Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Γιατί να μαθαίνουμε ιστορία;

Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση από όλες τις πεθαμένες γενεές βαραίνει σαν εφιάλτης πάνω στα μυαλά των ζωντανών.

(Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Θεμέλιο, Αθήνα, 1986)

Γιατί δεν αγαπάνε οι μαθητές την ιστορία; Οι απαντήσεις είναι γνωστές. Γιατί συνήθως πρέπει να τη μάθουν παπαγαλία, γιατί συνήθως μαθαίνουν για προσωπικότητες και όχι για την κοινωνία, γιατί μαθαίνουν κυρίως για την παλαιότερη ιστορία και όχι τη νεότερη. Ο σημαντικότερος όμως λόγος που η ιστορία είναι απωθητική για τους μαθητές, είναι ότι το σχολείο δεν καταφέρνει να συνδέσει τη ζωή των μαθητών με το παρελθόν. Δεν καταλαβαίνουν γιατί να πρέπει να τα μάθουν όλα αυτά. Όπως μου έλεγαν κάποιοι φοιτητές μου: «Γιατί, κύριε, να πρέπει να μαθαίνουμε ιστορία; Εμείς κοιτάμε μπροστά. Κοιτάμε στο μέλλον». Αυτό που δεν καταλάβαιναν οι φοιτητές μου και δεν καταλαβαίνουν όσοι δεν εκτιμούν την αξία της γνώσης του παρελθόντος, είναι ότι τελικά όλοι μας είμαστε προϊόντα της ιστορίας. Ό,τι έχουμε στο μυαλό μας έρχεται από τους προηγούμενους από εμάς. Ακόμη και οι λέξεις που χρησιμοποιώ για να γράψω αυτές τις γραμμές, δεν είναι δικές μου. Έρχονται από τους προηγούμενους από μένα. Και βέβαια το πιο σημαντικό δεν είναι οι λέξεις. Είναι οι πεποιθήσεις, οι αξίες, οι γνώσεις ακόμη και οι κανόνες. Εμείς αποφασίζουμε για τους κανόνες που ρυθμίζουν τη ζωή μας; Όχι βέβαια. Οι προηγούμενοι από εμάς αποφασίζουν. Εμείς γεννιόμαστε μέσα σε ένα πολιτισμό, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που όλα αυτά έχουν ήδη διαμορφωθεί. Είναι τόσο μεγάλο το βάρος του παρελθόντος πάνω στο παρόν, που ένας ιστορικός έχει ισχυριστεί κάτι που όταν το είχα πρωτοακούσει είχα εντυπωσιαστεί: «Οι νεκροί μάς κυβερνούν». Βαριά κουβέντα. Δεν συμφωνώ εντελώς όμως, καθώς και εμείς επιδρούμε στον τρόπο που εξελίσσεται η ιστορία και έχουμε ευθύνη απέναντι στις μελλοντικές γενιές ως μελλοντικοί νεκροί που αναπόφευκτα είμαστε όλοι μας. Αξίζει να μαθαίνουμε για αυτούς τους νεκρούς. Αξίζει να γνωρίζουμε τι έκαναν, πώς σκέφτονταν, πώς ζούσαν. Αξίζει γιατί αυτοί είναι που διαμόρφωσαν τον κόσμο που μας περιβάλλει. Η γνώση του παρελθόντος είναι απαραίτητη για την κατανόηση του παρόντος. Ή, για να το πούμε με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να καταλάβουμε το σήμερα αν δεν ξέρουμε σε βάθος το χθες. Η ιστορία είναι μια πράξη αυτογνωσίας, μια πράξη γνώσης για τον συλλογικό μας εαυτό, απαραίτητη για να καταλάβουμε τον πολιτισμό μας. Δεν μαθαίνουμε ιστορία για χάρη των προηγουμένων. Όντως αυτοί έφυγαν και δεν έχει πια καμία σημασία για αυτούς. Μαθαίνουμε ιστορία για εμάς, για να μάθουμε από τα λάθη των προηγουμένων, να δούμε τι λειτούργησε καλύτερα για εκείνους και τι όχι. Μαθαίνουμε ιστορία για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε και να σκεφτούμε πού θέλουμε να πάμε. [...] 

