Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Πιερ Μπουρντιέ - Το αποτέλεσμα του τίτλου


Pierre Bourdieu (1930-2002)
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Π. Μπουρντιέ (Ρ. Bourdieu, 1930-2002) κατέδειξε εμπειρικά ότι το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί ως σύστημα επιλογής που ευνοεί τις ανώτερες τάξεις σε βάρος των υπολοίπων. Αυτή η προνομιακή μεταχείριση των ανώτερων τάξεων είναι εμφανής στον τίτλο σπουδών που χορηγείται από το σχολείο. Ο χαρακτηρισμός της φοίτησης του μαθητή που αναγράφεται στον τίτλο σπουδών του είναι στην ουσία μια απονομή ιδιοτήτων στο μαθητή (Ρ. Bourdieu, 2002:66). Αυτή η απονομή των ιδιοτήτων (είτε είναι θετική, όπως π.χ. «απολύεται με λίαν καλώς», είτε αρνητική, όπως «απορρίπτεται» ή «παραπέμπεται», που ισούται με στιγματισμό) κατατάσσει τα άτομα σε ιεραρχημένες κοινωνικές ομάδες.

 
 Το αποτέλεσμα του τίτλου

Γνωρίζοντας τη σχέση η οποία, εξαιτίας του τρόπου λειτουργίας του σχολικού συστήματος και της λογικής που διέπει τη μεταβίβαση του πολιτισμικού κεφαλαίου, εγκαθιδρύεται ανάμεσα στο κληρονομημένο από την οικογένεια πολιτισμικό κεφάλαιο και στο σχολικό κεφάλαιο, δε θα μπορούσαμε να καταλογίσουμε αποκλειστικά στη δράση του σχολικού συστήματος [...] την ισχυρή συσχέτιση που παρατηρείται ανάμεσα στην ικανότητα σε θέματα μουσικής ή ζωγραφικής (και στην πρακτική την οποία αυτή συνεπάγεται και καθιστά δυνατή) και στο σχολικό κεφάλαιο: και τούτο γιατί το σχολικό κεφάλαιο είναι το εγγυημένο προϊόν των συσσωρευμένων αποτελεσμάτων της πολιτισμικής μεταβίβασης που εξασφαλίζεται από την οικογένεια και της πολιτισμικής μεταβίβασης που εξασφαλίζεται από το σχολείο (και η αποτελεσματικότητα της οποίας εξαρτάται από τη σπουδαιότητα του άμεσα κληρονομημένου από την οικογένεια πολιτισμικού κεφαλαίου). Ο σχολικός θεσμός, με τη δράση εγχάραξης γνώσεων και τη δράση επιβολής αξίας τις οποίες ασκεί, συμβάλλει επίσης (κατά ένα λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό μέρος, ανάλογα με την αρχική διάθεση, δηλαδή ανάλογα με την τάξη καταγωγής) στη συγκρότηση της γενικής και μεταθετής διάθεσης απέναντι στη νόμιμη κουλτούρα, η οποία έχει μεν αποκτηθεί με αφορμή τις σχολικά αναγνωρισμένες γνώσεις και πρακτικές, αλλά τείνει να εφαρμοστεί πέρα από τα όρια του "σχολικού", παίρνοντας τη μορφή μιας "ανιδιοτελούς" ροπής προς συσσώρευση εμπειριών και γνώσεων, οι οποίες ενδέχεται και να μην είναι άμεσα αποδοτικές στη σχολική αγορά.

Στην πραγματικότητα, η τάση της καλλιεργημένης διάθεσης προς καθολίκευση είναι απλώς η προϋπόθεση που επιτρέπει την επιχείρηση πολιτισμικής ιδιοποίησης, η οποία είναι εγγεγραμμένη ως αντικειμενική απαίτηση τόσο στο γεγονός του ανήκειν στην αστική τάξη όσο και στους τίτλους που διανοίγουν πρόσβαση στα δικαιώματα και στα καθήκοντα της αστικής τάξης. Γι' αυτό και πρέπει πρώτα να σταματήσουμε σε ένα αποτέλεσμα του σχολικού θεσμού που φαίνεται να είναι καλύτερα κρυμμένο, εκείνο το οποίο παράγει η επιβολή τίτλων, ιδιαίτερη περίπτωση του αποτελέσματος καταστατικής απονομής ιδιοτήτων, θετικής (εξευγενισμός) ή αρνητικής (στιγματισμός), το οποίο όλες οι ομάδες παράγουν όταν κατατάσσουν τα άτομα σε ιεραρχημένες τάξεις*. [...] 

