Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

Η φορολογική επιβάρυνση των νοικοκυριών στις χώρες του ΟΟΣΑ για το 2020

Πριν λίγο καιρό ο ΟΟΣΑ δημοσίευσε, όπως κάθε χρόνο, την ετήσια έκθεσή του για τη φορολογία ανάμεσα στις χώρες μέλη του οργανισμού για το 2020. Η έκθεση αυτή (OECD, 2021, Taxing Wages 2021, OECD Publishing, Paris, https://doi.org/10.1787/83a87978-en) παρέχει στοιχεία τόσο για τους φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων ή για τις εισφορές ασφάλισης που καταβάλλουν οι εργαζόμενες/οι, όσο και για τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τους φόρους μισθοδοσίας που καταβάλλονται από εργοδότες (https://www.oecd-ilibrary.org/taxation/taxing-wages_20725124). Ένα από τα ενδιαφέροντα σημεία της έκθεσης είναι τα συγκριτικά στοιχεία που παρουσιάζει αναφορικά με το πώς επιβαρύνεται η εργασία από φόρους εισοδήματος, κατανάλωσης όπως ο ΦΠΑ ή οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη-μέλη.

Συνολικά, οι εργαζόμενοι/ες μέσου εισοδήματος χωρίς παιδιά στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ κατέβαλαν, κατά μέσο όρο, το 34,6% του μισθού τους σε φόρους ή εισφορές το 2020. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα την ίδια χρονιά τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά επιβαρύνθηκαν με το 40,1% του μισθού τους και, όπως φαίνεται από τα στοιχεία, πρόκειται για τη 14η υψηλότερη φορολογία ανάμεσα στις  χώρες μέλη του ΟΟΣΑ (παρακάτω γράφημα). Θέση ιδιαίτερα υψηλή τόσο αν λάβουμε υπόψη ότι βρίσκεται περίπου 5,5 μονάδες πάνω από το μέσο όρο των χωρών-μελών του οργανισμού, όσο και αν συνυπολογιστεί η συμπίεση του μέσου μισθού στη χώρα όλη την περίοδο της μακράς οικονομικής ύφεσης (2010-2020). 

Πολύ χειρότερη, ωστόσο, είναι η επιβάρυνση νοικοκυριών με δυο παιδιά και ένα εργαζόμενο μέλος, όπου η χώρα εδώ καταλαμβάνει την 4η θέση υψηλότερης φορολογίας για το 2020 (το 2017 είχε σκαρφαλώσει στη 2η θέση με βάση τα στοιχεία εκείνης της χρονιάς https://www.oecd-ilibrary.org/taxation/taxing-wages-2018_tax_wages-2018-en):    


Κατά κύριο λόγο, χώρες με υψηλή φορολογία παρέχουν μεγαλύτερες ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά, κάτι ωστόσο το οποίο δεν ισχύει για την Ελλάδα όπου αν συγκρίνουμε τη φορολογία ανάμεσα σε εργαζόμενους χωρίς παιδιά από τη μία πλευρά και νοικοκυριά με έναν εργαζόμενο και δυο παιδιά από την άλλη, τότε η χώρα καταλαμβάνει τη χαμηλότερη θέση ανάμεσα σε χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ στην Ευρώπη. Η μέση επιβάρυνση μέσω φορολογίας εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών είναι 37,1% για τις οικογένειες με παιδιά, μόλις 3,01 μονάδες χαμηλότερη από την επιβάρυνση εργαζομένων χωρίς οικογένεια (Στο παρακάτω γράφημα η ταξινόμηση των χωρών έχει γίνει συνυπολογίζοντας ακριβώς τις διαφορές αυτές).

