Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ernst Engel. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ernst Engel. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Κατανοώντας το νόμο του Ένγκελ: η σχέση μεταξύ εισοδήματος και κατανάλωσης

Ο Ernst Engel γεννιέται στη Δρέσδη το 1821 και από νεαρή ηλικία αρχίζει να καλλιεργεί το ενδιαφέρον του για τα οικονομικά και τη στατιστική. Καθώς ξεκινά την καριέρα του στη στατιστική το 1848, αρκετές πόλεις της Ευρώπης σείονται από ένα κύμα εργατικών εξεγέρσεων. Υπό το βάρος των εξελίξεων αυτών, κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αναγκάζονται να συντάξουν μελέτες καταγραφής των συνθηκών διαβίωσης των εργατικών νοικοκυριών. 
 
Το 1856 πραγματοποιείται για το σκοπό αυτό ένα διεθνές συνέδριο στις Βρυξέλλες όπου συγκεντρώνει οικονομολόγους και στατιστικολόγους, όπως οι Engel και Ducpétiaux, ώστε να συζητηθούν μέθοδοι για τη μέτρηση του επιπέδου διαβίωσης των εργατών. Σε αυτό το πλαίσιο, το 1857 ο Engel γράφει ένα άρθρο (που αργότερα θα γίνει κλασικό) με τίτλο «Οι σχέσεις κατανάλωσης-παραγωγής στο Βασίλειο της Σαξονίας» [1], όπου γενικεύει μια εμπειρική παρατήρηση στην οποία προβαίνει μελετώντας τα δεδομένα που είχαν συλλέξει λίγα χρόνια νωρίτερα οι Frédéric Le Play και Ducpétiaux πάνω στη σχέση μεταξύ εισοδήματος και δαπανών των εργατικών νοικοκυριών για είδη πρώτης ανάγκης. 
 
Η παρατήρηση αυτή, που ιστορικά έμεινε γνωστή ως νόμος του Engel, συνίσταται στο εξής: καθώς το εισόδημα ενός νοικοκυριού αυξάνεται, το ποσοστό του εισοδήματος που δαπανάται για τρόφιμα μειώνεται [2]. Με άλλα λόγια, όσο τα εισοδήματα των νοικοκυριών αυξάνονται, τόσο αυτά τα τελευταία τείνουν να δαπανούν μικρότερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε είδη πρώτης ανάγκης όπως τρόφιμα, από τη μία πλευρά και μεγαλύτερο ποσοστό σε μη απαραίτητα είδη όπως π.χ. διασκέδαση, από την άλλη [3].

Ο Νόμος του Engel, που ειρήσθω εν παρόδω συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη της οικονομετρίας, έχει έκτοτε μελετηθεί ευρέως και η ισχύς του έχει επιβεβαιωθεί για διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς. Μια κοινή ερμηνεία του νόμου είναι πως για τα είδη πρώτης ανάγκης όπως τα τρόφιμα η εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης είναι μικρότερη της μονάδας. Αν και κάτι τέτοιο μοιάζει να ισχύει καθολικά, παρόλα αυτά, δεν αποτελεί μονοσήμαντο οδηγό ερμηνείας της συμπεριφοράς κάθε νοικοκυριού χαμηλού εισοδήματος. Διαφορετικοί κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες είναι δυνατό να υπεισέλθουν στη σχέση μεταξύ του ύψους εισοδήματος και του ποσοστού του εισοδήματος που δαπανάται για τρόφιμα όπως ο πληθωρισμός των τιμών, η διαθεσιμότητα των τροφίμων, νομοθετικοί, πολιτικοί ή πολιτιστικοί κανόνες. (Βλ. σχετικά παλαιότερη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, 1983).
 

Σημειώσεις:

 

[1] Ένας από τους σκοπούς του άρθρου του Engel ήταν να αντιπαρατεθεί στη θεωρία του Malthus (1798) πως η ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθυσμού, εξαιτίας της Βιομηχανικής Επανάστασης, επεκτείνεται πιο γρήγορα από τα μέσα για την επιβίωσή του γεγονός που νομοτελειακά οδηγεί σε κοινωνική καταστροφή.Ο Ένγκελ υποστήριξε ότι, ακόμη κι αν δεν υπάρχουν φυσικοί περιορισμοί στην αύξηση του πληθυσμού, ήταν δυνατό να αποφευχθεί η καταστροφή εάν η παραγωγική ικανότητα μιας οικονομίας μπορούσε να εξισορροπηθεί από την αυξανόμενη ζήτηση. (βλ. σχετικά Front Matter. (2010). The Journal of Economic Perspectives, 24(1). http://www.jstor.org/stable/25703479. Για πιο πρόσφατες εφαρμογές του Νόμου βλ. (βλ. επίσης Tullio Mancini & Hector Calvo‐Pardo & Jose Olmo, 2022, "Environmental Engel curves: A neural network approach," Journal of the Royal Statistical Society Series C, Royal Statistical Society, vol. 71(5), pp. 1543-1568)  
 
[2] H μαθηματική μορφή της σχέσης συμβολίζεται ως 𝐸𝑖=𝐹(𝑌) όπου το 𝐸𝑖 δηλώνει τη μηνιαία κατανάλωση του αγαθού 𝑖 από ένα νοικοκυριό, το 𝑌 δηλώνει το μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού και το 𝐹 τη μαθηματική μορφή της συνάρτησης.
 
[3] Για ένα παράδειγμα βασισμένο σε στοιχεία που προέρχονται από τη μελέτη των Koenker και Bassett πάνω σε ένα σύνολο 235 παρατηρήσεων σχετικών με τα έσοδα και τις δαπάνες για τρόφιμα βελγικών νοικοκυριών της εργατικής τάξης που δημοσιεύτηκε το 1982 βλ.: Koenker, R. and Bassett, G, 1982, "Robust Tests of Heteroscedasticity based on Regression Quantiles", Econometrica, 50, 43–61). Όπως προκύπτει από τα ερευνητικά δεδομένα αυτής της μελέτης παρότι οι δαπάνες για τρόφιμα σε βελγικά φράγκα είναι περισσότερες (932,9 βλγ. φράγκα) μεταξύ του πιο εύπορου 10% του δείγματος σε σχέση με το φτωχότερο 10% (δαπάνες ύψους 350,5 σε βλγ. φράγκα), η αναλογία στο εισόδημα του πλουσιότερου 10% είναι σημαντικά χαμηλότερη (61% περίπου) σε σχέση με αυτή του φτωχότερου 10% (70% περίπου).