Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Η ψαλίδα μεταξύ παραγωγικότητας και αποδοχών (Economic Policy Institute)

Η παραγωγικότητα μετρά πόσο συνολικό εισόδημα σε μια οικονομία δημιουργείται σε μια μέση ώρα εργασίας. Αν και η ωριαία αύξηση παραγωγικότητας της εργασίας δημιουργεί σε βάθος χρόνου περισσότερο εισόδημα σε μια οικονομία, η κατανομή του εισοδήματος αυτού, ωστόσο, δε σχετίζεται προφανώς με την ίδια την «παραγωγικότητα». Αν λάβουμε ως χώρα αναφοράς τις ΗΠΑ -που κατέχει κυρίαρχη θέση ανάμεσα στις αναπτυγμένες δυτικές χώρες και αποτυπώνει, ως ένα βαθμό, την τάση ανάμεσά τους- τις προηγούμενες δεκαετίες, τα περισσότερα κέρδη από την παραγωγικότητα της εργασίας δεν «επέστρεψαν» στην Εργασία. Συγκεκριμένα, από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα στις ΗΠΑ οι ωριαίες αποδοχές από την Εργασία σταμάτησαν να αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό με την παραγωγικότητα της οικονομίας με βάση τα στοιχεία από το Economic Policy Institut.

Γράφημα 1*
(Το γράφημα δείχνει τη σωρευτική αύξηση της παραγωγικότητας με βάση το έτος 1948. Αυτός ο τρόπος μέτρησης δεν υπολογίζει τις διακυμάνσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης από έτος σε έτος (YoY). Βλ. εδώ)

Το παραπάνω γράφημα, αντιπαραβάλει τις μέσες ωριαίες αποδοχές (μισθοί και παροχές) των εργαζόμενων στην παραγωγή στον ιδιωτικό τομέα με την «καθαρή» παραγωγικότητα της οικονομίας των ΗΠΑ [*]. Από το τέλος του Β Π.Π. έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η αύξηση των αποδοχών συμβάδιζε στενά με την αύξηση της παραγωγικότητας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα όμως, η ψαλίδα μεταξύ παραγωγικότητας και αποδοχών άρχισε να διογκώνεται. Που πήγαν τα κέρδη από την παραγωγικότητα, αν όχι στην Εργασία λοιπόν; 

Κατά κύριο λόγο, προς αποδόσεις σε μετόχους και άλλους ιδιοκτήτες πλούτου και, δευτερευόντως, σε αμοιβές ανώτατων στελεχών του ιδιωτικού τομέα. Αυτή η υπερσυγκέντρωση του μισθολογικού εισοδήματος στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και η μεταβίβαση αμοιβών από την Εργασία συνολικά προς τους κατόχους Κεφαλαίου είναι δύο από τους βασικούς παράγοντες της εισοδηματικής ανισότητας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα [**].  

 

Σημειώσεις:
 
[*] Τα στοιχεία αφορούν αφενός τις «ωριαίες αποδοχές» (μισθοί και παροχές) εργαζόμενων στην παραγωγή που δεν κατέχουν εποπτικές θέσεις στον ιδιωτικό τομέα και αφετέρου την «καθαρή παραγωγικότητα» της συνολικής οικονομίας (ως έτος βάσης λογίζεται το 1948). Η «καθαρή παραγωγικότητα» έχει υπολογιστεί από το Economic Policy Institute ως η αύξηση της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών μείον τις αποσβέσεις ανά ώρα εργασίας. Ο λόγος για τον οποίο λαμβάνονται ως σημείο αναφοράς οι αποδοχές των εργαζομένων της παραγωγής που κατέχουν μη εποπτικές θέσεις στον ιδιωτικό τομέα αφορά όχι μόνο το γεγονός πως σε αυτήν την κατηγορία εργαζομένων συμπεριλαμβάνεται περίπου το 80% του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ, αλλά γιατί με αυτόν τον τρόπο επιπλέον δε συνυπολογίζονται οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών, όπως π.χ. οι CEO.
 
[**] Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Economic Policy Institute από το 1979 έως το 2020, η καθαρή παραγωγικότητα στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 61,8%, ενώ η ωριαία αμοιβή ενός μέσου εργαζόμενου/ης μόλις κατά 17,5% (μετά την προσαρμογή για τον πληθωρισμό) μέσα σε τέσσερις δεκαετίες.