Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Ένα παράδειγμα εφαρμογής της "κοινωνιολογικής φαντασίας"

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος μέσα στην οικογένειά μας είναι άνεργος ή ότι ο μεγαλύτερος αδελφός μας απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Σε αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μας προσπαθούμε να δώσουμε μια εξήγηση, μια ερμηνεία. Συνήθως καταφεύγουμε αβασάνιστα σε ερμηνείες κοινότοπες ή ψάχνουμε κάποιον άλλο για να επιρρίψουμε τις ευθύνες γι’ αυτά που μας συμβαίνουν, αναζητούμε δηλαδή αποδιοπομπαίους τράγους*: «Είμαι άνεργος και δε βρίσκω δουλειά εξαιτίας όλων αυτών των μεταναστών που βρίσκονται στη πατρίδα μου». Από τη στιγμή που αρχίζουμε να σκεφτόμαστε γύρω από ένα θέμα που μας απασχολεί προσωπικά (είτε απασχολεί κάποιο φίλο ή κάποιο μέλος της οικογένειάς μας), έχουμε αρχίσει να σκεφτόμαστε θεωρητικά.

Η θεωρία συνιστά απόπειρα να εξηγήσουμε την καθημερινή μας εμπειρία με όρους που δε μας είναι τόσο οικείοι, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για τις πράξεις άλλων ανθρώπων ή για τις εμπειρίες μας από το παρελθόν ή για καταπιεσμένα συναισθήματά μας» (Ι. Craib, 2000:18). Συζητώντας το θέμα με άλλους φίλους ή με συγγενικά πρόσωπα μπορούμε να συσχετίσουμε την ανεργία με κάποια επαγγέλματα ή με κάποιες ηλικίες.

Ίσως ακόμη συνειδητοποιήσουμε ότι χρειάζεται να αποκτήσουμε περισσότερες γνώσεις ή δεξιότητες για να βρούμε δουλειά. Μπορούμε επίσης να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο· για παράδειγμα, να συνδέσουμε την ανεργία με το ευρύτερο ευρωπαϊκό κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο. Η σύνδεση αυτή όμως δε σχετίζεται άμεσα με την προσωπική μας εμπειρία, δηλαδή δεν μπορεί να διαπιστωθεί άμεσα. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στηριζόμαστε σε έννοιες που δεν έχουν άμεση σχέση μόνο με τη δική μας περίπτωση. Αξιοποιούμε λοιπόν την κοινωνική θεωρία, για να εξηγήσουμε και να κατανοήσουμε μια εμπειρία μας με βάση άλλες εμπειρίες, αλλά και γενικές ιδέες για τον κόσμο γύρω μας. Έτσι συνδέουμε την κοινωνική θεωρία με τη βιωματική εμπειρία.
(Κοινωνιολογία Γ Λυκείου - 1.2.1 Ένα παράδειγμα εφαρμογής της
«κοινωνιολογικής φαντασίας» σελ. 15-16
Credits: Ευαγγελία Βενιέρη)

Αρχές Οικονομικής Θεωρίας - Βιβλίο Μαθητή


Αρχές Οικονομικής Θεωρίας - Βιβλίο Μαθητή (pdf)

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Η έννοια του ιδεότυπου στο έργο του Max Weber




Το κύριο μεθοδολογικό εργαλείο του Βέμπερ είναι ο ιδεότυπος:


Οι ιδεατοί τύποι είναι έννοιες που χρησιμοποιούμε για να συνδεθούμε με την κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα, για να εξετάσουμε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα ή μια πορεία δράσης.

Είναι «ευρετικές» έννοιες. Ο σύνθετος χαρακτήρας της κοινωνικής πραγματικότητας δεν μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε εξαντλητικά τα φαινόμενα.

Με τους ιδεατούς τύπους επιχειρούμε να συλλάβουμε τα κοινωνικά φαινόμενα με μια λογικά συνεκτική μορφή.

Ο ιδεότυπος είναι μια νοητή κατασκευή, η οποία συγκεντρώνει σε καθαρή μορφή και με εσωτερική συνοχή βασικά γνωρίσματα ενός φαινομένου (π.χ.Γραφειοκρατία,ο έλλογος καπιταλισμός, η καπιταλιστική οικονομική πράξη, ιδεότυποι της κοινωνικής πράξης, ιδεότυποι εξουσίας). 

