Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Μπουρντιέ και η στατιστική: δέσμευση εφ' όρου ζωής

Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το άρθρο του Frédéric Lebaron How Bourdieu “Quantified” Bourdieu: The Geometric Modelling of Data (περιλαμβάνεται στο K. Robson & C. Sanders (επιμέλεια), Quantifying Theory: Pierre Bourdieu, Springer eds, Τορόντο, 2009). Οι υποσημειώσεις στο κείμενο -όπου δεν αναφέρεται το αντίθετο (Σ.τ.Μ.)- είναι του συγγραφέα. Η επιλογή του αποσπάσματος, η μετάφραση και οι επεξηγηματικές παραπομπές είναι δικές μου – Δ. Λ.


Η συνεργασία του Μπουρντιέ με τους στατιστικολόγους του Institut national de la statistique et des études économiques (INSEE) χρονολογείται ήδη από την “περίοδο της Αλγερίας” (κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, δημοσιεύοντας το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Sociologie de l'Algérie το 1958), ενώ κατά τον απελευθερωτικό πόλεμο της Αλγερίας (έως το 1960 όταν έπρεπε να επιστρέψει στη Γαλλία), ο Μπουρντιέ συνεργάστηκε μαζί τους κατά τη συλλογή ευρείας κλίμακας στοιχείων πάνω στο εργατικό δυναμικό. Ο Μπουρντιέ εφάρμοσε την ανθρωπολογική του οπτική στην κοινωνιολογική ερμηνεία των ερευνητικών δεδομένων, ειδικά, δε, στις στατιστικές γύρω από το φαινόμενο της ανεργίας (Bourdieu, Sayad, Darbel, & Seibel, 1963).

Η συνεργασία αυτή συνεχίστηκε και τη δεκαετία του ’60 στο Centre de Sociologie Européenne μέσω πολλαπλών επιστημονικών ανταλλαγών, όπως αυτές αντανακλώνται στο έργο του Les héritiers (Bourdieu & Passeron, 1964) [*] με τον στατιστικολόγο Alain Darbel, ο οποίος έμεινε γνωστός για τον πολύ σημαντικό υπολογισμό των πιθανοτήτων πρόσβασης στο πανεπιστήμιο για τις διάφορες κατηγορίες των κοινωνικών τάξεων. Στο έργο L'amour de l'art, οι Μπουρντιέ και Darbel (1966) ανέπτυξαν εξισώσεις υπολογισμού της ζήτησης για τα πολιτιστικά αγαθά, όπου το πολιτισμικό κεφάλαιο, μετρημένο σύμφωνα με το επίπεδο του κάθε διπλώματος, εμφανίζεται ως η κεντρική μεταβλητή επεξήγησης των ανισοτήτων πρόσβασης στα διάφορα μουσεία.

Όταν μεταξύ των ετών 1966 και 1971, ο Μπουρντιέ επεξεργαζόταν θεωρητικά την έννοια του πεδίου (Bourdieu, 1966, 1971), συνειδητοποιούσε τις ελλείψεις των παραδοσιακών εργαλείων «ποσοτικοποίησης», και συγκεκριμένα της ανάλυσης παλινδρόμησης, όπως ξεκαθάριζε σε ένα κεφάλαιο (με τον τίτλο «La fin d’un malthusianisme») του βιβλίου Le partage des benefices (Darras, 1966) που είχε γράψει από κοινού με τον Darbel.

Όπως, δε, θα δήλωνε στο βιβλίο του  Η Διάκριση: «οι συγκεκριμένες σχέσεις ανάμεσα σε μια εξαρτημένη μεταβλητή (όπως την πολιτική γνώμη) και σε διάφορες λεγόμενες ανεξάρτητες μεταβλητές, όπως είναι το φύλο, η ηλικία και το θρήσκευμα ή ακόμα το μορφωτικό επίπεδο, το εισόδημα και το επάγγελμα, τείνουν να αποκρύπτουν το πλήρες σύστημα των σχέσεων οι οποίες συγκροτούν την πραγματική αρχή της ειδικής ισχύος και της ειδικής μορφής των αποτελεσμάτων που καταγράφονται σε κάποια ιδιαίτερη συσχέτιση» (Bourdieu, 1979: 103) [**].



