέχουν σε αυτές, αλλά και στους μισθούς των μη συνδικαλισμένων εργαζομένων, η συμμετοχή ωστόσο σε συνδικαλιστικές οργανώσεις παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπως δείχνουν τα στοιχεία από την ίδια πηγή: 

Πηγή: Economic Policy Institute | Επεξεργασία: Δ. Λ.

Από την άλλη πλευρά, κατά την πάροδο αυτών των τελευταίων 100 ετών, τα χαρακτηριστικά συμμετοχής των εργαζομένων στις συνδικαλιστικές ενώσεις έχουν διαφοροποιηθεί όχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά. Παρότι στο παρελθόν, οι εργαζόμενοι που παραδοσιακά οργανώνονταν σε συνδικάτα στις ΗΠΑ ήταν στην πλειοψηφία τους λευκοί άνδρες και κυρίως ειδικευμένοι τεχνίτες, πλέον τα δύο τρίτα περίπου (65,4 τοις εκατό) των εργαζομένων ηλικίας 18 έως 64 ετών που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις είναι γυναίκες ή/και έγχρωμοι. Σήμερα, οι έγχρωμοι/ες εργαζόμενοι/ες είναι πιο πιθανό να εκπροσωπούνται από κάποια συνδικαλιστική οργάνωση έναντι των λευκών (το 14,5 τοις εκατό των έγχρωμων εργαζομένων ηλικίας 18 έως 64 ετών καλύπτονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, σε σύγκριση με το 12,5 τοις εκατό των λευκών εργαζομένων και το 10,1 τοις εκατό των ισπανόφωνων εργαζομένων).

Με την τάση συγκεντροποίησης των μέσων παραγωγής μεταξύ λίγων εταιρειών παγκόσμια -μια ανισότητα που αποτυπώνει τη συγκεντρωμένη δύναμη του Κεφαλαίου σήμερα [2]- να συνεχίζεται από τη μια πλευρά και τη συλλογική δύναμη των συνδικαλιστικών ενώσεων, από την άλλη πλευρά, να πνέει τα λοίσθια έπειτα από μια περίοδο βαθιάς και μακροχρόνιας κρίσης (εξαιτίας, ενδεικτικά εδώ, όχι μόνο αντι-συνδικαλιστικών νομοθετικών ρυθμίσεων που υιοθετήθηκαν από διάφορες Πολιτείες [3] ή ευρύτερων δομικών αλλαγών όπως η αποβιομηχάνιση, αλλά και εξαιτίας της ίδιας της τάσης γραφειοκρατικοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος και της αναπαραγωγής φυλετικών και έμφυλων διακρίσεων στους κόλπους του), η διόγκωση των οικονομικών ανισοτήτων σωρεύει ένα εκρηκτικό μείγμα στις προθήκες της αμερικανικής, αλλά και δυτικής κοινωνίας ευρύτερα αφού ο θεσμός του συνδικαλισμού αποτέλεσε στήριγμα της τριακονταετούς οικονομικής ανάπτυξης (1950-1970) και βασικό πυλώνα, ειδικά στην Ευρώπη, του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου.  

 

Σημειώσεις:

[1] Ο δείκτης που χρησιμοποιείται, συνήθως, για τη μέτρηση της ανισότητας σε μια οικονομία είναι ο δείκτης Gini. Ο μηδενικός συντελεστής Gini εκφράζει την τέλεια ισότητα (όταν για παράδειγμα, σε μια οικονομία όλοι/ες διαθέτουν το ίδιο εισόδημα). Όταν ο συντελεστής Gini αγγίξει τη μονάδα (ή το 100%) τότε δηλώνεται η μέγιστη ανισότητα μεταξύ των τιμών (όταν για παράδειγμα ένα και μόνο άτομο σε μια οικονομία διαθέτει όλο το διαθέσιμο εισόδημα). (Βλ. σχετικά τις αναφορές εδώ).

[2] St.Vitali, J. B. Glattfelder, St. Battiston, The Network of Global Corporate Control Βλ. επίσης εδώ.

[3] G. Lafer, The Legislative Attack on American Wages and Labor Standards, 2011-2012, Economic Policy Institute, October 31, 2013. Βλ. εδώ και εδώ.