Ο ιδεότυπος αποσκοπεί στην κατανόηση των πιο σημαντικών όψεων της εμπειρικής πραγματικότητας.

Η διατύπωση υποθέσεων σχετικά με την ύπαρξη αιτιωδών σχέσεων μεταξύ των στοιχείων που αποτελούν την εμπειρική πραγματικότητα δεν έχει αξίωση γενίκευσης και απολυτότητας.
Δημήτρης Λάλλας 

Κοινωνιολογία Γ Λυκείου - Κεφάλαιο 1 (Max Weber)

Τα κοινωνικά γεγονότα ως "πράγματα"...

Émile Durkheim 1858-1917



Στους Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου, ο Ντυρκέμ υποστήριξε ότι το κύριο αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, το οποίο της έδινε έναν επιστημονικό χαρακτήρα, ήταν η μελέτη των κοινωνικών γεγονότων. Aυτά ορίζονται ως τρόποι πράξης, σκέψεων και αισθημάτων που επιβάλλονται εξωτερικά και καταναγκαστικά στο άτομο από την κοινωνία. Τα κοινωνικά γεγονότα έπρεπε να μελετώνται ως πράγματα, μια μελέτη που ευνοούσε την εμπειρική και όχι τη φιλοσοφική μέθοδο. Ως πράγματα κατανοούνταν ότι υπήρχαν ανεξάρτητα από το άτομα και την ψυχολογία τους. Έτσι, η Κοινωνιολογία ξεχώριζε όχι μόνο από τη Φιλοσοφία, αλλά και από την Ψυχολογία. Τα κοινωνικά γεγονότα διακρίνονταν σε υλικά γεγονότα, όπως η κοινωνία, η Εκκλησία, το κράτος, σι τρόποι επικοινωνίας, και σε μη υλικά γεγονότα, όπως η ηθικότητα, η συλλογική συνείδηση, οι συλλογικές αναπαραστάσεις, κτλ.


«Πώς συμβαίνει, ενώ το άτομο γίνεται όλο και πιο αυτόνομο, να εξαρτάται όλο και πιο στενά από την κοινωνία». (Για τον Καταμερισμό της Εργασίας στην Κοινωνία). Πάνω στο ερώτημα αυτό, που επικεντρώνεται στο δεσμό του ατόμου με την κοινωνία και στην ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης, ο Ντυρκέμ αναπτύσσει τη θεωρία του.

Αναδημοσίευση: sciencearchives.wordpress.com


Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Στην αρχαία ελληνική κοινωνία οι δούλοι αποτελούσαν τάξη;

"Το ερώτημα είναι λιγότερο τετριμμένο από ότι μοιάζει και για να το θέσει με τη μορφή αυτή ο ιστορικός της αρχαίας Ελλάδας πρέπει να κάνει κάποιες διευκρινήσεις. […]

1. Μια τάξη είναι μια ομάδα ανθρώπων, που κατέχουν μια ξεκάθαρη θέση στην κοινωνική κλίμακα. Αυτό είναι που εκφράζουμε στην καθομιλουμένη όταν μιλάμε για “μεγάλη αστική τάξη” ή για τη “μικροαστική τάξη”, για τους υποτιθέμενους “μεσοαστούς” ή για τις “κατώτερες τάξεις”. […]

2. Μια τάξη κατέχει μια συγκεκριμένη θέση στις σχέσεις παραγωγής· αυτή είναι η πιο σημαντική συνεισφορά του μαρξισμού και είναι περιττό να επιμείνουμε σε αυτό.

