Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020
Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020
Εγκώμιο του εγκλήματος. Παρέκβαση περί παραγωγικής εργασίας, του Καρλ Μαρξ
Ο φιλόσοφος παράγει ιδέες, ο ποιητής ποιήματα, ο πάστορας κηρύγματα, και ούτω καθεξής. Ο εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Αν προσέξουμε καλύτερα πώς σχετίζεται αυτός ο τελευταίος κλάδος παραγωγής με το κοινωνικό σύνολο, θ’ απαλλαγούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και ποινικό δίκαιο και τον καθηγητή που διδάσκει ποινικό δίκαιο και, συνάμα, το αναπόφευκτο σύγγραμα με το οποίο ο ίδιος καθηγητής ρίχνει στην αγορά τις παραδόσεις του εν είδει “εμπορεύματος”. Έτσι πολλαπλασιάζεται ο εθνικός πλούτος, για να μην αναφέρουμε την ατομική απόλαυση που παρέχει το χειρόγραφο του συγγράμματος στο δημιουργό του, όπως μας λέει ένας πολύ αξιόπιστος μάρτυρας, ο καθηγητής Roscher. [1] Πέραν τούτο, ο εγκληματίας παράγει ολόκληρη την αστυνομία και την ποινική οικονομία, κλητήρες, δικαστές, δήμιους, ενόρκους και λοιπά· όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι επαγγελματικοί κλάδοι, που αποτελούν ισάριθμες κατηγορίες του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, αναπτύσσουν διάφορες ικανότητες του ανθρώπινου πνεύματος, φτιάχνουν νέες ανάγκες αλλά και νέους τρόπους για την ικανοποίησή τους. Και μόνο τα βασανιστήρια έγιναν αφορμή για τις ευφυέστερες μηχανικές εφευρέσεις, ενώ πλήθος τίμιοι χειρώνακτες απασχολούνται στην παραγωγή των σχετικών εργαλείων. Ο εγκληματίας παράγει μια εντύπωση, εν μέρει ηθική, εν μέρει τραγική, αναλόγως, κι έτσι προσφέρει μια «υπηρεσία» στη διακίνηση των ηθικών και αισθητικών συγκινήσεων του κοινού. Δεν παράγει μόνο συγγράμματα ποινικού δικαίου, ούτε απλώς τους ποινικούς κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμη και τραγωδίες, όπως αποδεικνύουν όχι μόνο η Ενοχή του Müllner [2] και οι Ληστές του Schiller, αλλά επίσης ο Οιδίπους (του Σοφοκλή) και ο Ριχάρδος ο Τρίτος (του Shakespeare).
Ο εγκληματίας σπάζει την μονοτονία και την καθημερινή ασφάλεια της αστικής ζωής. Έτσι την προστατεύει από την τελμάτωση και προκαλεί την ανήσυχη ένταση και την κινη-τικότητα, χωρίς τις οποίες θα αμβλυνόταν ακόμη και η ορμή του ανταγωνισμού. Δίνει, λοιπόν, ένα κίνητρο στις παραγωγικές δυνάμεις. Το έγκλημα αποσύρει από την αγορά εργασίας ένα τμήμα του περιττού πληθυσμού, οπότε μειώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών, εμποδίζοντας, ως ένα βαθμό, την πτώση του μισθού κάτω από ένα ελάχιστο όριο, ενώ παράλληλα ο αγώνας εναντίον του εγκλήματος απορροφά ένα άλλο τμήμα του ίδιου πληθυσμού. Άρα, ο εγκληματίας αναδεικνύεται σε μιαν από εκείνες τις φυσικές «εξισορροπήσεις» που αποκαθιστούν το σωστό επίπεδο και ανοίγουν μια ολόκληρη προοπτική «ωφέλιμων κλάδων απασχόλησης». Οι επενέργειες του εγκλήματος στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσαν να αποδειχθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια. Οι κλειδαριές θα είχαν αποκτήσει τη σημερινή τους αρτιότητα, αν δεν υπήρχαν κλέφτες; Η νομισματοκοπία