1. Για την ισχύ του χαρίσματος
αποφασίζει η αναγνώριση από τους κυριαρχούμενους,
η οποία βεβαιώνεται μέσω δοκιμασίας –αρχικά,
πάντα: μέσω θαυμάτων–, είναι ελεύθερη και προκύπτει από αφοσίωση στην
αποκάλυψη, στην ηρωική λατρεία, στην εμπιστοσύνη στις εγγενείς ηγετικές
ιδιότητες. Η αναγνώριση όμως αυτή (στην περίπτωση γνήσιου χαρίσματος) δεν
αποτελεί τη βάση της νομιμοποίησης,
αλλά είναι καθήκον εκείνων που
καλούνται να αναγνωρίσουν αυτήν την ιδιότητα μέσω επαγγελίας και δοκιμασίας. […]
2. Εάν η δοκιμασία δε
διενεργείται επανειλημμένως, εάν ο κάτοχος του χαρίσματος φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί
από το θεό του ή τη μαγική ή ηρωική του δύναμη, εάν εμφανίζει διαρκώς
αποτυχίες, προπάντων δε: εάν η ηγεσία του
δεν επιφέρει ευδαιμονία στους κυριαρχούμενους, τότε η χαρισματική του αρχή
έχει πιθανότητα εξαφάνισης. Αυτό είναι το γνήσιο χαρισματικό νόημα της «θείας
χάριτος».
[…]
Η χαρισματική εξουσία, ως κάτι έκτακτο, είναι έντονα αντιτιθέμενη στην
έλλογη, ιδιαίτερα τη γραφειοκρατική, όσο και την παραδοσιακή, ιδιαίτερα την
πατριαρχική και πατρογονική ή νομικοταξική εξουσία. Και οι δύο [άλλες μορφές]
είναι ιδιαίτερες καθημερινές μορφές
κυριαρχίας –ενώ η (γνήσια) χαρισματική εξουσία ακριβώς το αντίθετο. Η
γραφειοκρατική εξουσία είναι ιδιαίτερα έλλογη, με την έννοια της δέσμευσης σε
κανόνες που αναλύονται διαλογικά, ενώ η χαρισματική είναι ιδιαίτερα
ανορθολογική, με την έννοια της απουσίας κανόνων. Η παραδοσιακή εξουσία είναι
δεσμευμένη στα δεδικασμένα του παρελθόντος και, στο βαθμό αυτόν, επίσης προσανατολισμένη
σε κανόνες, ενώ η χαρισματική ανατρέπει (εντός του πεδίου της) το παρελθόν και
υπό αυτήν την έννοια είναι ιδιαίτερα επαναστατική. Δε γνωρίζει ιδιοποίηση της κυριαρχικής
εξουσίας εν ίδει κτήσης αγαθού, ούτε από τον κύριο ούτε από νομικοταξικές
εξουσίες. Νομιμοποιείται εφόσον και μόνον όσο «ισχύει» το προσωπικό χάρισμα
σύμφωνα με δοκιμασία, δηλαδή: όσο βρίσκει αναγνώριση, ενώ ο έμπιστος, ο
μαθητής, ο ακόλουθος είναι «χρήσιμος» μόνον όσο διατηρείται η χαρισματική του
πιστοποίηση.