3. Μια κοινωνική τάξη, τέλος, προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση κοινών συμφερόντων, τη χρησιμοποίηση μιας κοινής γλώσσας και μια κοινή δράση στο κοινωνικό και πολιτικό παιχνίδι. Και αυτό επίσης το οφείλουμε στον Μαρξ και θα θυμίσω επίσης την περίφημη σελίδα της 18ης Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη σχετικά με τους γάλλους μικροκαλλιεργητές αγρότες, “πελώρια μάζα της οποίας τα μέλη ζουν όλα στην ίδια κατάσταση χωρίς όμως να συνδέονται μεταξύ τους με σύνθετες σχέσεις” και είναι πασίγνωστο το συμπέρασμα του Μαρξ που παίζει και με τις δυο δυνατές σημασίες της λέξης “τάξη”: “στο μέτρο που εκατομμύρια αγροτικές οικογένειες ζουν σε οικονομικές συνθήκες που ξεχωρίζουν και αντιπαραθέτουν τον τρόπο ζωής τους, τα συμφέροντα και τον πολιτισμό τους από αυτά άλλων κοινωνικών τάξεων, αποτελούν τάξη. Στο μέτρο όμως, που ανάμεσα στους αγρότες μικροκαλλιεργητές δεν υπάρχει παρά μια τοπική αλληλεγγύη και όπου η ταυτότητα των συμφερόντων τους δε δημιουργεί μεταξύ τους καμία κοινότητα, κανένα εθνικό σύνδεσμο ούτε κάποια πολιτική οργάνωση, δεν αποτελούν τάξη”.

[...]

Στην Αθήνα βασιλεύει μια μεγάλη απλότητα που τη γνωρίζουν όσοι έχουν κάνει ιστορία στο σχολείο. Υπάρχει ο πολίτης, ο μέτοικος και ο δούλος και φυσικά οι διακρίσεις ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο και θα πρόσθετα τις διακρίσεις ανάμεσα στις ηλικίες, αφού το αθηναϊκό “πολίτευμα” αντιπαραθέτει τους “νέους” και τους “γέρους”. Είναι προφανές ότι μέσα στον κόσμο των δούλων υπάρχουν τεράστιες διαφορές. Δεν είναι το ίδιο πράγμα να είσαι χωροφύλακας, υπάλληλος ή μεταλλωρύχος, να κρατάς ένα μαγαζί ή να είσαι αγροτικός εργάτης. Στο δικαιακό επίπεδο όμως, οι διαφορές αυτές, τουλάχιστον κατά τον πέμπτο αιώνα, δε μετρούν και πάρα πολύ. Η καλύτερη απόδειξη μπορεί να βρεθεί στην εμπειρία που είχαν περισσότεροι από ένας Αθηναίοι. Έστω ότι κάποιος δηλώνει πως είναι πολίτης και η ιδιότητά του αυτή αμφισβητείται· θα περάσει πρώτα από δίκη μπροστά στη συνέλευση του δήμου. Αν αυτή αποφασίσει πως δεν είναι πολίτης, θα υποβιβαστεί στην κατάσταση του μετοίκου, διατηρώντας έτσι την ατομική του ελευθερία· μπορεί όμως να μην αποδεχτεί αυτήν την απόφαση και με τη διαδικασία της εφέσεως να κινήσει νέα διαδικασία στο λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας. Αν χάσει και τη νέα δίκη θα πωληθεί σαν δούλος. Αντίστροφα, ένας δούλος που γίνεται απελεύθερος πριν μπορέσει να αποβλέψει στον τίτλο του πολίτη, θα περιοριστεί –αυτή είναι κανονικά η μοίρα ενός απελεύθερου– στην ιδιότητα του μετοίκου".
 
 (Pierre Vidal-Naquet, Ο Μαύρος Κυνηγός, Λιβάνης, Αθήνα, 1983)

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Οι κοινωνικές επιστήμες και η σχέση τους με τη στατιστική ή Émile Durkheim vs Adolphe Quetelet



Εμίλ Ντυρκέμ 1858-1917
Από τη δεκαετία του 1830 οι κοινωνικές επιστήμες χρησιμοποιούν ευρέως στατιστικές μεθόδους προκειμένου να συγκροτήσουν επιχειρήματα και αποδείξεις. Αυτή η μαζική χρήση της στατιστικής θέτει δυο διακριτές ερωτήσεις: για ποιο σκοπό; (για να αποδειχθεί τι;) και με ποιον τρόπο; (ποια εργαλεία, ποια ρητορικά σχήματα;). […] Τον 19ο αιώνα τα στατιστικά επιχειρήματα χρησιμεύουν κυρίως για να προσδώσουν ισχύ σε μακροκοινωνικές ολότητες, ανατρέχοντας σε μέσες τιμές στην προοπτική που είχε διανοίξει η προσέγγιση του Quetelet […]. 