θα έφτανε στην τωρινή της τελειότητα, αν δεν υπήρχαν παραχαράκτες; Το μικροσκόπιο θα έβρισκε ποτέ τρόπο να περάσει στη συνήθη εμπορική σφαίρα (βλ. και Babbage [3]), αν δεν γινόταν απάτη στο εμπόριο; Τέλος, η εφαρμοσμένη χημεία δεν οφείλει στη νοθεία των εμπορευμάτων και στην προσπάθεια ανακάλυψης της όσα ακριβώς οφείλει και στον τίμιο παραγωγικό ζήλο; Το έγκλημα επινοεί διαρκώς νέα επιθετικά μέσα για να προσβάλει την ιδιοκτησία, κι έτσι γεννά και νέα αμυντικά μέσα, οπότε επιδρά παραγωγικά στην ανακάλυψη νέων μηχανών – όπως ακριβώς και οι απεργίες. Ας αφήσουμε όμως τη σφαίρα του ιδιωτικού εγκλήματος: Χωρίς εθνικό έγκλημα θα μπορούσε να υπάρξει παγκόσμια αγορά; Θα υπήρχαν έθνη; Άραγε το δέντρο της αμαρτίας δεν είναι, ταυτόχρονα, και δέντρο της γνώσης, από την εποχή του Αδάμ ως σήμερα; […]
Σημειώσεις:
[1] Roscher, Wilhelm Georg Friedrich (1817-1894). Ιδρυτής της παλαιότερης ιστορικής σχολής της πολιτικής οικονομίας στη Γερμανία.
[2] Müllner, Amandus Gottfried Adolf (1774-1829). Κριτικός και ποιητής.
[3] Babage, Charles (1792-1871). Άγγλος μαθηματικός, μηχανικός και οικονομολόγος.
Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020
Μορφές Κοινωνικής Οργάνωσης: Ερωτήσεις Σωστού - Λάθους
Ερωτήσεις της μορφής Σωστού – Λάθους. Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν κυκλώνοντας το γράμμα Σ αν η πρόταση είναι σωστή ή το γράμμα Λ, αν η πρόταση είναι λανθασμένη.
1) Η Μακροκοινωνιολογία εστιάζει το ενδιαφέρον της στις σχέσεις των ατόμων στο πλαίσιο μιας κοινωνικής ομάδας. Σ Λ
2) Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των αγροτικών κοινωνιών είναι η μόνιμη εγκατάσταση του αγρότη καλλιεργητή σε ένα τόπο. Σ Λ
3) Η συστηματική καλλιέργεια του εδάφους στην οποία στηρίζεται η οικονομία μιας κοινωνίας δεν αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των αγροτικών κοινωνιών. Σ Λ
4) Οι δουλοκτητικές κοινωνίες είναι μια μορφή αγροτικών κοινωνιών. Σ Λ
5) Οι καλλιεργητές της γης στις αγροτικές δουλοκτητικές κοινωνίες θεωρούνται «εργαλεία» και «εξαρτήματα» της γης. Σ Λ
6) Στις φεουδαρχικές αγροτικές κοινωνίες ο αγρότης καλλιεργητής της γης υπόκειται σε ένα σύστημα ιδιόμορφων δεσμεύσεων με τη γη και τον ιδιοκτήτη της. Σ Λ
7) Η παροχή φόρων σε χρήμα, του αγρότη καλλιεργητή της γης, προς τον φεουδάρχη ήταν η μοναδική του υποχρέωση. Σ Λ
8) Στις αγροτικές κοινωνίες η προσδοκώμενη ζωή ήταν μικρή και για τον λόγο αυτό υπήρχε και χαμηλή γεννητικότητα. Σ Λ
9) Η αγορά υπό την ευρεία της έννοια, σημαίνει σχέσεις με τους άλλους. Σ Λ
10) Η μετάβαση από την φεουδαρχική στην βιομηχανική κοινωνία ήταν μια μακρά διαδικασία η οποία ξεκίνησε τον 10ο και 11ο αιώνα. Σ Λ
11) Κατά την διαδικασία μετάβασης από την φεουδαρχική στην βιομηχανική κοινωνία συμμετείχαν αγρότες που κατάφεραν να μετασχηματιστούν σε βιοτέχνες της υπαίθρου, οι οποίοι παρήγαγαν για την αγορά. Σ Λ
12) Οι πρώτες βιοτεχνίες οι οποίες δημιουργήθηκαν στην ύπαιθρο στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος, αποτέλεσαν το πρόπλασμα της μετέπειτα βιομηχανίας. Σ Λ
13) Οι συντεχνίες οργανώθηκαν στην ύπαιθρο.