(Ραϋμόνδος Αλβανός, Ο ελληνικός εμφύλιος. Μνήμες σε πόλεμο και σύγχρονες πολιτικές ταυτότητες, Επίκεντρο, 2022)

Τρίτη 17 Μαΐου 2022

Δημοσιονομικές υποχρεώσεις χωρών μελών της ΟΝΕ: μια κάτοψη

Η είσοδος ενός κράτους στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση περιλαμβάνει συγκεκριμένους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας με απώτερο σκοπό την πρόβλεψη τυχόν προβληματικών κατευθύνσεων των δημοσιονομικών πολιτικών, τη διόρθωση υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων ή υψηλού δημόσιου χρέους. Οι κανόνες αυτοί, που για πρώτη φορά διατυπώθηκαν στο Άμστερνταμ το 1998, τέθηκαν με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Συνοπτικά, τα κριτήρια που διατυπώθηκαν στο Άμστερνταμ και ονομάστηκαν «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» (ΣΣΑ) περιλαμβάνουν το κριτήριο του ελλείμματος και το κριτήριο του χρέους. 

Το κριτήριο του ελλείμματος προβλέπει πως το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης δε θα πρέπει να υπερβαίνει το 3% του ονομαστικού ΑΕΠ, ενώ το κριτήριο του χρέους πως αυτό δε θα πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ονομαστικού ΑΕΠ. Για την τήρηση των κανόνων αυτών το ΣΣΑ περιλαμβάνει αποτρεπτικούς και διορθωτικούς μηχανισμούς. Συγκεκριμένα, το αποτρεπτικό σκέλος περιλαμβάνει μηχανισμούς εποπτείας για την αποτροπή υπέρβασης του ορίου του 3%, ενώ το διορθωτικό σκέλος ενεργοποιείται σε περίπτωση υπέρβασης του 3%, όπου στην περίπτωση αυτή το κράτος-μέλος εντάσσεται σε «Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος» (ΔΥΕ). Σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα να υποβάλλει στην Επιτροπή συγκεκριμένο σχέδιο δημοσιονομικής διόρθωσης και σε περίπτωση που παρέλθει το διάστημα αυτό χωρίς να υπάρξει κάποια διόρθωση τότε του επιβάλλονται κυρώσεις.

Παρενθετικά, όταν το 2004 στη χώρα το έλλειμμα ανεβαίνει σε επίπεδα άνω του 3% επί του ΑΕΠ (στην ουσία κοντά στο 6 με 7%), η αυξητική τάση του πρωτογενούς ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας το 2005 τίθεται στο στόχαστρο του Ecofin. Ήδη ένα χρόνο πριν, η ετήσια έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας είχε προειδοποιήσει την τότε κυβέρνηση για την ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης μέσα από σειρά ενεργειών, γεγονός που οδήγησε στη λήψη μέτρων ενάντια στη φοροδιαφυγή στα καύσιμα, σε συγκράτηση δαπανών και σε αυξήσεις στους έμμεσους φόρους. Η εισήγηση που υπέβαλε η τότε κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή -με τη χώρα στο μεταξύ να βρίσκεται ήδη στη ΔΥΕ- προέβλεπε μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος έως το 2007 με ταυτόχρονη μείωση του δημόσιου χρέους κάτω από το 100% του ΑΕΠ. Παρόλα αυτά, με την πτώση της ενεργούς ζήτησης το 2007 (ως αντανάκλαση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης που πυροδοτείται από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, και τη χειροτέρευση των όρων δανεισμού, εξαιτίας της διεθνούς κρίσης ρευστότητας) το δημόσιο χρέος της χώρας εκτοξεύεται. 


Η διεθνής οικονομική κρίση οδηγεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2011 να ενισχύσει το πλαίσιο της δημοσιονομικής εποπτείας με συγκεκριμένα μέτρα όπως εν συντομία:

α. τη δέσμη των έξι μέτρων (six-pack) για τη δημοσιονομική διακυβέρνηση που επιτάσσει στα κράτη-μέλη να παρουσιάζουν με διαφανή τρόπο αξιόπιστες στατιστικές μελέτες (φωτογραφίζοντας, ουσιαστικά, την έλλειψη αξιοπιστίας της εγχώριας στατιστικής αρχής για τα παρουσιαζόμενα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας).

