Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Διαρθρωτικά ζητήματα της ανεργίας των τελευταίων ετών

Τα επίσημα στοιχεία της καταγεγραμμένης ανεργίας, όπως αυτά προκύπτουν μέσα από τα μητρώα της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (πρώην ΟΑΕΔ) [1], αναφορικά με το μέγεθος των ανέργων σε απόλυτους αριθμούς αποκαλύπτουν ορισμένες όψεις του φαινομένου που διατρέχουν όλη την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2017 μέχρι τον Μάϊο του 2025. Βασικό και επαναλαμβανόμενο στοιχείο της χρονοσειράς (το γράφημα ανανεώνεται αυτόματα κάθε μήνα με τα νεότερα στοιχεία που ανακοινώνονται στο dypa.gov.gr.) είναι η έντονη εποχικότητα του φαινομένου, με τον αριθμό των εγγεγραμμένων ανέργων να κορυφώνεται σταθερά κατά τους χειμερινούς μήνες και να μειώνεται κατά τους θερινούς [2]. 

Παρά το γεγονός πως κατά την περίοδο μετά την πανδημία παρατηρείται σταδιακή αποκλιμάκωση του φαινομένου και μείωση του αριθμού των ανέργων [3], εντούτοις τα στοιχεία αποκαλύπτουν ορισμένες πλευρές, οι οποίες σχετίζονται με την ίδια τη δομή της αγοράς εργασίας στη χώρα. Μια αγορά εργασίας έντονα εξαρτημένη από εποχικούς τομείς από τη μία πλευρά και αδύναμη όσον αφορά στη δημιουργία θέσεων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα από την άλλη. Η απουσία, για την τρέχουσα περίοδο, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες να είναι σε θέση να αγγίξουν τον ίδιο τον πυρήνα του φαινομένου δεν ευνοεί τη μετάβαση προς σταθερές θέσεις -διαιωνίζοντας, τρόπον τινά, τον κύκλο της προσωρινής και εποχικής απασχόλησης- με όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται [4].
 
 

 

Σημειώσεις:


[1] Η Δ.ΥΠ.Α. υπολογίζει τον αριθμό των ανέργων με βάση τις εγγραφές στο μητρώο της από άτομα τα οποία δηλώνουν ότι είναι διαθέσιμα και αναζητούν ενεργά εργασία, αποκλείοντας όσους βρίσκονται σε εκπαίδευση ή εκπληρώνουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. 

[2] Προσωρινή διακοπή από αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο αποτέλεσε το 2020, στη διάρκεια της πανδημίας covid-19.
 
[3] Σταδιακή αύξηση από τα μέσα περίπου του 2018, με κορύφωση κατά την περίοδο της πανδημίας (2020), ακολουθούμενη από μια πτωτική τάση τα επόμενα έτη. Η χρήση της εξομάλυνσης Κυλιόμενου Μέσου Όρου (ΚΜΟ) αποτελεί μια τεχνική αφαίρεσης του «θορύβου» από τη χρονοσειρά προκειμένου να αποκαλυφθεί η υποκείμενη τάση της, πέρα από μεγάλες διακυμάνσεις ή έκτακτα συμβάντα. Η διαφορά στο γράφημα στην εφαρμογή μεταξύ ενός ΚΜΟ 12 μηνών με αυτόν ενός ΚΜΟ 24 μηνών είναι εμφανής στην αποτύπωση της γενικής τάσης της χρονοσειράς.

[4]  Οι περισσότερες θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια είναι θέσεις «έντασης εργασίας» (labor-intensive), με υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας και χαμηλές (ή μεσαίες) αποδοχές. Η μείωση του αριθμού των ανέργων συμβαδίζει με μια υποβάθμιση των προσφερόμενων θέσεων συγκριτικά με τα προ-κρίσης επίπεδα στη χώρα (Βλ. Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση - ΙΝΕ ΓΣΕΕ).

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Γλώσσα, κοινωνικές τάξεις, σχολική επιτυχία: η θεωρία του Bernstein


Basil Bernstein, 1924 – 2000
 
Οι εκπαιδευτικές ανισότητες δεν περιορίζονται μόνο στις διαφορές κατανομής πλούτου σε μια κοινωνία. Όπως έδειξε η έρευνα του βρετανού κοινωνιολόγου Μπ. Μπερνστάιν, οι ανισότητες αφορούν επίσης τις διαφορές πρόσβασης σε πολιτισμικά αγαθά (1991). Συγκεκριμένα, η θεωρία του γλωσσικού κώδικα επικοινωνίας που ανέπτυξε ο Μπερνστάιν (1971) υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι επεξεργασμένοι και περιορισμένοι κώδικες αντικατοπτρίζουν διαφορές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων τέτοιες, που επηρεάζουν τη σχολική επιτυχία των μαθητών. 