Για τον Μπουρντιέ, η κοινωνική νομοτέλεια (social causality) ισοδυναμούσε με τα συνολικά αποτελέσματα μιας σύνθετης δομής αλληλεπιδράσεων, η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα συνδυασμό διάφορων «καθαρών αποτελεσμάτων» μεταξύ ανεξάρτητων μεταβλητών. Η στρουκτουραλιστική οπτική, η οποία φαίνεται πως είναι κεντρική στον Μπουρντιέ, όπως και σε άλλους κοινωνικούς επιστήμονες κατά την περίοδο αυτή, σχετίζεται με την ισχυρή επιρροή του «στρουκτουραλισμού» στις γαλλικές κοινωνικές επιστήμες της δεκαετίας του 1960, ειδικά υπό τα πρότυπα της γλωσσολογίας και της ανθρωπολογίας (γύρω από τον Claude Levi-Strauss, που αποτελούσε κεντρική αναφορά για τον Μπουρντιέ).

Το έντονο ενδιαφέρον του Μπουρντιέ για μια νέα τυποποίηση (formalization) σχετιζόταν, αν και όχι ρητά, με τη δυναμική της μαθηματικής επιστήμης υπό την επιρροή μιας γνωστής ομάδας Γάλλων μαθηματικών με το όνομα «Nicolas Bourbaki» -η οποία αποτελούσε, επίσης, και ένα μη ρητό πλαίσιο αναφοράς τόσο για τις θετικές επιστήμες γενικά, όσο και για τους ειδικούς των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών ειδικά. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι προσπάθειες τυποποίησης, αλλά και ποσοτικοποίησης των κοινωνικών επιστημών ήταν πολυάριθμες και σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένες από διάφορους τομείς των σύγχρονων μαθηματικών (και ιδιαίτερα της άλγεβρας). Ο ίδιος ο Μπουρντιέ έκανε συχνά λόγο για την ανάγκη χρησιμοποίησης επιστημονικών εργαλείων που θα μπορούσαν να κατανοήσουν τις σχεσιακές διαστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας.

Εν τω μεταξύ, αναδύθηκε η γεωμετρική προσέγγιση στην ανάλυση των δεδομένων, η οποία αναπτύχθηκε από τον Jean-Paul Benzécri και τη σχολή του γύρω από την Ανάλυση Αντιστοιχιών (Correspondence Analysis) (βλ. Le Roux & Rouanet, 2004; Rouanet, 2006). Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 [1], ο Μπουρντιέ στράφηκε στην προσέγγιση αυτή ως μέθοδο «εκλεκτικής συγγένειας» με τη δική του θεωρία (Rouanet, Ackermann, & Le Roux, 2000). Στο βιβλίο του Η Διάκριση (στο κεφάλαιο «Ένας τρισδιάστατος χώρος»), ο Μπουρντιέ αναπτύσσει την ιδέα ότι εάν η «ποσοτικοποίηση» πρόκειται να εφαρμοσθεί στην κοινωνιολογική έρευνα, τότε πρέπει να είναι πολυδιάστατη (multidimensional) και να στοχεύει ως πρώτο της βήμα στη λειτουργικοποίηση κάθε βασικής διάστασης του κοινωνικού χώρου, δηλαδή των διαφόρων τύπων κεφαλαίου (π.χ. του οικονομικού, του πολιτισμικού, του κοινωνικού και του συμβολικού). Το επόμενο βήμα είναι ο συνδυασμός τους ώστε να δοθεί ένα γεωμετρικό μοντέλο αυτών των δεδομένων. Όπως δήλωνε ο Μπουρντιέ: «Χρησιμοποιώ την Ανάλυση Αντιστοιχιών (Correspondence Analysis) πάρα πολύ, γιατί πιστεύω ότι αποτελεί μια κατά βάση σχεσιακή διαδικασία, η φιλοσοφία της οποίας εκφράζει πλήρως αυτό που, κατά τη γνώμη μου, συνιστά την κοινωνική πραγματικότητα. Είναι μια διαδικασία που “σκέφτεται” με όρους σχέσεων, όπως κι εγώ προσπαθώ να κάνω με την έννοια του πεδίου». [2]