Ο στατιστικός μέσος τύπος και η χρονική του κανονικότητα χρησιμοποιούνται ευρέως από τον Durkheim για να στηρίξουν την ύπαρξη ενός συλλογικού τύπου εξωτερικού προς τα άτομα, τουλάχιστον στα δυο πρώτα του βιβλία: Περί του καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας (1893) και Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου (1894). Αντίθετα, στην Αυτοκτονία (1897) κρατάει απόσταση από τον μέσο τύπο του Quetelet, διακρίνοντας ευκρινώς το συλλογικό τύπο. Αυτή η αλλαγή γλώσσας μπορεί να συνδέεται με τις διαφορετικές κατασκευές στις οποίες αναφέρει το μέσο άνθρωπο να εμφανίζεται σε καθεμία από τις τρεις περιπτώσεις: στα αποτελέσματα της κληρονομικότητας και στο Περί του καταμερισμού, στον ορισμό του φυσιολογικού και του παθολογικού στους Κανόνες και στην ερμηνεία ενός στατιστικά σπάνιου γεγονότος στην Αυτοκτονία.
Το 1893, σε μια συζήτηση για το σχετικό βάρος της κληρονομικότητας και του κοινωνικού περιβάλλοντος (σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Galton), επιμένει στη σταθερότητα του μέσου τύπου, τα χαρακτηριστικά του οποίου μεταβιβάζονται με την κληρονομικότητα, ενώ τα ατομικά χαρακτηριστικά είναι εφήμερα και παροδικά: 

Ο μέσος τύπος μιας φυσικής ομάδας είναι αυτός που αντιστοιχεί στις συνθήκες της μέσης ζωής, κατά συνέπεια στις πιο συνηθισμένες. Εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα είναι προσαρμοσμένα σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε το μέσο, τόσο φυσικό όσο κοινωνικό, όπου ζει ο πιο μεγάλος αριθμός. Αυτές οι μέσες συνθήκες ήταν πιο συχνές στο παρελθόν για τον ίδιο λόγο που είναι οι πιο γενικές στο παρόν· είναι αυτές λοιπόν όπου βρισκόταν το μεγαλύτερο μέρος των προγόνων μας. Είναι αλήθεια ότι με τον καιρό μπόρεσαν να αλλάξουν· αλλά γενικά δεν αλλάζουν παρά μόνο αργά. Ο μέσος τύπος παραμένει λοιπόν αισθητά ο ίδιος για πολύ καιρό. Στη συνέχεια, είναι αυτός που επαναλαμβάνεται συχνότερα και με τον πιο ομοιόμορφο τρόπο κατά τη σειρά των προηγούμενων γενεών, τουλάχιστον εκείνων που είναι αρκετά κοντινές, ώστε να γίνει ουσιαστικά αισθητή η επίδρασή τους. Χάρη σε αυτήν τη σταθερότητα, αυτός αποκτά μονιμότητα, που τον καθιστά το κέντρο βάρους της κληρονομικής επιρροής. (Durkheim, De la division du travail social, σσ. 314-315)

Δίνει έτσι για το μέσο τύπο και τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την ομάδα, ως μια συλλογικότητα που διακρίνεται από τα μέλη της, μια ερμηνεία δαρβινικής υφής, λιγότερο εμφανή στα μεταγενέστερα έργα του (αλλά συχνή στον Halbwachs). Στους Κανόνες, το 1894, επιδιώκει να ορίσει την κανονικότητα, σε αντιδιαστολή με το παθολογικό. Εξομοιώνει το φυσιολογικό με το μέσο τύπο «προτύπου υγείας», που συγχέεται με τον «τύπο του γένους». Σε αυτό το απόσπασμα μετράμε μέχρι ποιου σημείου η ρητορική του Quetelet έχει διαπεράσει τις κοινωνικές επιστήμες του 19ου αιώνα:

