Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Alain Desrosières. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Alain Desrosières. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Η γαλλική οδός στην ανάλυση δεδομένων (data analysis): 1. Η χρήση της λογιστικής παλινδρόμησης

Το παρακάτω απόσπασμα, το πρώτο μέρος του οποίου δημοσιεύεται παρακάτω (για το δεύτερο μέρος βλ. εδώ) και συζητήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος μεθοδολογίας, προέρχεται από το 9ο κεφάλαιο του βιβλίου του Alain Desrosières, Pour une sociologie historique de la quantification, Παρίσι, Presses des Mines, 2008 και ρίχνει φως πάνω στις διαφορές μεταξύ της αγγλοσαξονικής και της γαλλικής σχολής ανάλυσης δεδομένων στις κοινωνικές επιστήμες. [Η επιλογή του αποσπάσματος, η μετάφραση, καθώς και οι υποσημειώσεις με αστερίσκο είναι δικές μου. Ευχαριστώ τον Bernard Galland για τις βοηθητικές παρατηρήσεις επί του κειμένου - Δ. Λ.]. 

Ι. Η υβριδοποίηση των εργαλείων και η λήθη των καταβολών τους

 

[…] Η λογιστική παλινδρόμηση αποτελεί προέκταση και συστηματοποίηση της παλαιάς ιδέας «εξάλειψης των δομικών επιδράσεων» ή «απόκρυψης μιας μεταβλητής από μια άλλη». Το ζήτημα αυτό το είχε αντιμετωπίσει ο Udny Yule, στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα από την πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση και τη μερική συσχέτιση [*]. Το πρόβλημα που ανακύπτει ωστόσο, στην περίπτωση της κοινωνιολογίας, είναι πως οι μεταβλητές, την επίδραση των οποίων η επιστήμη αυτή θέλει να αναλύσει, είναι συχνά κατηγορικές, δηλαδή αποτελούνται από κατηγορίες ισοδυναμίας […]. Τα μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης (τύπου LOGIT) επιτρέπουν τη χρήση κλασικών τύπων γραμμικής παλινδρόμησης με ad hoc λογαριθμικούς μετασχηματισμούς. Κάτι τέτοιο, όμως, μας γυρίζει πίσω στην κατάσταση των φυσικών επιστημών όπου, όπως και με τα αγρονομικά πειράματα του Fisher, γίνεται διάκριση της "καθαρής επίδρασης" των μεταβλητών εκείνων που συμπεριφέρονται ομοιογενώς σε ολόκληρο τον προς μελέτη χώρο. Η ιδέα ότι οι νόμοι και τα αποτελέσματά τους είναι μεταφερόμενα και αναπαράξιμα, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται ceteris paribus οι ίδιες συνθήκες, υπολανθάνει σε αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισης των κοινωνιολογικών μεταβλητών και πηγάζει από τις φυσικές επιστήμες. 
 
 
Δεν πρόκειται εδώ να ασκήσουμε κριτική στον τρόπο με τον οποίο αυτή έχει χρησιμοποιηθεί, κάτι που εξάλλου έχει ήδη γίνει πολλές φορές από Γερμανούς ιστορικούς οικονομολόγους του δέκατου ένατου αιώνα -όπως επίσης από τους Simiand, Halbwachs και, πιο πρόσφατα, από τον Passeron (1991), ο οποίος διεκδικεί για την κοινωνιολογία, τη δυνατότητα ενός «μη-Ποπεριανού χώρου για στοχασμό», βασισμένο στην ιστορικότητα των ανθρώπινων κοινωνιών. Παρόλα αυτά, αυτή η απαραίτητη ιστορικοποίηση με τη χρήση στατιστικών μεθόδων ουδέποτε εφαρμόστηκε από τον Passeron στην κοινωνιολογία. «Ιστορικοποίηση» θα μπορούσε να σημαίνει τη μελέτη, σε ένα δεδομένο ιστορικό πλαίσιο, της συνοχής, τυπικής και κοινωνικής, και της συγκεκριμένης αποτελεσματικότητας ενός συνόλου ορισμών, πινάκων, γραφημάτων και υπολογισμών. Αυτές οι διευθετήσεις μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο αν ενταχθούν σε ένα μεγαλύτερο δίκτυο επιχειρηματολογίας και δράσης, όχι απλώς ως επιπρόσθετη γνώση, αλλά ως προσθήκη ενός λίθου στο οικοδόμημα της επιστήμης. Ας δούμε ένα παράδειγμα: η εξάλειψη των δομικών επιπτώσεων εφαρμόζεται και συζητιέται τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1920. Ο Simiand είχε διατυπώσει μια σημαντική κριτική πάνω στο ζήτημα αυτό: «Αυτή η μέθοδος οδηγεί στη μελέτη και σύγκριση μεταξύ της συμπεριφοράς ενός ταράνδου στη Σαχάρα και μιας καμήλας στον Βόρειο Πόλο» [4].
 
