Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Η έννοια του ιδεότυπου στο έργο του Max Weber




Το κύριο μεθοδολογικό εργαλείο του Βέμπερ είναι ο ιδεότυπος:


Οι ιδεατοί τύποι είναι έννοιες που χρησιμοποιούμε για να συνδεθούμε με την κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα, για να εξετάσουμε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα ή μια πορεία δράσης.

Είναι «ευρετικές» έννοιες. Ο σύνθετος χαρακτήρας της κοινωνικής πραγματικότητας δεν μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε εξαντλητικά τα φαινόμενα.

Με τους ιδεατούς τύπους επιχειρούμε να συλλάβουμε τα κοινωνικά φαινόμενα με μια λογικά συνεκτική μορφή.

Ο ιδεότυπος είναι μια νοητή κατασκευή, η οποία συγκεντρώνει σε καθαρή μορφή και με εσωτερική συνοχή βασικά γνωρίσματα ενός φαινομένου (π.χ.Γραφειοκρατία,ο έλλογος καπιταλισμός, η καπιταλιστική οικονομική πράξη, ιδεότυποι της κοινωνικής πράξης, ιδεότυποι εξουσίας). 

Ο ιδεότυπος αποσκοπεί στην κατανόηση των πιο σημαντικών όψεων της εμπειρικής πραγματικότητας.

Η διατύπωση υποθέσεων σχετικά με την ύπαρξη αιτιωδών σχέσεων μεταξύ των στοιχείων που αποτελούν την εμπειρική πραγματικότητα δεν έχει αξίωση γενίκευσης και απολυτότητας.
Δημήτρης Λάλλας 

Κοινωνιολογία Γ Λυκείου - Κεφάλαιο 1 (Max Weber)

Τα κοινωνικά γεγονότα ως "πράγματα"...

Émile Durkheim 1858-1917



Στους Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου, ο Ντυρκέμ υποστήριξε ότι το κύριο αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, το οποίο της έδινε έναν επιστημονικό χαρακτήρα, ήταν η μελέτη των κοινωνικών γεγονότων. Aυτά ορίζονται ως τρόποι πράξης, σκέψεων και αισθημάτων που επιβάλλονται εξωτερικά και καταναγκαστικά στο άτομο από την κοινωνία. Τα κοινωνικά γεγονότα έπρεπε να μελετώνται ως πράγματα, μια μελέτη που ευνοούσε την εμπειρική και όχι τη φιλοσοφική μέθοδο. Ως πράγματα κατανοούνταν ότι υπήρχαν ανεξάρτητα από το άτομα και την ψυχολογία τους. Έτσι, η Κοινωνιολογία ξεχώριζε όχι μόνο από τη Φιλοσοφία, αλλά και από την Ψυχολογία. Τα κοινωνικά γεγονότα διακρίνονταν σε υλικά γεγονότα, όπως η κοινωνία, η Εκκλησία, το κράτος, σι τρόποι επικοινωνίας, και σε μη υλικά γεγονότα, όπως η ηθικότητα, η συλλογική συνείδηση, οι συλλογικές αναπαραστάσεις, κτλ.


«Πώς συμβαίνει, ενώ το άτομο γίνεται όλο και πιο αυτόνομο, να εξαρτάται όλο και πιο στενά από την κοινωνία». (Για τον Καταμερισμό της Εργασίας στην Κοινωνία). Πάνω στο ερώτημα αυτό, που επικεντρώνεται στο δεσμό του ατόμου με την κοινωνία και στην ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης, ο Ντυρκέμ αναπτύσσει τη θεωρία του.

Αναδημοσίευση: sciencearchives.wordpress.com


Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Στην αρχαία ελληνική κοινωνία οι δούλοι αποτελούσαν τάξη;

"Το ερώτημα είναι λιγότερο τετριμμένο από ότι μοιάζει και για να το θέσει με τη μορφή αυτή ο ιστορικός της αρχαίας Ελλάδας πρέπει να κάνει κάποιες διευκρινήσεις. […]

1. Μια τάξη είναι μια ομάδα ανθρώπων, που κατέχουν μια ξεκάθαρη θέση στην κοινωνική κλίμακα. Αυτό είναι που εκφράζουμε στην καθομιλουμένη όταν μιλάμε για “μεγάλη αστική τάξη” ή για τη “μικροαστική τάξη”, για τους υποτιθέμενους “μεσοαστούς” ή για τις “κατώτερες τάξεις”. […]

2. Μια τάξη κατέχει μια συγκεκριμένη θέση στις σχέσεις παραγωγής· αυτή είναι η πιο σημαντική συνεισφορά του μαρξισμού και είναι περιττό να επιμείνουμε σε αυτό.