Θα ονομάζουμε φυσιολογικά τα γεγονότα που παρουσιάζουν τις πιο γενικές μορφές και θα δώσουμε στα άλλα το όνομα των νοσηρών ή παθολογικών. Αν συμφωνήσουμε να ονομάσουμε μέσο τύπο το σχηματικό ον, που θα το συγκροτούσαμε συνενώνοντας σε ένα ίδιο όλον, σε ένα είδος αφηρημένης ατομικότητας, τους χαρακτήρες που είναι πιο συχνοί στο είδος με τις μορφές τους που εμφανίζονται πιο συχνά, θα μπορούμε να πούμε ότι ο φυσιολογικός τύπος συγχέεται με το μέσο τύπο και κάθε απόκλιση από αυτό το πρότυπο της υγείας είναι ένα νοσηρό φαινόμενο. Είναι αλήθεια ότι ο μέσος τύπος δε θα μπορούσε να προσδιορίζεται με την ίδια ευκρίνεια από ό,τι ένας ατομικός τύπος, αφού τα συστατικά χαρακτηριστικά του δεν είναι απολύτως παγιωμένα, αλλά είναι επιδεκτικά μεταβολής. Το ότι όμως μπορεί να συγκροτηθεί δε θα μπορούσε ποτέ να το αμφισβητήσουμε, αφού είναι η άμεση ύλη της επιστήμης· γιατί συγχέεται με τον τύπο του γένους. Αυτό που ο φυσιολογικός μελετά είναι οι λειτουργίες του μέσου οργανισμού, ενώ το ίδιο ισχύει για τον κοινωνιολόγο. (Durkheim, Les règles de la méthode sociologique, σ. 56)

Αδόλφος Κετλέ 1796-1874
Τρία χρόνια αργότερα, στην Αυτοκτονία, η θέση του για τον μέσο άνθρωπο και τις κανονικότητες έχει αλλάξει εντελώς. Στα δυο προηγούμενα έργα του είχε επικαλεστεί τη σταθερότητα του μέσου τύπου, αντιτιθέμενη στη μεταβλητότητα των ατομικών περιπτώσεων, για να θεμελιώσει την ολιστική του θέση […] σύμφωνα με την οποία το όλον είναι εξωτερικό και προγενέστερο από τα άτομα. Στην Αυτοκτονία, αντίθετα ο στατιστικός μέσος επαναπατρίζεται στον κόσμο του μεθοδολογικού ατομισμού, ενώ ο συλλογικός τύπος δεν εξομοιώνεται πλέον με τον «μέσο τύπο». Η ρητορική του Quetelet παράγει πλέον έναν υποδεέστερο ολισμό: ο στατιστικός μέσος άνθρωπος δεν είναι πολλές φορές παρά κάποιος αξιοκαταφρόνητος, που δε θέλει να πληρώσει τους φόρους του, ούτε να πάει στον πόλεμο. Δεν είναι ένας καλός πολίτης. Έτσι, παρουσιάζεται ίσως για πρώτη φορά καθαρά η διάσταση μεταξύ δυο λόγων (discours) ετερογενών με θέμα τη στήριξη που μπορούν να βρουν οι κοινωνικές επιστήμες στη στατιστική. Για τον έναν [Quetelet] προσφέρουν αδιάσειστες αποδείξεις. Για τον άλλον [Durkheim] παρακάμπτουν το ουσιαστικό. Το παράδοξο εδώ είναι πως η Αυτοκτονία, έργο που γενικά θεωρείται θεμελιώδες της ποσοτικής κοινωνιολογίας (και μάλιστα λόγω της μαζικής χρήσης της στατιστικής για τα αίτια θανάτων), εμπεριέχει επίσης μιας ριζική καταδίκη της ολιστικής ερμηνείας του μέσου τύπου του Quetelet, και επομένως και των ίδιων των στατιστικών μεθόδων.   

(Alain Desrosières, Η Πολιτική των Μεγάλων Αριθμών, μτφρ. Ηλίας Αθανασιάδης, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005, σσ. 117-119 [Σε ορισμένα σημεία η μετάφραση έχει τροποποιηθεί, οι υπογραμμίσεις με bold είναι δικές μου – Δ.Λ.])