Μια σημαντική ανακάλυψη στην Ανάλυση Γεωμετρικών Δεδομένων (Geometric Data Analysis - GDA) πραγματοποιήθηκε όταν εφαρμόστηκε η Ανάλυση Αντιστοιχιών σε πίνακες που αντιπροσώπευαν άτομα με τη μορφή μεταβλητών, συνθέτοντας μέσα από πολλούς πίνακες συνάφειας δύο θεμελιώδη σύννεφα (clouds): το σύννεφο των ιδιοτήτων και το σύννεφο των ατόμων. Πιο συγκεκριμένα, η Πολλαπλή Ανάλυση Αντιστοιχιών (Multiple Correspondence Analysis - MCA) για κατηγορικές μεταβλητές προέκυψε ως τυπικό εργαλείο που εφαρμόστηκε στο άρθρο του « Le Patronat » (1978) και στα βιβλία, Homo Academicus (1984), La noblesse d'Etat (1989b), Les structures sociales de l’économie (1990, 2000b) καθώς και μια νέα παραλλαγή που ονομάζεται specific MCA στο άρθρο « Une revolution conservatrice dans l'édition » (1999), το τελευταίο ποσοτικό εμπειρικό έργο του Μπουρντιέ.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η γεωμετρική μοντελοποίηση των δεδομένων αποτελεί τη βάση όλων των εμπειρικών εργασιών που διεξήχθησαν υπό την εποπτεία του Μπουρντιέ. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στον Μπουρντιέ να διερευνήσει όλες τις κύριες υποθέσεις της θεωρίας του, όπως: «οι θέσεις [σε ένα πεδίο] επιτάσουν τη θεσηληψία» (Bourdieu, 1992). Στην τελευταία του διάλεξη στο Collège de France, το 2001, ο Μπουρντιέ επανέλαβε τα εξής: «Όσοι γνωρίζουν τις αρχές της ανάλυσης πολλαπλών αντιστοιχιών θα κατανοήσουν τη συσχέτιση μεταξύ αυτής της μεθόδου μαθηματικής ανάλυσης και του σκεπτικού πίσω από την έννοια του πεδίου» (Bourdieu, 2001: 70). [...]


Σημειώσεις:

[1] Μια πρώτη εμπειρική προσπάθεια εφαρμογής της Ανάλυσης Αντιστοιχιών (CA) αναφέρεται σε μια υποσημείωση του βιβλίου του Un art moyen (Middle-Brow Art), στο οποίο παρουσιάζει τα αποτελέσματα μιας έρευνας σχετικά με τη φωτογραφία. Ο Μπουρντιέ δεν ήταν απόλυτα πεπεισμένος από τα αποτελέσματα αυτής της πρώτης εφαρμογής, παρόλα αυτά όμως, παρέμεινε πρόθυμος να αναζητήσει ένα μοντέλο για τις πολυδιάστατες κοινωνικές πτυχές της γεύσης, οι οποίες δεν μπoρούσαν να γίνουν ορατές μέσα από τους πίνακες συνάφειας.

[2] Προοίμιο στη γερμανική έκδοση του βιβλίου Le métier de sociologue, 1991. [Σ.τ.Μ.: Pierre Bourdieu, Jean-Claude Chamboredon, Jean-Claude Passeron, Η τέχνη του κοινωνιολόγου, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2009]

* [Σ.τ.Μ.: Pierre Bourdieu & Jean-Claude Passeron, Οι κληρονόμοι, Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1996]

** [Σ.τ.Μ.: Pierre Bourdieu, Η Διάκριση, Πατάκης, Αθήνα, 2002 - Σ.τ.Μ.: Η μτφρ. του παραθέματος έχει τροποποιηθεί σε ορισμένα σημεία - Δ. Λ.]