3. Μια κοινωνική τάξη, τέλος, προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση κοινών συμφερόντων, τη χρησιμοποίηση μιας κοινής γλώσσας και μια κοινή δράση στο κοινωνικό και πολιτικό παιχνίδι. Και αυτό επίσης το οφείλουμε στον Μαρξ και θα θυμίσω επίσης την περίφημη σελίδα της 18ης Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη σχετικά με τους γάλλους μικροκαλλιεργητές αγρότες, “πελώρια μάζα της οποίας τα μέλη ζουν όλα στην ίδια κατάσταση χωρίς όμως να συνδέονται μεταξύ τους με σύνθετες σχέσεις” και είναι πασίγνωστο το συμπέρασμα του Μαρξ που παίζει και με τις δυο δυνατές σημασίες της λέξης “τάξη”: “στο μέτρο που εκατομμύρια αγροτικές οικογένειες ζουν σε οικονομικές συνθήκες που ξεχωρίζουν και αντιπαραθέτουν τον τρόπο ζωής τους, τα συμφέροντα και τον πολιτισμό τους από αυτά άλλων κοινωνικών τάξεων, αποτελούν τάξη. Στο μέτρο όμως, που ανάμεσα στους αγρότες μικροκαλλιεργητές δεν υπάρχει παρά μια τοπική αλληλεγγύη και όπου η ταυτότητα των συμφερόντων τους δε δημιουργεί μεταξύ τους καμία κοινότητα, κανένα εθνικό σύνδεσμο ούτε κάποια πολιτική οργάνωση, δεν αποτελούν τάξη”.

[...]

Στην Αθήνα βασιλεύει μια μεγάλη απλότητα που τη γνωρίζουν όσοι έχουν κάνει ιστορία στο σχολείο. Υπάρχει ο πολίτης, ο μέτοικος και ο δούλος και φυσικά οι διακρίσεις ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο και θα πρόσθετα τις διακρίσεις ανάμεσα στις ηλικίες, αφού το αθηναϊκό “πολίτευμα” αντιπαραθέτει τους “νέους” και τους “γέρους”. Είναι προφανές ότι μέσα στον κόσμο των δούλων υπάρχουν τεράστιες διαφορές. Δεν είναι το ίδιο πράγμα να είσαι χωροφύλακας, υπάλληλος ή μεταλλωρύχος, να κρατάς ένα μαγαζί ή να είσαι αγροτικός εργάτης. Στο δικαιακό επίπεδο όμως, οι διαφορές αυτές, τουλάχιστον κατά τον πέμπτο αιώνα, δε μετρούν και πάρα πολύ. Η καλύτερη απόδειξη μπορεί να βρεθεί στην εμπειρία που είχαν περισσότεροι από ένας Αθηναίοι. Έστω ότι κάποιος δηλώνει πως είναι πολίτης και η ιδιότητά του αυτή αμφισβητείται· θα περάσει πρώτα από δίκη μπροστά στη συνέλευση του δήμου. Αν αυτή αποφασίσει πως δεν είναι πολίτης, θα υποβιβαστεί στην κατάσταση του μετοίκου, διατηρώντας έτσι την ατομική του ελευθερία· μπορεί όμως να μην αποδεχτεί αυτήν την απόφαση και με τη διαδικασία της εφέσεως να κινήσει νέα διαδικασία στο λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας. Αν χάσει και τη νέα δίκη θα πωληθεί σαν δούλος. Αντίστροφα, ένας δούλος που γίνεται απελεύθερος πριν μπορέσει να αποβλέψει στον τίτλο του πολίτη, θα περιοριστεί –αυτή είναι κανονικά η μοίρα ενός απελεύθερου– στην ιδιότητα του μετοίκου".
 
 (Pierre Vidal-Naquet, Ο Μαύρος Κυνηγός, Λιβάνης, Αθήνα, 1983)