Σ Λ
14) Οι συντεχνίες ήταν κλειστά συστήματα επαγγελματικών κατηγοριών που δεν επέτρεπαν την είσοδο σε καινούργιους επαγγελματίες. Σ Λ
15) Στις πόλεις ο κάτοχος κεφαλαίου που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της βιοτεχνίας αναλάμβανε και την διάθεση του προϊόντος στην αγορά. Σ Λ
16) Η γέννηση της μανιφακτούρας οφείλεται στον καταμερισμό του παραγωγικού έργου σε περισσότερα βιοτεχνικά εργαστήρια τα οποία όμως δεν εργάζονται για τον ίδιο έμπορο. Σ Λ
17) Η αγροτική παραγωγή στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας μπορούσε να συντηρήσει τους ανθρώπους που ζούσαν στις πόλεις.
Σ Λ
18) Σύμφωνα με τον Χομπσμπάουμ η εργατική τάξη, το «παιδί της βιομηχανικής επανάστασης» εξαπλώθηκε στην Ευρώπη στη δεκαετία του 1840. Σ Λ
19) Η βιομηχανική επανάσταση περιλαμβάνει εκτός των άλλων και την μισθωτή εργασία. Σ Λ
20) Μισθωτή εργασία σημαίνει ότι ο εργάτης είναι ανεξάρτητος από τον εργοδότη του. Σ Λ
21) Η βιομηχανική επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα και την δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς που δεν εξαρτιόταν από την υπάρχουσα ζήτηση αλλά από την ικανότητα παραγωγής αγαθών. Σ Λ
22) Η αστικοποίηση ως φαινόμενο είναι χαρακτηριστικό της βιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας. Σ Λ
23) Η μεταβιομηχανική κοινωνία αξιοποιεί σε πολύ μεγάλο βαθμό την πληροφορία και την γνώση. Σ Λ
24) Η πληροφορία στα πλαίσια της μεταβιομηχανικής κοινωνίας είναι το κλειδί για την μεγαλύτερη ανάπτυξη, την αύξηση της παραγωγικότητας και για την ταχύτητα στην λήψη των αποφάσεων. Σ Λ
25) Η βιομηχανική και η μεταβιομηχανική κοινωνία έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά.
Σ Λ
26) Η μεταβιομηχανική κοινωνία οργανώθηκε και λειτούργησε γύρω από τον τομέα της γνώσης, ενώ η βιομηχανική κοινωνία λειτούργησε γύρω από την συσσώρευση του κεφαλαίου.
Σ Λ
27) Η βιομηχανική και μεταβιομηχανική κοινωνία εστιάζουν στο πανεπιστήμιο και στην γνώση.
Σ Λ
28) Στα πλαίσια της μεταβιομηχανικής κοινωνίας αναγνωρίστηκαν δικαιώματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων και μειονοτήτων. Σ Λ
29) Οι όροι αναπτυγμένη κοινωνία και αναπτυσσόμενη είναι ταυτόσημοι και αναφέρονται στις ίδιες κοινωνίες με τον ίδιο βαθμό ανάπτυξης. Σ Λ
30) Στις λιγότερο αναπτυγμένες κοινωνίες επικρατούν προβληματικές καταστάσεις.