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Μέρτον για τη λειτουργία του θεσμού της δουλείας στην αμερικανική κοινωνία


 

«...οι λειτουργιστές περιορίζονταν στην ανάλυση της κοινωνίας ως συνόλου, αλλά ο Μέρτον κατέστησε σαφές ότι η ανάλυση αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί στο επίπεδο ...ενός θεσμού... Για παράδειγμα, η δουλεία στο Νότο των Η.Π.Α. σαφώς είχε θετικά αποτελέσματα για τους λευκούς Νοτίους, όπως ήταν η προσφορά φθηνής εργασίας, η στήριξη της οικονομίας του βαμβακιού και το κοινωνικό κύρος που εκφράζει η κατοχή δούλων... Είχε όμως και δυσλειτουργίες, όπως ήταν η υπερβολική εξάρτηση των Νοτίων από μια αγροτική οικονομία και κατά συνέπεια η έλλειψη προετοιμασίας για την εκβιομηχάνιση... Ο Μέρτον εισήγαγε τις έννοιες της έκδηλης και λανθάνουσας λειτουργίας... η έκδηλη λειτουργία της δουλείας ήταν η αύξηση της οικονομικής παραγωγικότητας στο Νότο, ενώ η λανθάνουσα λειτουργία ήταν η δημιουργία μιας υποβαθμισμένης κοινωνικής τάξης, που εξυπηρετούσε... την ανύψωση των λευκών του Νότου..» (G. Ritzer, 2003:57).

(Κοινωνιολογία Γ Λυκείου σελ. 21)

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

O προσδιορισμός του ηθικού γεγονότος


Emile Durkheim, 1858 - 1917

“[Η] κοινωνία είναι, ταυτόχρονα, υπερβατική και εμμενής και την νοιώθουμε έτσι. Μας ξεπερνά και ταυτόχρονα είναι μέσα μας διότι μπορεί να ζει μόνο μέσα μας και δια μέσου ημών. Ή, μάλλον, η κοινωνία είναι ο εαυτός μας και, υπό μια έννοια, το καλύτερο κομμάτι του εαυτού, αφού ο άνθρωπος είναι άνθρωπος μόνο στο μέτρο που είναι πολιτισμένος. Αυτό που μας κάνει στ’ αλήθεια ανθρώπινα όντα είναι ότι φτάνουμε να αφομοιώσουμε αυτό το σύνολο των ιδεών, συναισθημάτων, πεποιθήσεων, προσταγών συμπεριφοράς, το οποίο ονομάζουμε πολιτισμό. Πάει καιρός που το έδειξε ο Ρουσσώ: αν αφαιρέσουμε από τον άνθρωπο ό,τι προέρχεται από την κοινωνία, δεν απομένει παρά ένα ον περιορισμένο στην αίσθηση και λίγο-πολύ μη διακριτό από το ζώο. Χωρίς τη γλώσσα, αυτό το πρωταρχικό κοινωνικό πράγμα, οι γενικές και αφηρημένες ιδέες είναι πρακτικά αδύνατες και, κατά συνέπεια, το ίδιο και όλες οι ανώτερες, νοητικές λειτουργίες. Εγκαταλελειμμένο στον εαυτό του, το άτομο θα κατέπιπτε στην εξάρτηση των φυσικών δυνάμεων, αν μπόρεσε να ξεφύγει από αυτές, να ελευθερωθεί, να κάνει μια προσωπικότητα, είναι επειδή κατάφερε να μπει υπό τη σκέπη μιας sui generis δύναμης, μιας έντονης δύναμης, αφού απορρέει από τη συνένωση όλων των ατομικών, νοητικών και ηθικών, δυνάμεων και, επομένως, κατάφερε να εξουδετερώσει τις άνοες και α-ηθικές* δυνάμεις της φύσης: πρόκειται για τη συλλογική δύναμη. Θεμιτό στον θεωρητικό να αποδείξει ότι ο άνθρωπος έχει δικαίωμα στην ελευθερία, ωστόσο, όποια κι αν είναι η αξία αυτών των αποδείξεων, είναι αλήθεια ότι η ελευθερία έγινε πραγματικότητα μέσα στην και από την κοινωνία”.

