Η Κοινωνιοβιολογία αρχίζει με μια συζήτηση για τον κρίσιμο ρόλο του υποθαλάμου και των άλλων κέντρων του ανθρώπινου εγκεφάλου, όπως εξελίχθηκαν μέσω της φυσικής επιλογής, στη συγκρότηση οποιοσδήποτε ηθικής φιλοσοφίας. Αυτά τα κέντρα υποτίθεται ότι «πλημμυρίζουν τη συνείδησή μας με συναισθήματα» και «ενορχηστρώνουν τις αντιδράσεις μας» έτσι ώστε να πολλαπλασιάζονται στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα σχετικά γονίδια. Όμως, γενικότερα, η θέση της αγοραίας κοινωνιοβιολογίας ενυπάρχει στην άποψη του επιστήμονα κοινωνιοβιολόγρυ για την κοινωνική οργάνωση. Γι’ αυτόν οποιαδήποτε ιδέα συναφής με την άποψη του Ντυρκέμ για την ανεξάρτητη ύπαρξη και διατήρηση του κοινωνικού γεγονότος, ισοδυναμεί με οπισθοδρόμηση στο μυστικισμό. Η κοινωνική οργάνωση είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης οργανισμών με βιολογικά προκαθορισμένες κλίσεις, και τίποτα παραπάνω. Δεν υπάρχει τίποτα στην κοινωνία που να μην υπήρχε πρώτα στους οργανισμούς. [...]
Σκεφτείτε τη σχέση μεταξύ πολέμου και ανθρώπινης επιθετικότητας -αυτό που ο Wilson ονομάζει κάπου «την αληθινή, βιολογική χαρά του πολέμου». Είναι προφανές ότι οι άνθρωποι που πολεμούν -ή συγκρούονται με οποιονδήποτε τρόπο- δεν είναι σώνει και καλά επιθετικοί είτε κατά τη διάρκεια της δράσης είτε προηγουμένως. Πολλοί από αυτούς είναι απλώς τρομοκρατημένοι. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν οποιαδήποτε κίνητρα για να πολεμήσουν και, συνήθως, τα κίνητρα αυτά δεν συμφωνούν με έναν απλοϊκό συμπεριφοριστικό χαρακτηρισμό του συμβάντος ως «βίας». Οι άνθρωποι μπορούν να κινητοποιηθούν σε πόλεμο από αγάπη (π.χ. για την πατρίδα), ή ανθρωπιά (δεδομένης της σκληρότητας που προσάπτεται στον εχθρό), για λόγους τιμής ή από κάποιο είδος αξιοπρέπειας, από αισθήματα ενοχής ή για να σώσουν τη δημοκρατία στον κόσμο. Είναι a priori δύσκολο να φανταστεί κανείς -και a fortiori ακόμα δυσκολότερο ένας ανθρωπολόγος- κάποια ανθρώπινη προδιάθεση που να μην μπορεί να βρει ικανοποίηση στον πόλεμο ή, πιο σωστά, που να μην μπορεί να επιστρατευτεί κοινωνικά για τη διεξαγωγή του. Η συμπόνια, το μίσος, η γενναιοψυχία, η ντροπή, το γόητρο, η άμιλλα, ο φόβος, η περιφρόνηση, ο φθόνος, η απληστία - από εθνογραφική σκοπιά, οι λόγοι που οδηγούν τους ανθρώπους να πολεμήσουν καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη την γκάμα των ανθρώπινων κινήτρων. Κι αυτό για έναν ακόμα λόγο που αποτελεί κοινό τόπο της ανθρωπολογικής και της καθημερινής εμπειρίας: οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι πολεμούν δεν είναι οι λόγοι για τους οποίους γίνονται οι πόλεμοι. Όλοι οι λόγοι για τους οποίους εκατομμύρια Αμερικανοί πολέμησαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν θα έφταναν για να εξηγήσουν το ξέσπασμα ή τη φύση αυτού του πολέμου. Ούτε άλλωστε από το απλό γεγονός ότι πολεμούσαν θα μπορούσε να καταλάβει κανείς τους λόγους τους. Γιατί ο πόλεμος δεν είναι μια σχέση μεταξύ ατόμων αλλά μεταξύ κρατών (ή άλλων κοινωνικά / συγκροτημένων πολιτικών ομάδων) και οι άνθρωποι συμμετέχουν στον πόλεμο όχι ως άτομα ή ανθρώπινα όντα, αλλά ως κοινωνικά όντα -και μάλιστα όχι ακριβώς έτσι, αλλά μόνο με βάση μια κοινωνική ιδιότητα ενταγμένη σε συγκεκριμένο πλαίσιο*.
(Marshall Sahlins, Χρήσεις και καταχρήσεις της βιολογίας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1997, σσ. 47-50, * Η υπογράμμιση δική μου - Δ. Λ.)