Η παραγωγικότητα μετρά πόσο συνολικό εισόδημα σε μια οικονομία δημιουργείται σε μια μέση ώρα εργασίας. Αν και η ωριαία αύξηση παραγωγικότητας της εργασίας δημιουργεί σε βάθος χρόνου περισσότερο εισόδημα σε μια οικονομία, η κατανομή του εισοδήματος αυτού, ωστόσο, δε σχετίζεται προφανώς με την ίδια την «παραγωγικότητα». Αν λάβουμε ως χώρα αναφοράς τις ΗΠΑ -που κατέχει κυρίαρχη θέση ανάμεσα στις αναπτυγμένες δυτικές χώρες και αποτυπώνει, ως ένα βαθμό, την τάση ανάμεσά τους- τις προηγούμενες δεκαετίες, τα περισσότερα κέρδη από την παραγωγικότητα της εργασίας δεν «επέστρεψαν» στην Εργασία. Συγκεκριμένα, από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα στις ΗΠΑ οι ωριαίες αποδοχές από την Εργασία σταμάτησαν να αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό με την παραγωγικότητα της οικονομίας με βάση τα στοιχεία από το Economic Policy Institut.
Το παραπάνω γράφημα, αντιπαραβάλει τις μέσες ωριαίες αποδοχές (μισθοί και παροχές) των εργαζόμενων στην παραγωγή στον ιδιωτικό τομέα με την «καθαρή» παραγωγικότητα της οικονομίας των ΗΠΑ [*]. Από το τέλος του Β Π.Π. έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η αύξηση των αποδοχών συμβάδιζε στενά με την αύξηση της παραγωγικότητας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα όμως, η ψαλίδα μεταξύ παραγωγικότητας και αποδοχών άρχισε να διογκώνεται. Που πήγαν τα κέρδη από την παραγωγικότητα, αν όχι στην Εργασία λοιπόν;
Κατά κύριο λόγο, προς αποδόσεις σε μετόχους και άλλους ιδιοκτήτες πλούτου και, δευτερευόντως, σε αμοιβές ανώτατων στελεχών του ιδιωτικού τομέα. Αυτή η υπερσυγκέντρωση του μισθολογικού εισοδήματος στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και η μεταβίβαση αμοιβών από την Εργασία συνολικά προς τους κατόχους Κεφαλαίου είναι δύο από τους βασικούς παράγοντες της εισοδηματικής ανισότητας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα [**].