(Pierre Bourdieu, Η Διάκριση, Πατάκης, Αθήνα, 2002
*Οι υπογραμμίσεις δικές μου - Δ.Λ.) 

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Η οργάνωση της παραγωγής κατά τον Χένρυ Φορντ


Ο Φορντ (Η. Ford, 1863-1947) ακολουθώντας τα βήματα του Τέιλορ, προσθέτει στην οργάνωση της εργασίας το σύστημα της σειράς συναρμολόγησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο εργαζόμενος εκτελεί μια μηχανοποιημένη εργασία. Δεν είναι δηλαδή οι εργάτες που μετακινούνται στο χώρο δουλειάς εκτελώντας συγκεκριμένες εργασίες, αλλά τα κομμάτια που πρόκειται να συναρμολογηθούν τα οποία μεταφέρονται μπροστά στον εργαζόμενο. (Κοινωνιολογία Γ Λυκείου σελ. 112)


Γράφει ο Φορντ στην αυτοβιογραφία του Η ζωή μου, το έργο μου: «Στο χυτήριο πχ. όπου άλλοτε η δουλειά γινόταν με το χέρι και όπου όλοι οι εργάτες ήταν ειδικευμένοι, μετά την ορθολογικοποίηση δε μένει παρά ένα 5% από καλουπατζίδες. Οι υπόλοιποι 95% έχουν ειδικευθεί σε ένα μόνο χειρισμό που ακόμα και το πιο ηλίθιο άτομο μπορεί να κάνει. Η συναρμολόγηση γίνεται εξολοκλήρου με μηχανικά μέσα».

(Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Benjamin Coriat, Ο Εργάτης και το Χρονόμετρο, Κομμούνα, 1985)

«Κατά τη γνώμη του Χένρυ Φορντ, η μέγιστη απόδοση δεν έπρεπε κατά κανένα τρόπο να προκύπτει από την ασφυκτική οργάνωση της εργασίας, ούτε έπρεπε να στριμώχνει στη γωνία κάθε έναν εργάτη ξεχωριστά, όπως συνέβαινε με το “γραφείο εργασίας” του Τέιλορ, το οποίο ασχολιόταν αποκλειστικά με την εργασία. Κατά τη γνώμη του Χένρι Φορντ, η μέγιστη απόδοση επιτυγχάνεται πλήρως μέσα από την όρεξη για δουλειά που ο ίδιος εμφυσά με την προσωπικότητά του σ’ όλη την κλίμακα της εργασίας.  Μια εταιρία αποκτά ζωή όταν οι εργάτες αντιλαμβάνονται ότι βελτιώνεται διαρκώς και μάλιστα μέσα από την ενεργή συμμετοχή των εργατών, που πλέον νιώθουν ότι έχουν εσωτερικεύσει την ευθύνη ετούτου του καθήκοντος».   

(Karl Heinz Roth & Angelika Ebbinghaus, Το άλλο εργατικό κίνημα,  Αρχείο71, 2017)

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Ανομία και συλλογική δράση στον Ε. Ντυρκέμ


Ο Ντυρκέμ παραλαμβάνει τον όρο ανομία από τον Μ. Guyau [1], που με τη σειρά του είχε χρησιμοποιήσει μια ελληνικής προέλευσης λέξη, που σημαίνει είτε την έλλειψη νόμων (έννοια που υπάρχει στην Πολιτεία του Πλάτωνα) είτε την παραβίαση και την απώλεια δεσμευτικής ισχύος του νόμου (έννοια που υπάρχει στην Αντιγόνη του Ευρυπίδη). Η ανομία, στο λεξιλόγιο του Ντυρκέμ, χρησιμοποιείται εν προκειμένω για να χαρακτηρίσει, από τη μία, την έλλειψη ή την αποδυνάμωση ή την απώλεια νομιμοποίησης των κανόνων και των νόμων σε επίπεδο κοινωνικού συστήματος και, από την άλλη, στο επίπεδο των δρώντων, για να χαρακτηρίσει την ψυχολογική κατάσταση στην οποία αυτοί περιπίπτουν, όταν οι νόμοι και οι κανόνες δεν παίζουν πλέον το ρόλο τους στον περιορισμό και τη ρύθμιση των επιθυμιών.