Σ Λ
31) Οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες κατά το παρελθόν αποτέλεσαν αντικείμενο αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης. Σ Λ
32) Οι χώρες του Πρώτου κόσμου χαρακτηρίζονται από την σχεδιασμένη οικονομία και την εκβιομηχάνιση. Σ Λ
33) Οι χώρες του Τρίτου κόσμου έχουν είτε ελεύθερη είτε κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία και έχουν υψηλό βαθμό εκβιομηχάνισης. Σ Λ
34) Οι χώρες του Τρίτου κόσμου διαφοροποιούνται μεταξύ τους και επομένως δεν αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σ Λ
35) Η διάκριση των κοινωνιών σε «αναπτυγμένες» και «υποανάπτυκτες» είναι η σύγκλιση ή απόκλιση τους από τις αξίες και τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά πρότυπα των χωρών του Πρώτου Κόσμου. Σ Λ
36) Σύμφωνα με την θεωρία του εκσυγχρονισμού η εκπαίδευση έχει αιτιώδη σχέση με την οικονομική ανάπτυξη. Σ Λ
37) Η οικονομική ανάπτυξη σύμφωνα με την θεωρία του εκσυγχρονισμού μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την υψηλή ποιότητα της εκπαίδευσης. Σ Λ
38) Σύμφωνα με την θεωρία της εξάρτησης οι χώρες του Τρίτου Κόσμου αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τις χώρες του Πρώτου Κόσμου. Σ Λ
39) Οι οικονομικά αναπτυγμένες χώρες, σύμφωνα με την θεωρία της εξάρτησης, λειτουργούν ως μια παγκόσμια καπιταλιστική τάξη η οποία αναφέρεται και ως «μητρόπολη».
Σ Λ
40) Οι χώρες της περιφέρειας, σύμφωνα με την θεωρία της εξάρτησης, παίζουν τον ρόλο της εργατικής τάξης που υφίσταται την εκμετάλλευση σε διεθνές επίπεδο. Σ Λ
Αναδημοσίευση: stpefkidis.blogspot.com
Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020
Bernard Vernier: H κοινωνική γένεση των αισθημάτων
Η οικογενειακή στρατηγική της Καρπάθου και συγκεκριμένα της κοινότητας της Ολύμπου (ή Ελύμπου) έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί, ακριβώς γιατί βασίζεται στο σύστημα προτίμησης του πρωτότοκου που κληρονομούσε τον πατέρα του και της πρωτότοκης κόρης που κληρονομούσε τη μητέρα της. Κατά τις δεκαετίες του 1910 και του 1960 αμφισβητήθηκαν αυτές οι πρακτικές λόγω της εισροής του μεταναστευτικού συναλλάγματος. Οι πρωτότοκοι-ες ονομαζόντουσαν «κανακάρηδες» ή «κανακαρές» και εκείνο το χαρακτηριστικό που τους έδινε τον τίτλο ήταν η σειρά γέννησης, η οποία συνδεόταν με τον κανόνα «που όριζε ότι ο πρώτος γιος μιας συζυγικής οικογένειας έπαιρνε προίκα την πατρική περιουσία ακέραιη, όπως την είχε εισφέρει στο δικό του γάμο ο πατέρας του, και η πρώτη κόρη αυτού του γάμου προικοδοτούνταν με το σύνολο των αγαθών που κατέβαιναν από την πλευρά της μητέρας» (Β. Vernier, 2001:XII). Οι πρωτότοκοι αποδέκτες της περιουσίας αυτής ήσαν υποχρεωμένοι, όταν παντρεύονταν, να μεταβιβάσουν στο πρώτο τους, ίδιου φύλου, παιδί το σύνολο των κληρονομικών αγαθών που είχαν λάβει από τους δικούς τους γονείς. Μία μόνο προϋπόθεση έπρεπε να τηρηθεί: ο κανακάρης και η κανακαρά έπρεπε να φέρουν ο πρώτος το όνομα του παππού (από την πλευρά του πατέρα) και η δεύτερη το όνομα της γιαγιάς (από την πλευρά της μητέρας). Το βαφτιστικό αυτό όνομα νομιμοποιούσε το δικαίωμα στην κληρονομιά. Έτσι βλέπουμε ότι οι πρωτότοκοι, διαμέσου της απόκτησης των μέσων παραγωγής (γη, όπως επίσης βόδια και μύλους, που ήταν αποκλειστικό προνόμιο των κανακάρηδων), γίνονταν οι οικονομικοί θεματοφύλακες, αλλά και οι θεματοφύλακες του συμβολικού κεφαλαίου. Οι άρρενες υστερότοκοι (ο όρος «υστερότοκος» δεν χρησιμοποιείται με την αυστηρή του έννοια, που σημαίνει το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας, αλλά με την έννοια που περιλαμβάνει οποιοδήποτε παιδί μετά το πρωτότοκο), αποκλεισμένοι από την πατρική περιουσία, αναγκάζονταν να γίνουν χειρώνακτες ή να μεταναστεύσουν, ενώ οι υστερότοκες υποχρεώνονταν σε αγαμία και γινόντουσαν υπηρέτριες της κανακαράς. Από τη συνοπτική αυτή παρουσίαση της στρατηγικής προτίμησης του πρωτότοκου ή της πρωτότοκης και του αποκλεισμού των υπολοίπων φαίνονται:
1. Ο τρόπος με τον οποίο εξασφαλίζεται η συνέχεια των ανδρικών και των γυναικείων γενεαλογικών σειρών.