Αυτό το αστείο υιοθετείται συχνά, ως τις μέρες μας, από αυτούς που θέλουν να επικρίνουν όσους υιοθετούν τα μοντέλα των φυσικών επιστημών στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ωστόσο, από το 1980 και μετά αυτή η εξάλειψη της επίπτωσης των δομών έχει προχωρήσει σε βάθος και έχει εξελιχθεί σημαντικά με τη χρήση μοντέλων λογιστικής παλινδρόμησης, τα οποία επιτρέπουν το διαχωρισμό και τη λεπτομερή ποσοτικοποίηση της «πραγματικής επίδρασης» που ασκούν οι διάφορες «ανεξάρτητες» μεταβλητές. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι τόσο αν έχουν δίκιο ή άδικο όσοι χρησιμοποιούν αυτά τα μοντέλα, όσο το γιατί τα χρησιμοποιούν. Πώς ενσωματώνεται η λογιστική παλινδρόμηση σε μια ευρύτερη αλυσίδα επιχειρημάτων, όπου μπορεί κανείς να εικάσει πως η κρίση και η δράση (και όχι η περιγραφή) αποκτούν κεντρική θέση; Οι συζητήσεις των επιστημολόγων περιστρέφονται γύρω από το τι χρειάζεται προκειμένου να κάνει κανείς «αληθινή επιστήμη», ενώ αυτές των κοινωνιολόγων της επιστήμης είναι διαφορετικές. Επικεντρώνονται στο τι κάνουν οι επιστήμονες, στα αντικείμενα που κατασκευάζουν και στα γιατί -χωρίς πρώτα να προσπαθήσουν να διαχωρίσουν την ήρα από το στάρι.
 
 
Το μοντέλο της λογιστικής παλινδρόμησης είναι υβριδικό επειδή χρησιμοποιεί τις λεγόμενες κατηγορικές μεταβλητές διαχωρίζει, δηλαδή, εξαντλητικά το χώρο σε ασύνδετες μεταξύ τους κατηγορίες. Οι δρώντες στο θέατρο του μοντέλου αυτού είναι οι μεταβλητές: αυτές είναι που δρουν και επιδρούν, είτε ξεκάθαρα είτε με τρόπο θολό έναντι ανταγωνιστικών μεταβλητών. Στις εκθέσεις, αποτελούν τα υποκείμενα των ρημάτων και, ως εκ τούτου, σχετίζονται με τη γλώσσα των φυσικών επιστημών. Ωστόσο, αντί να αντικατοπτρίζουν μέτρα συγκροτούν ταξινομήσεις διαμορφωμένες κατά τα πρότυπα των νομικών και πολιτικών επιστημών. Οι ταξινομήσεις όμως δε μιλούν από μόνες τους, αλλά αφήνουν το λόγο σε μεταβλητές όπως το φύλο, η ηλικία, η εκπαίδευση, το εισόδημα, η κοινωνικο-επαγγελματική κατηγορία (ΚΕΚ), η περιοχή, το μέγεθος κοινότητας. Όσοι, κατά το πρότυπο του Karl Pearson και της βιομετρίας του, έλκονται περισσότερο από τα μοντέλα των φυσικών επιστημών, ενοχλούνται από τη χρήση αυτών των ασυνεχών μεταβλητών. Γιατί την ηλικία και το εισόδημα ενδεχομένως να μπορούμε να τις επαναπατρίσουμε, με αυστηρότητα, στο στρατόπεδο των «πραγματικών» μεταβλητών, οι υπόλοιπες όμως [5] είναι πάντα λίγο ύποπτες για αυθαιρεσία και για «τυπικότητα»: Τι θα συνέβαινε αν αλλάζαμε απλώς την ονοματολογία;
 