[…]

Το βασικό σχήμα του Ντυρκέμ παρουσιάζει την κοινωνία σε ένταση λόγω μιας συνεχούς πάλης ανάμεσα στις δυνάμεις της αποδιάρθρωσης (ιδίως την πολύ γρήγορη διαφοροποίηση λειτουργιών, οικονομικών κλάδων, επαγγελμάτων κ.λπ.) και τις δυνάμεις της ενσωμάτωσης ή συνοχής (ιδίως μια νέα ή ανανεωμένη συμμετοχή σε κοινές πεποιθήσεις). Σε αυτό το πλαίσιο, μέσα από το έργο του Ντυρκέμ, ο Τίλλυ θεωρεί ότι μπορούν να ανακατασκευαστούν μοντέλα τριών τύπων συλλογικής δράσης: Μπορούμε να μιλήσουμε για κανονική ή συμβατική συλλογική δράση, ανομική συλλογική δράση και επανορθωτική συλλογική δράση. Μπορούμε απλοποιητικά να σχηματοποιήσουμε την ανάλυση του Ντυρκέμ περί συλλογικής δράσης στο Σχήμα 2: 

Σχήμα 2

Στο παραπάνω σχήμα 2, η περιοχή πάνω από τη διαγώνιο είναι ασφαλής. Εκεί η ανάπτυξη μιας κοινής πεποίθησης συμβαδίζει ή επικαλύπτει τις εντάσεις που δημιουργούνται λόγω της διαφοροποίησης. Η περιοχή κάτω από τη διαγώνιο είναι η «επικίνδυνη». Εδώ η διαφοροποίηση υπερβαίνει την έκταση των κοινών πεποιθήσεων. Η κανονική συλλογική δράση αναπτύσσεται στην ασφαλή περιοχή και συντελεί στην αναπαραγωγή των κοινών πεποιθήσεων. Η ανομική συλλογική δράση αναπτύσσεται καθώς η κοινωνία μετατοπίζεται προς την περιοχή κάτω από τη διαγώνιο. Η επανορθωτική συλλογική δράση αναπτύσσεται κοντά στη διαγώνιο και συντελεί στην εκτόνωση των εντάσεων, την υπέρβαση των ανομικών καταστάσεων και την επαναφορά της κοινωνίας στην ασφαλή περιοχή. Στο πλαίσιο της θεωρίας του Ντυρκέμ, αν επιτυγχάνεται η διαφοροποίηση, θα πρέπει να αναμένεται αντίστοιχη αύξηση της ανομικής και επανορθωτικής συλλογικής δράσης. Στο επίκεντρο της συλλογικής δράσης βρίσκονται τόσο τα νέα κοινωνικά στρώματα που δημιουργεί η κοινωνική διαφοροποίηση όσο και τα στρώματα των οποίων η θέση κινδυνεύει λόγω της διαφοροποίησης. Η θεωρία του Ντυρκέμ υποθέτει μια στενή σχέση ανάμεσα στην αυτοκτονία, το έγκλημα και τη μη κανονική συλλογική δράση.

Σημειώσεις:

[1] Ο M. Guyau στο έργο του L’irreligion de l’avenir, Paris: Alcan, 1887), μιλούσε για μια ηθική ανομία και μια θρησκευτική ανομία (βλ. J.C. Filloux, 1977, σ. 82)

(Στέλιος Αλεξανδρόπουλος, Θεωρίες για τη Συλλογική Δράση και τα Κοινωνικά Κινήματα, Κριτική, Αθήνα, 2001, σσ. 104-105)

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Πώς διαμορφώνεται η «πάλη των τάξεων», σύμφωνα με τον Μαρξ, στο βιομηχανικό καπιταλιστικό σύστημα; Πώς εξελίσσεται αυτή η πάλη στη μεταβιομηχανική κοινωνία, σε σχέση με το συνδικαλιστικό κίνημα και τις διεκδικήσεις των κοινωνικών ομάδων; Πώς «εκφράζεται» η πάλη των τάξεων στη σχέση ανάμεσα στις αναπτυγμένες και τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος;




Α. Πώς διαμορφώνεται η «πάλη των τάξεων», σύμφωνα με τον Μαρξ, στο βιομηχανικό καπιταλιστικό σύστημα;

