Η συνεργασία του Μπουρντιέ με τους στατιστικολόγους του Institut national de la statistique et des études économiques (INSEE) χρονολογείται ήδη από την “περίοδο της Αλγερίας” (κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, δημοσιεύοντας το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Sociologie de l'Algérie το 1958), ενώ κατά τον απελευθερωτικό πόλεμο της Αλγερίας (έως το 1960 όταν έπρεπε να επιστρέψει στη Γαλλία), ο Μπουρντιέ συνεργάστηκε μαζί τους κατά τη συλλογή ευρείας κλίμακας στοιχείων πάνω στο εργατικό δυναμικό. Ο Μπουρντιέ εφάρμοσε την ανθρωπολογική του οπτική στην κοινωνιολογική ερμηνεία των ερευνητικών δεδομένων, ειδικά, δε, στις στατιστικές γύρω από το φαινόμενο της ανεργίας (Bourdieu, Sayad, Darbel, & Seibel, 1963).
Η συνεργασία αυτή συνεχίστηκε και τη δεκαετία του ’60 στο Centre de Sociologie Européenne μέσω πολλαπλών επιστημονικών ανταλλαγών, όπως αυτές αντανακλώνται στο έργο του Les héritiers (Bourdieu & Passeron, 1964) [*] με τον στατιστικολόγο Alain Darbel, ο οποίος έμεινε γνωστός για τον πολύ σημαντικό υπολογισμό των πιθανοτήτων πρόσβασης στο πανεπιστήμιο για τις διάφορες κατηγορίες των κοινωνικών τάξεων. Στο έργο L'amour de l'art, οι Μπουρντιέ και Darbel (1966) ανέπτυξαν εξισώσεις υπολογισμού της ζήτησης για τα πολιτιστικά αγαθά, όπου το πολιτισμικό κεφάλαιο, μετρημένο σύμφωνα με το επίπεδο του κάθε διπλώματος, εμφανίζεται ως η κεντρική μεταβλητή επεξήγησης των ανισοτήτων πρόσβασης στα διάφορα μουσεία.
Όταν μεταξύ των ετών 1966 και 1971, ο Μπουρντιέ επεξεργαζόταν θεωρητικά την έννοια του πεδίου (Bourdieu, 1966, 1971), συνειδητοποιούσε τις ελλείψεις των παραδοσιακών εργαλείων «ποσοτικοποίησης», και συγκεκριμένα της ανάλυσης παλινδρόμησης, όπως ξεκαθάριζε σε ένα κεφάλαιο (με τον τίτλο «La fin d’un malthusianisme») του βιβλίου Le partage des benefices (Darras, 1966) που είχε γράψει από κοινού με τον Darbel.
Όπως, δε, θα δήλωνε στο βιβλίο του Η Διάκριση: «οι συγκεκριμένες σχέσεις ανάμεσα σε μια εξαρτημένη μεταβλητή (όπως την πολιτική γνώμη) και σε διάφορες λεγόμενες ανεξάρτητες μεταβλητές, όπως είναι το φύλο, η ηλικία και το θρήσκευμα ή ακόμα το μορφωτικό επίπεδο, το εισόδημα και το επάγγελμα, τείνουν να αποκρύπτουν το πλήρες σύστημα των σχέσεων οι οποίες συγκροτούν την πραγματική αρχή της ειδικής ισχύος και της ειδικής μορφής των αποτελεσμάτων που καταγράφονται σε κάποια ιδιαίτερη συσχέτιση» (Bourdieu, 1979: 103) [**].
Για τον Μπουρντιέ, η κοινωνική νομοτέλεια (social causality) ισοδυναμούσε με τα συνολικά αποτελέσματα μιας σύνθετης δομής αλληλεπιδράσεων, η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα συνδυασμό διάφορων «καθαρών αποτελεσμάτων» μεταξύ ανεξάρτητων μεταβλητών. Η στρουκτουραλιστική οπτική, η οποία φαίνεται πως είναι κεντρική στον Μπουρντιέ, όπως και σε άλλους κοινωνικούς επιστήμονες κατά την περίοδο αυτή, σχετίζεται με την ισχυρή επιρροή του «στρουκτουραλισμού» στις γαλλικές κοινωνικές επιστήμες της δεκαετίας του 1960, ειδικά υπό τα πρότυπα της γλωσσολογίας και της ανθρωπολογίας (γύρω από τον Claude Levi-Strauss, που αποτελούσε κεντρική αναφορά για τον Μπουρντιέ).
Το έντονο ενδιαφέρον του Μπουρντιέ για μια νέα τυποποίηση (formalization) σχετιζόταν, αν και όχι ρητά, με τη δυναμική της μαθηματικής επιστήμης υπό την επιρροή μιας γνωστής ομάδας Γάλλων μαθηματικών με το όνομα «Nicolas Bourbaki» -η οποία αποτελούσε, επίσης, και ένα μη ρητό πλαίσιο αναφοράς τόσο για τις θετικές επιστήμες γενικά, όσο και για τους ειδικούς των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών ειδικά. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι προσπάθειες τυποποίησης, αλλά και ποσοτικοποίησης των κοινωνικών επιστημών ήταν πολυάριθμες και σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένες από διάφορους τομείς των σύγχρονων μαθηματικών (και ιδιαίτερα της άλγεβρας). Ο ίδιος ο Μπουρντιέ έκανε συχνά λόγο για την ανάγκη χρησιμοποίησης επιστημονικών εργαλείων που θα μπορούσαν να κατανοήσουν τις σχεσιακές διαστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας.