Υψηλή, επίσης, είναι η φορολογική επιβάρυνση για οικογένειες με δυο παιδιά και δυο μέλη που εργάζονται* αφού η χώρα το 2020 καταλαμβάνει την 7η θέση ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ:

[* Comparison of total tax wedge for Two-earner married couple, one at 100% of average earnings and the other at 67%, 2 children

Αν, τέλος, ρίξουμε μια ματιά στην εξέλιξη του μέσου συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων από το 2010 έως το 2019, πριν την έλευση της πανδημίας, τότε βλέπουμε πως παραμένει σε υψηλά επίπεδα για τους περισσότερους τύπους νοικοκυριών στην Ελλάδα γεγονός που αποτυπώνει και τις συνέπειες της εφαρμογής των πολιτικών λιτότητας που ακολουθήθηκαν την περίοδο αυτή στη χώρα (Taxing Wages 2021).

Δ. Λ.


Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Εθνικός Διχασμός μέσα από την έννοια του "χαρίσματος"

H έννοια και ο όρος «χαρισματικός ηγέτης» πρωτοεμφανίστηκαν στις κοινωνικές επιστήμες πριν από έναν αιώνα, στο έργο του μεγάλου Γερμανού κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ. Δυστυχώς όμως, η λέξη «χαρισματικός» υιοθετήθηκε αργότερα και από τη γλώσσα της δημοσιογραφίας, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται σήμερα άκριτα και αδιάκριτα. «Χαρισματικός» έχει καταντήσει να σημαίνει απλώς «ελκυστικός», «γοητευτικός», «δημοφιλής», «προικισμένος». Επειδή μάλιστα η ίδια η λέξη «χάρισμα» είναι ελληνική και παραμένει σε κοινή χρήση, η σύγχυση γίνεται ακόμη πιο εύκολη στη γλώσσα μας. Ονομάζεται δηλαδή «χαρισματικός» όποιος απλώς είναι προικισμένος με ένα η περισσότερα «χαρίσματα».

Με τις συνθήκες αυτές, πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι ο όρος είναι πλέον επιστημονικά άχρηστος και τον αποφεύγουν. Ωστόσο, ο όρος παραμένει επιστημονικά αναντικατάστατος, επειδή παραπέμπει σε έναν ιδιαίτερο τύπο ηγεσίας, που έχει τη δική του ιδιαίτερη νομοτέλεια. Ό,τι ισχύει για τους χαρισματικούς ηγέτες δεν ισχύει για τους άλλους. Χρειάζεται λοιπόν να ανατρέξουμε στον ίδιο τον Μαξ Βέμπερ, σε συνδυασμό με τους ερμηνευτές που τον ακολουθούν πιο πιστά.

O Βέμπερ χρησιμοποίησε τον όρο «χάρισμα» (πάντα στον ενικό) για να χαρακτηρίσει μία ιδιότητα που θεωρείται ότι ξεφεύγει από το συνηθισμένο και χάρη στην οποία το συγκεκριμένο πρόσωπο:

…θεωρείται προικισμένο με υπερφυσικές, υπεράνθρωπες ή τουλάχιστον εντελώς εξαιρετικές ικανότητες ή ιδιότητες, απρόσιτες στον κοινό άνθρωπο, ή θεόπεμπτο ή υποδειγματικό και γι’ αυτόν τον λόγο αναγνωρίζεται ως «ηγέτης».

Αρχέτυπο του χαρισματικού ηγέτη μπορεί να θεωρηθεί o θρησκευτικός αρχηγός, ο προφήτης και προπαντός o ιδρυτής θρησκείας. Γι' αυτό και ο Ιησούς Χριστός, όπως παρουσιάζεται από τα ευαγγέλια, προσφέρεται ως κατεξοχήν οικείο υπόδειγμα και πηγή παραδειγμάτων.