β. τη συνθήκη για τη σταθερότητα, το συντονισμό και τη διακυβέρνηση (Fiscal compact), το οποίο δεσμεύει τα κράτη-μέλη να μην υπερβαίνουν το 0,5% του διαρθρωτικού ελλείμματος. Σε περίπτωση απόκλισης, προβλέπονται διορθωτικοί μηχανισμοί. 
 
γ. το πλαίσιο δυο κανονισμών (two-pack) σύμφωνα με το οποίο τα κράτη-μέλη οφείλουν έως τις 15 Οκτωβρίου να υποβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα προσχέδια του προϋπολογισμού τους, μαζί με αντίστοιχες οικονομικές προβλέψεις. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι το προσχέδιο δεν είναι συμβατό με το ΣΣΑ τότε δύναται να ζητηθεί αναθεώρησή του. Για χώρες, όπως π.χ. η Ελλάδα, που έλαβαν οικονομική βοήθεια από τον ESM-EFSF προβλέπεται η συνεχής μεταμνημονιακή εποπτεία (που συνεπάγεται επί τόπου αξιολογήσεις από την Επιτροπή και σύνταξη εκθέσεων προόδου) έως ότου αποπληρωθεί το 75% των δανείων που έχουν δοθεί στο κράτος-μέλος. Όσον αφορά συγκεκριμένα τη χώρα με το ν. 4270/2014, το πλαίσιο αυτό δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. ενσωματώθηκε στη νομοθεσία.
 
 
Δ. Λ.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

Η σχέση μεταξύ επισιτιστικής κρίσης και κοινωνικοπολιτικής αστάθειας

Η πρόσφατη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία εκτόξευσε τις τιμές στις αγορές τροφίμων παρότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), βασικά προϊόντα διατροφής είχαν ανατιμηθεί, με την τιμή τους να ακολουθεί έντονα ανοδική τάση, ήδη από τις αρχές της πανδημίας Covid-19. Η συνεχόμενη άνοδος του επιπέδου τιμών των τροφίμων -δεδομένου του ρόλου της Ουκρανίας ως σημαντικού εξαγωγέα βασικών αγροτικών προϊόντων (όπως σιτάρι, ηλιέλαιο, κριθάρι, καλαμπόκι)- φέρνει αρκετές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου στα πρόθυρα επισιτιστικής κρίσης. Άνθρωποι που ζουν στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική -μια περιοχή του πλανήτη που εισάγει περισσότερο σιτάρι από οποιαδήποτε άλλη, με την Αίγυπτο το μεγαλύτερο εισαγωγέα παγκοσμίως- ξοδεύουν μεταξύ του 35 και του 55 τοις εκατό του εισοδήματός τους για τρόφιμα σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ. Με τις τιμές αυτών των εισαγωγών να καθορίζονται από τα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων στο Σικάγο, την Ατλάντα και το Λονδίνο, ακόμη και μικρές αυξήσεις στις τιμές γενικεύουν την πείνα και εξαπλώνουν φαινόμενα απόλυτης φτώχειας

Επί του παρόντος, ο παγκόσμιος δείκτης τιμών των τροφίμων, όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία του FAO, βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο που έχει καταγραφεί τις τελευταίες δεκαετίες, ξεπερνώντας ακόμα  και τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν το 2008 και το 2011. Στο παρελθόν, παρόμοιες αυξήσεις οδήγησαν σε κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές σε αρκετές αφρικανικές χώρες καθώς και στο Μπαγκλαντές, στην Αϊτή, στην Ινδονησία και στην Υεμένη, ενώ συνέβαλαν στο ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης (βλ. επίσης εδώ). Χωρίς να υπάρχουν σαφείς τάσεις αποκλιμάκωσης τoυ επιπέδου τιμών προς το παρόν, με τη γεωπολιτική αβεβαιότητα να εντείνεται και με υπαρκτούς τους φόβους για μια παγκόσμια οικονομική ύφεση, μόνο σε βάθος χρόνου θα γίνει ορατό ολόκληρο το φάσμα των συνεπειών από τις πληθωριστικές αυτές πιέσεις. Η πορεία που θα ακολουθηθεί, παρόλα αυτά, δε σημαίνει πως θα αποτελέσει επανάληψη του παρελθόντος.