Εν τω μεταξύ, αναδύθηκε η γεωμετρική προσέγγιση στην ανάλυση των δεδομένων, η οποία αναπτύχθηκε από τον Jean-Paul Benzécri και τη σχολή του γύρω από την Ανάλυση Αντιστοιχιών (Correspondence Analysis) (βλ. Le Roux & Rouanet, 2004; Rouanet, 2006). Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 [1], ο Μπουρντιέ στράφηκε στην προσέγγιση αυτή ως μέθοδο «εκλεκτικής συγγένειας» με τη δική του θεωρία (Rouanet, Ackermann, & Le Roux, 2000). Στο βιβλίο του Η Διάκριση (στο κεφάλαιο «Ένας τρισδιάστατος χώρος»), ο Μπουρντιέ αναπτύσσει την ιδέα ότι εάν η «ποσοτικοποίηση» πρόκειται να εφαρμοσθεί στην κοινωνιολογική έρευνα, τότε πρέπει να είναι πολυδιάστατη (multidimensional) και να στοχεύει ως πρώτο της βήμα στη λειτουργικοποίηση κάθε βασικής διάστασης του κοινωνικού χώρου, δηλαδή των διαφόρων τύπων κεφαλαίου (π.χ. του οικονομικού, του πολιτισμικού, του κοινωνικού και του συμβολικού). Το επόμενο βήμα είναι ο συνδυασμός τους ώστε να δοθεί ένα γεωμετρικό μοντέλο αυτών των δεδομένων. Όπως δήλωνε ο Μπουρντιέ: «Χρησιμοποιώ την Ανάλυση Αντιστοιχιών (Correspondence Analysis) πάρα πολύ, γιατί πιστεύω ότι αποτελεί μια κατά βάση σχεσιακή διαδικασία, η φιλοσοφία της οποίας εκφράζει πλήρως αυτό που, κατά τη γνώμη μου, συνιστά την κοινωνική πραγματικότητα. Είναι μια διαδικασία που “σκέφτεται” με όρους σχέσεων, όπως κι εγώ προσπαθώ να κάνω με την έννοια του πεδίου». [2]
Μια σημαντική ανακάλυψη στην Ανάλυση Γεωμετρικών Δεδομένων (Geometric Data Analysis - GDA) πραγματοποιήθηκε όταν εφαρμόστηκε η Ανάλυση Αντιστοιχιών σε πίνακες που αντιπροσώπευαν άτομα με τη μορφή μεταβλητών, συνθέτοντας μέσα από πολλούς πίνακες συνάφειας δύο θεμελιώδη σύννεφα (clouds): το σύννεφο των ιδιοτήτων και το σύννεφο των ατόμων. Πιο συγκεκριμένα, η Πολλαπλή Ανάλυση Αντιστοιχιών (Multiple Correspondence Analysis - MCA) για κατηγορικές μεταβλητές προέκυψε ως τυπικό εργαλείο που εφαρμόστηκε στο άρθρο του « Le Patronat » (1978) και στα βιβλία, Homo Academicus (1984), La noblesse d'Etat (1989b), Les structures sociales de l’économie (1990, 2000b) καθώς και μια νέα παραλλαγή που ονομάζεται specific MCA στο άρθρο « Une revolution conservatrice dans l'édition » (1999), το τελευταίο ποσοτικό εμπειρικό έργο του Μπουρντιέ.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η γεωμετρική μοντελοποίηση των δεδομένων αποτελεί τη βάση όλων των εμπειρικών εργασιών που διεξήχθησαν υπό την εποπτεία του Μπουρντιέ. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στον Μπουρντιέ να διερευνήσει όλες τις κύριες υποθέσεις της θεωρίας του, όπως: «οι θέσεις [σε ένα πεδίο] επιτάσουν τη θεσηληψία» (Bourdieu, 1992). Στην τελευταία του διάλεξη στο Collège de France, το 2001, ο Μπουρντιέ επανέλαβε τα εξής: «Όσοι γνωρίζουν τις αρχές της ανάλυσης πολλαπλών αντιστοιχιών θα κατανοήσουν τη συσχέτιση μεταξύ αυτής της μεθόδου μαθηματικής ανάλυσης και του σκεπτικού πίσω από την έννοια του πεδίου» (Bourdieu, 2001: 70). [...]
Σημειώσεις:
[1] Μια πρώτη εμπειρική προσπάθεια εφαρμογής της Ανάλυσης Αντιστοιχιών (CA) αναφέρεται σε μια υποσημείωση του βιβλίου του Un art moyen (Middle-Brow Art), στο οποίο παρουσιάζει τα αποτελέσματα μιας έρευνας σχετικά με τη φωτογραφία. Ο Μπουρντιέ δεν ήταν απόλυτα πεπεισμένος από τα αποτελέσματα αυτής της πρώτης εφαρμογής, παρόλα αυτά όμως, παρέμεινε πρόθυμος να αναζητήσει ένα μοντέλο για τις πολυδιάστατες κοινωνικές πτυχές της γεύσης, οι οποίες δεν μπoρούσαν να γίνουν ορατές μέσα από τους πίνακες συνάφειας.
** [Σ.τ.Μ.: Pierre Bourdieu, Η Διάκριση, Πατάκης, Αθήνα, 2002 - Σ.τ.Μ.: Η μτφρ. του παραθέματος έχει τροποποιηθεί σε ορισμένα σημεία - Δ. Λ.]