Εργατική Τάξη

Μεσαία Τάξη

Προφορική Γλώσσα 

Εξαρτώμενη από τα συμφραζόμενα

Λιγότερο εξαρτώμενη από τα συμφραζόμενα

Σημασίες

Ιδιαιτερότροπες

Οικουμενικές

Αρχές

Ρητές

Άρρητες

Κώδικας

Περιορισμένος

Επεξεργασμένος


Η έρευνά του πάνω στη σχέση μεταξύ γλώσσας, κοινωνικών τάξεων και σχολική επιτυχίας, αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά επηρεάζει τη γλωσσική τους ετοιμότητα για το σχολείο. Ειδικότερα, οι επεξεργασμένοι γλωσσικοί κώδικες, που χαρακτηρίζονται από σύνθετη σύνταξη, πλούσιο λεξιλόγιο και ρητό νόημα, απαντώνται συνήθως σε οικογένειες ανώτερων τάξεων και ευθυγραμμίζονται με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται από την επίσημη εκπαίδευση. Αντίθετα, οι περιορισμένοι κώδικες, συνηθισμένοι ανάμεσα στις κοινότητες της εργατικής τάξης, βασίζονται στην προφορική ομιλία, σε απλούστερη σύνταξη και σε άρρητο νόημα. Παιδιά προερχόμενα από τις ανώτερες τάξεις είναι περισσότερο εξοικειωμένα με τη γλώσσα και τα πολιτισμικά πρότυπα της επίσημης εκπαίδευσης, συγκριτικά με παιδιά προερχόμενα από άλλες τάξεις (ή κοινωνικές ομάδες διαφορετικές από αυτές της κυρίαρχης πολιτισμικά ομάδας). Με την έννοια αυτή, οι ανισότητες στους γλωσσικούς κώδικες ενισχύουν τις εκπαιδευτικές ανισότητες, καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα ευνοεί τους επεξεργασμένους κώδικες έναντι των περιορισμένων.
 
 

Αναφορές:

Bernstein, B. (1971). Class, Codes and Control: Theoretical Studies Towards a Sociology of Language. Routledge & Kegan Paul.
 
Bernstein, B. (1991). Παιδαγωγικοί κώδικες και κοινωνικός έλεγχος (Μτφ. Σ. Ιωσήφ). Αλεξάνδρεια.

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Μετρώντας τον αντίκτυπο της ύφεσης: η ανεργία εν μέσω της κρίσης χρέους στη χώρα

Η Ελλάδα το 2009, εισέρχεται σε μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης όπου, μόνο μέχρι το 2013, χάνει το 25% του ΑΕΠ της. Η ανεργία από ένα ποσοστό της τάξης του 7,4% το Μάιο του 2008 (κοντά στο μέσο όρο, τότε, της ευρωζώνης), εκτοξεύεται, μέσα σε λίγα χρόνια, στο δυσθεώρητο 28,2% τον Ιούλιο του 2013, με βάση τα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ [1]. Το παρακάτω γράφημα δείχνει την αύξηση του ποσοστού ανεργίας την περίοδο της βαθιάς ύφεσης (2009-2013), με τον άξονα χ να αντιπροσωπεύει τον αριθμό των μηνών ένα χρόνο περίπου πριν το βάθεμα της ύφεσης και τον άξονα των ψ να δείχνει την ποσοστιαία αύξηση της ανεργίας από το χαμηλό σημείο ενός έτους, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως βάση αναφοράς [2]. Η μεγάλη κλίση που παρουσιάζει η καμπύλη υποδεικνύει πως η ανεργία αυξήθηκε τόσο απότομα, όσο και σταθερά στη διάρκεια της ύφεσης αγγίζοντας 20 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση εντός 62 μηνών, συγκριτικά με την περίοδο πριν το χαμηλό σημείο ενός έτους από την όξυνση της κρίσης. 
 
 

 

Σημείωση:

 

[1] Η εποχική προσαρμογή είναι μια τεχνική που χρησιμοποιείται στην ανάλυση χρονολογικών σειρών για την αφαίρεση της επίδρασης του φαινομένου της εποχικότητας, καθιστώντας ευκολότερο τον εντοπισμό υποκείμενων τάσεων της χρονοσειράς (βλ. εδώ). Σε δεδομένα που παρουσιάζουν εποχιακά μοτίβα σε σταθερή βάση όπως π.χ. η ανεργία στην Ελλάδα (μείωση κατά τους θερινούς μήνες, αύξηση κατά τους χειμερινούς), η εξάλειψη της εποχικής συνιστώσας παρέχει μια πληρέστερη εικόνα των τάσεων στην αγορά εργασίας.

[2] Ως βάση ή σημείο αναφοράς για τη μέτρηση της ποσοστιαίας μεταβολής της ανεργίας, καθώς εξελίσσεται η πρώτη αυτή περίοδος της ύφεσης, έχει ληφθεί το χαμηλό ποσοστό 12 μηνών, 7,4%, που καταγράφηκε το Μάιο του 2008 [οι υπολογισμοί δικοί μου – Δ.Λ.]. Λόγω του ότι το ποσοστό ανεργίας μπορεί να παρουσιάζει διακυμάνσεις, ακόμα και στη διάρκεια μιας ύφεσης, η χρήση ενός χαμηλού, προ-ύφεσης, ποσοστού μπορεί να αποτυπώσει όχι μόνο την επιδείνωση της κατάστασης στην αγορά εργασίας, όσο κυρίως την ταχύτητα εξάπλωσης του φαινόμενου σε διάφορες κατηγορίες εργαζομένων.