(Emile Durkheim, Κοινωνονιολογία και Φιλοσοφία, Επέκεινα, Τρίκαλα, 2015)

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

O Βέμπερ για το Κράτος

 
Τι είναι ένα «κράτος»; Κοινωνιολογικά, το κράτος δεν µπορεί να οριστεί από το περιεχόµενο της δραστηριότητάς του. ∆εν υπάρχει σχεδόν καµία δραστηριότητα που να µην έχει αναληφθεί ενίοτε από έναν πολιτικό σύνδεσµο, όπως, αφ’ετέρου, δεν υπάρχει καµία δραστηριότητα για την οποία θα µπορούσε να υποστηριχθεί ότι ήταν πάντα αποκλειστικό ιδιάζον χαρακτηριστικό εκείνων των συνδέσµων που χαρακτηρίζονται πολιτικοί, σήµερα δε: κράτη, ή εκείνων που ιστορικά αποτέλεσαν τους προγόνους του σύγχρονου κράτους. Το σύγχρονο κράτος µπορεί να οριστεί κοινωνιολογικά µόνον σε σχέση µε τα συγκεκριµένα µέσα που προσιδιάζουν σε αυτό, όπως και σε κάθε πολιτικό σύνδεσµο: δηλαδή τη χρήση της φυσικής βίας. «Κάθε κράτος θεµελιώνεται στη βία» είπε ο Τρότσκυ στο Μπρεστ-Λιτόφσκ [1918]. Αυτό είναι πράγµατι σωστό. Εάν υπήρχαν µόνον κοινωνικά µορφώµατα που δεν γνώριζαν τη χρήση της βίας ως µέσου, τότε δεν θα υπήρχε η έννοια του «κράτους», και τότε θα εκδηλωνόταν αυτό που θα µπορούσε να οριστεί µε την ιδιαίτερη έννοια της λεξης ως «αναρχία». Φυσικά, η βία δεν είναι το κανονικό ή το µοναδικό µέσον του κράτους – δεν γίνεται λόγος για κάτι τέτοιο – αλλά σαφώς: είναι αυτό που του προσιδιάζει. Ιδιαίτερα σήµερα, η σχέση µεταξύ κράτους και βίας είναι ιδιαίτερα στενή. Στο παρελθόν οι πλέον διαφορετικοί σύνδεσµοι – αρχής γενοµένης από την πατριά – γνώριζαν τη χρήση της φυσικής βίας ως εντελώς κανονικό µέσον. Σήµερα, εντούτοις, θα πρέπει να πούµε ότι: το κράτος είναι µια ανθρώπινη κοινότητα που απαιτεί (επιτυχώς) το µονοπώλιο της νόµιµης φυσικής βίας εντός µιας συγκεκριµένης περιοχής – αυτή η «περιοχή» ανήκει στα ουσιώδη χαρακτηριστικά.
* Η υπογράμμιση δική μου - Δ.Λ.)

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Ο Φρόϋντ για την "αιώνια επιστροφή του ίδιου"...