Η καρδιά, πάντως, αυτών των μεθόδων παραμένει το ζήτημα της επίπτωσης ορισμένων μεταβλητών πάνω σε άλλες. Το ζήτημα αυτό αποκτά νόημα μόνο υπό μια προοπτική δράσης και μεταμόρφωσης του κόσμου. Πώς πρέπει να δράσουμε προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός; Η μεταβλητή εμπεριέχει, λοιπόν, έναν σκοπό (έναν κοινωνικό δείκτη, ένα κριτήριο σύγκλισης που καθορίζεται από μια συνθήκη) ή ένα μέσο δράσης γενικής εμβέλειας. Η μεταβλητή είναι φτιαγμένη με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι εγγεγραμμένη στην προμετωπίδα του πίνακα ελέγχου του ανθρώπου της δράσης. Οι κοινωνικές επιστήμες είναι εφαρμοσμένες πειραματικές επιστήμες. Πρέπει όμως να συμβιβαστούν με τις κατηγορίες ισοδυναμίας που παράγονται ιστορικά από το κράτος δικαίου: με διοικητικές, μισθολογικές, εκπαιδευτικές, οικογενειακές, φορολογικές κατηγορίες (διαφορετικές από χώρα σε χώρα -δυστυχώς για την κατασκευή των ευρωπαϊκών στατιστικών). Αυτός είναι ο λόγος που στοχαστές, από τον Simiand έως τον Passeron, που άσκησαν κριτική σε αυτές τις μεθόδους, απέτυχαν εν μέρει το σκοπό τους και δεν κατάφεραν να έχουν κανένα αποτέλεσμα. Επιτέθηκαν μόνο στη γνωστική διάσταση αυτών των μεθόδων, αντί να περιγράψουν τις χρήσεις και τις κοινωνικές τους επιδράσεις, οι οποίες είναι κατανοητές μόνο σε μια ευρύτερη κοινωνιολογική οπτική μέσων, τα οποία διαθέτει μια κοινωνία προκειμένου να αναπαραστήσει τον εαυτό της και να δράσει.
 

Σημειώσεις:

 
[*] Η μερική συσχέτιση (partial correlation) χρησιμοποιείται στην εξέταση της αλληλεπίδρασης δύο μεταβλητών, ελέγχοντας συγχρόνως την επίδραση μιας τρίτης μεταβλητής.

[4] Αυτή η κριτική για την «εξάλειψη των δομικών επιδράσεων», όπως συχνά αναφέρεται, αποδίδεται στον François Simiand από τον φίλο του Maurice Halbwachs, στο « La statistique en sociologie », που γράφτηκε το 1935 και δημοσιεύτηκε το 1944 στο Centre international de synthèse, La statistique. Ses applications. Les problèmes qu’elles soulèvent, Παρίσι, Puf, σσ. 113-160). Αυτό το απόσπασμα από τον F. Simiand είναι, σύμφωνα με τον Olivier Martin, ("Statistical reason and sociological reason in Maurice Halbwachs", Revue d'Histoire des Sciences sociales, τχ. 1, 1999, σελ. 69-101), εμπνευσμένο από τον F. Simiand, Cours d’économie politique, Παρίσι, Domas-Montchestien, 1930, σελ. 288.

[5] Με την εξαίρεση του φύλου, αν και η αμερικανική ψυχο-κοινωνιολογία έχει κάνει προσπάθειες προκειμένου να καταστήσει το φύλο συνεχή μεταβλητή.