Β. Πώς εξελίσσεται αυτή η πάλη στη μεταβιομηχανική κοινωνία, σε σχέση με το συνδικαλιστικό κίνημα και τις διεκδικήσεις των κοινωνικών ομάδων; 

Γ. Πώς «εκφράζεται»  η πάλη των τάξεων στη σχέση ανάμεσα στις αναπτυγμένες και τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος;
 
Απάντηση 

Α. Οι θεωρητικοί της σχολής των συγκρούσεων ισχυρίζονται ότι οι συγκρούσεις στην κοινωνία είναι αναπόφευκτες λόγω της συνεχούς παραγωγής ανισοτήτων. Πηγή έμπνευσης των θεωρητικών αυτών ήταν ο Κ. Μαρξ, ο οποίος υποστήριξε ότι υπάρχει αμείωτος ανταγωνισμός μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης. Ο ανταγωνισμός αυτός, χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. φέρνει σε αντιπαράθεση τους κατόχους των μέσων παραγωγής με τους προλετάριους, που στερούνται αυτά τα μέσα. Η αντιπαράθεση αυτή ή αλλιώς, πάλη των τάξεων, είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, ο μοχλός της ιστορίας. (σελ. 22 σχολικού βιβλίου)

Β. Είναι φανερό από τις μελέτες που αφορούν τα πρώτα βήματα της βιομηχανικής επανάστασης ότι η βιομηχανική κοινωνία χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση εργοδοτών και εργαζομένων. Η σύγκρουση αυτή, που οδήγησε στην ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος (με τη διατύπωση αιτημάτων που αφορούν το ύψος των ημερομισθίων, την ασφάλεια των εργαζομένων, αλλά και τις συνθήκες εργασίας), συνεχίζεται. Βέβαια το πλαίσιο των διεκδικήσεων έχει αλλάξει (π.χ. αλλαγές που επήλθαν στο εργασιακό περιβάλλον λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων), όμως και στη μεταβιομηχανική κοινωνία μπορούμε να μιλάμε για συγκρούσεις εργοδοτών και εργαζομένων. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στη μεταβιομηχανική κοινωνία πολλαπλασιάστηκαν οι «φωνές» και οι διεκδικήσεις διάφορων κοινωνικών ομάδων ή μειονοτήτων (όπως π.χ. των γυναικών, των μεταναστών κ.ά.), οι οποίες οδήγησαν στην αναγνώριση συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των ομάδων αυτών. (σελ. 36 σχολικού βιβλίου


Γ. Άλλοτε πάλι η ανάπτυξη των κοινωνιών ταυτίζεται με την ενσωμάτωσή τους στη διεθνή αγορά και τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Οι θεμελιωτές της άποψης αυτής, που έγινε γνωστή ως θεωρία της εξάρτησης, υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη του καπιταλιστικού δυτικού κόσμου και η υπανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου πρέπει να εξετάζονται από κοινού. Με άλλα λόγια, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν αυτόνομα, επειδή προσδέθηκαν στο άρμα του καπιταλισμού με σχέση εξάρτησης. Έτσι, οι δυτικές χώρες εξελίχθηκαν σε καπιταλιστικές δυνάμεις όχι μόνο μέσα από την ιδιοποίηση της υπεραξίας των δικών τους εργατών, αλλά και μέσα από την ιδιοποίηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των φθηνών εργατικών χεριών των χωρών του Τρίτου Kόσμου. Με αυτό τον τρόπο έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα στο οποίο οι αναπτυγμένες χώρες (Η.Π.Α., Ιαπωνία) λειτουργούν ως μια παγκόσμια καπιταλιστική τάξη (η οποία αναφέρεται ως «μητρόπολη», «κέντρο» ή «πυρήνας»), ενώ οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (οι οποίες αναφέρονται ως «περιφέρεια») παίζουν το ρόλο της εργατικής τάξης που υφίσταται την εκμετάλλευση σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, παρά την οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών, οι ανισότητες μεγεθύνονται και δεν υπάρχει ένδειξη προς το παρόν ότι θα πάψουν να υφίστανται τα αντικρουόμενα συμφέροντα των κρατών. Ο περιορισμός των ανισοτήτων ανάμεσα στις χώρες αποτελεί μια πρόκληση για την παγκόσμια κοινωνία. (σελ. 38 σχολικού βιβλίου)


(ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Λουκία Τζανοπούλου christospatsos.wordpress.com)