2. Η διατήρηση του αδιαίρετου της κληρονομημένης ιδιοκτησίας.
3. Η δημιουργία και η διαιώνιση μιας κοινωνίας πρωτότοκων, ιεραρχικά ανώτερης (με οικονομικό αλλά και συμβολικό κεφάλαιο, όπως όνομα, κατοχή ιδιωτικών εκκλησιών, πιάτων και φλουριών κ.ά).
Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020
Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020
Η πρόσληψη του Weber στη Γαλλία και η οικειοποίησή του από ριζοσπαστική πολιτική σκοπιά, του Aurélien Berlan
Ο πλούτος της σκέψης του Max Weber μετριέται με την ποικιλία των τρόπων με τους οποίους έχουν προσπαθήσει να την οικειοποιηθούν, τόσο στο ακαδημαϊκό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Γενικά, τείνει κανείς να κατατάξει αμέσως τον Weber στους «κοινωνιολόγους», επειδή κι ο ίδιος χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο και συμμετείχε στην ίδρυση του συγκεκριμένου γνωστικού πεδίου. Αν όμως κοιτάξει από πιο κοντά το περιεχόμενο των μελετών του, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι από ακαδημαϊκή άποψη ο Weber ήταν κατά βάθος ένας «διεπιστημονικός» στοχαστής. Αυτό που τον ώθησε προς το καινούριο πεδίο της κοινωνιολογίας ήταν χωρίς αμφιβολία ακριβώς η θέληση να ξεπεράσει τη στενότητα των πανεπιστημιακών πεδίων, η στεγανοποίηση των οποίων αποτελούσε εμπόδιο για εκείνο που ο ίδιος αναζητούσε: μια συνολική θεώρηση που θα του επέτρεπε να κατανοήσει τον κόσμο στον οποίο ζούσε, έναν κόσμο που τελούσε σε πλήρη μετάλλαξη. Έχοντας αρχικά σπουδάσει νομικά, έλαβε τους πανεπιστημιακούς του τίτλους στο πεδίο της ιστορίας του δικαίου. Στη διάρκεια της σύντομης ακαδημαϊκής του καριέρας δίδαξε οικονομικά, εντασσόμενος στην παράδοση της ιστορικής σχολής του συγκεκριμένου πεδίου. Δεν αντιλήφθηκε τον εαυτό του ως κοινωνιολόγο παρά σχετικά αργά και συνέχισε να παρουσιάζεται ως οικονομολόγος, υπογραμμίζοντας επιπρόσθετα τον εργαλειακό χαρακτήρα της κοινωνιολογίας που επεξεργαζόταν, τη θέση της ως βοηθητικού μέσου στην υπηρεσία του «ιστορικού καταλογισμού των πολιτισμικά σημαντικών φαινομένων»...
Περισσότερα εδώ: https://poli-k.net/prodimosieysi-enas-rizospastis-max-weber/