Sigmund Freud, 1856-1939

Αυτό που αποδεικνύει η ψυχανάλυση μελετώντας τα φαινόμενα μεταβίβασης των νευρωτικών, μπορούμε να το βρούμε και στη ζωή των μη νευρωτικών προσώπων. Σε αυτούς η επανάληψη δίνει την εντύπωση μιας μοίρας που τους καταδιώκει, ενός δαιμονικού χαρακτηριστικού των βιωμάτων τους. Η ψυχανάλυση θεώρησε από την αρχή ότι αυτή η μοίρα παράγεται ως επί το πλείστον από τα ίδια τα πρόσωπα και ότι καθορίζεται από επιρροές της πρώιμης παιδικής τους ηλικίας. Ο καταναγκασμός που εκφράζεται εδώ δε διαφέρει από τον καταναγκασμό για επανάληψη των νευρωτικών, παρόλο που αυτά τα πρόσωπα δε δείχνουν ποτέ σημάδια νευρωτικής σύγκρουσης μέσω σχηματισμού συμπτωμάτων. Έτσι γνωρίζουμε ανθρώπους που κάθε ανθρώπινη σχέση έχει την ίδια έκβαση: ευεργέτες οι οποίοι ύστερα από λίγο καιρό εγκαταλείπονται με κακία από όλους τους προστατευόμενούς τους, όσο διαφορετικοί και αν είναι κατα τ' άλλα, στους οποίους φαίνεται όμως να είναι γραφτό να δοκιμάσουν όλη την πικρία της αχαριστίας, άνδρες στους οποίους κάθε φιλία καταλήγει στην προδοσία τους από το φίλο, άλλους οι οποίοι ξοδεύουν μια ζωή προκειμένου να εδραιώσουν την εξουσία ενός προσώπου πάνω στους ίδιους ή και στον κόσμο ολόκληρο, για να καταρρίψουν αυτή την εξουσία ύστερα από ορισμένο χρόνο οι ίδιοι και να την υποκαταστήσουν με μια καινούργια, ερωτευμένους στους οποίους κάθε τρυφερή σχέση με τις γυναίκες περνά τις ίδιες φάσεις και έχει το ίδιο τέλος κλπ. Δεν απορούμε και πολύ για αυτήν την "αιώνια επιστροφή του ίδιου", όταν πρόκειται για ενεργή συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου και όταν ανακαλύπτουμε την ίδια χαρακτηριστική ιδιότητα της ύπαρξής του, η οποία πρέπει να εκφραστεί στην επανάληψη των ίδιων βιωμάτων...
(Sigmund Freud, Πέραν της αρχής της ηδονής, Νίκας, Αθήνα, 2011) 

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Karl Marx: το μυστικό της πρωταρχικής συσσώρευσης

Όπως τα μέσα παραγωγής και τα μέσα συντήρησης, έτσι και το χρήμα και το εμπόρευμα δεν είναι καθόλου από μιας εξαρχής κεφάλαιο. Χρειάζεται να μετατραπούν σε κεφάλαιο. Η μετατροπή όμως αυτή μπορεί να συντελεστεί μονάχα κάτω από ορισμένους όρους, που συνοψίζονται στα παρακάτω: πρέπει να αντικρυστούν και να έρθουν σε επαφή δυο λογιών, πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο, κάτοχοι εμπορευμάτων: από τη μια μεριά κάτοχοι χρήματος, μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης, που σκοπός τους είναι να αξιοποιήσουν το ποσό αξίας που κατέχουν, αγοράζοντας ξένη εργατική δύναμη· από την άλλη, ελεύθεροι εργάτες, πωλητές της δικής τους εργατικής δύναμης κι επομένως πωλητές εργασίας. Ελεύθεροι εργάτες με τη διπλή έννοια, με την έννοια πως ούτε αυτοί οι ίδιοι ανήκουν άμεσα στα μέσα παραγωγής, όπως οι δούλοι, οι δουλοπάροικοι κλπ., και με την έννοια πως ούτε σε αυτούς ανήκουν τα μέσα παραγωγής, όπως γίνεται λόγου χάρη στους αγρότες που διαχειρίζονται μόνοι το νοικοκυριό τους κλπ., απεναντίας είναι ελεύθεροι, απαλλαγμένοι απ’ αυτά, τα στερούνται. Με την πόλωση αυτή της αγοράς εμπορευμάτων δημιουργούνται οι βασικοί όροι της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Η σχέση του κεφαλαίου προϋποθέτει το χωρισμό των εργατών από την ιδιοκτησία των όρων πραγματοποίησης της εργασίας. Από τη στιγμή που η κεφαλαιοκρατική παραγωγή στέκει πια στα δικά της τα πόδια, δε διατηρεί μόνο αυτό το χωρισμό, μα και τον αναπαράγει σε ολοένα αυξανόμενη κλίμακα.

(Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1996 *Η μτφρ. έχει τροποποιηθεί σε ορισμένα σημεία – Δ. Λ.)