Ιδιαίτερα τόνισε o Βέμπερ τον επαναστατικό και έκτακτο χαρακτήρα του χαρίσματος, τη ριζική αντίθεσή του με την καθημερινή ρουτίνα και τις μόνιμες θεσμικές δομές, καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του «χαρισματικού κινήματος»), δηλ. του κινήματος που συγκροτείται γύρω από τον χαρισματικό ηγέτη και τον ακολουθεί. Αρχικά, το κίνημα αυτό δεν έχει αποσαφηνισμένη ιεραρχία, ούτε οριοθέτηση εξουσιών και αρμοδιοτήτων. Ωστόσο, τα υλικά και άυλα συμφέροντα των οπαδών και προπαντός των ηγετικών στελεχών (ή «μαθητών») απαιτούν τη μετάλλαξη του χαρίσματος και την επένδυσή του σε μονιμότερες δομές, δηλ. τη «ρουτινοποίησή» του. Αυτή, με τη σειρά της, προϋποθέτει την «αποπροσωποποίησή» του και τη μετατροπή του είτε σε οικογενειακό είτε σε θεσμικό χάρισμα. Μόνο έτσι μπορεί να λυθεί το κρίσιμο πρόβλημα της διαδοχής του χαρισματικού ηγέτη, δηλ. σε τελική ανάλυση το πρόβλημα της διάρκειας. Παράδειγμα οικογενειακού χαρίσματος αποτελεί μία δυναστεία (βασιλέων ή και πολιτικών). Παράδειγμα θεσμικού χαρίσματος αποτελεί η Εκκλησία, ένα κράτος, ένα πολίτευμα ή και ένα κόμμα.

Δύο τύποι χαρίσματος αφορούν τον Εθνικό Διχασμό: η Βασιλεία και η «δημοψηφισματική» ηγεσία που ο Βέμπερ χαρακτηρίζει «μεταβατικό τύπο» στο πλαίσιο της διαδικασίας μετασχηματισμού του χαρίσματος προς δημοκρατική ή πάντως «αντιαυταρχική» κατεύθυνση.

Εκτός από τους δύο αυτούς τύπους και την ανάλυσή τους, τρεις ακόμη —σχετικά παραμελημένες— πτυχές της θεωρίας του χαρίσματος έχουν ιδιαίτερη σημασία εδώ. Αφορούν (1) τις συνθήκες εμφάνισης ενός χαρισματικού κινήματος, (2) τη σχέση μεταξύ ηγέτη και οπαδών και (3) τις συγκρούσεις που συνεπάγεται και πυροδοτεί το χάρισμα.

Σχετικά με το πρώτο ζήτημα, ο Μπέντιξ υπογραμμίζει ότι:

Χαρισματική ηγεσία εμφανίζεται πιο συχνά σε καταστάσεις ανάγκης, συνδέεται με μία συλλογική έξαψη με την οποία αντιδρούν σε κάποιαν έκτακτη περίσταση μάζες ανθρώπων και χάρη στην οποία παραδίνονται σε έναν ηρωικό ηγέτη.

Πληρέστερη είναι η σχετική ανάλυση του Πάρσονς:

Κάθε κατάσταση όπου ένα θεσμικό καθεστώς έχει αποδιοργανωθεί σε σημαντική έκταση, όπου καθιερωμένες διαδικασίες, προσδοκίες και σύμβολα έχουν διαλυθεί ή βάλλονται, είναι κατάσταση ευνοϊκή για ένα τέτοιο κίνημα. Δημιουργεί εκτεταμένη ψυχολογική ανασφάλεια που, με τη σειρά της, είναι επιδεκτική εκτόνωσης με την πρόσδεση σε ένα χαρισματικό κίνημα.

Και o Γκράμσι, άλλωστε, συνδέει την εμφάνιση «σκοτεινών δυνάμεων», που αντιπροσωπεύονται από χαρισματικούς ηγέτες, με περιόδους «οργανικής κρίσης».

Για τη σχέση χαρισματικού ηγέτη και οπαδών, ο Μπέντιξ τονίζει χαρακτηριστικά:

Στην «καθαρή» της μορφή, η χαρισματική ηγεσία συνεπάγεται έναν βαθμό αφοσίωσης εκ μέρους των μαθητών που δεν έχει όμοιό του στους άλλους τύπους εξουσίας.

 (...)

(Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, 1915. Ο Εθνικός Διχασμός, Πατάκης, Αθήνα, 2020)