Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Οι κοινωνικές επιστήμες και η σχέση τους με τη στατιστική ή Émile Durkheim vs Adolphe Quetelet



Εμίλ Ντυρκέμ 1858-1917
Από τη δεκαετία του 1830 οι κοινωνικές επιστήμες χρησιμοποιούν ευρέως στατιστικές μεθόδους προκειμένου να συγκροτήσουν επιχειρήματα και αποδείξεις. Αυτή η μαζική χρήση της στατιστικής θέτει δυο διακριτές ερωτήσεις: για ποιο σκοπό; (για να αποδειχθεί τι;) και με ποιον τρόπο; (ποια εργαλεία, ποια ρητορικά σχήματα;). […] Τον 19ο αιώνα τα στατιστικά επιχειρήματα χρησιμεύουν κυρίως για να προσδώσουν ισχύ σε μακροκοινωνικές ολότητες, ανατρέχοντας σε μέσες τιμές στην προοπτική που είχε διανοίξει η προσέγγιση του Quetelet […]. 

Ο στατιστικός μέσος τύπος και η χρονική του κανονικότητα χρησιμοποιούνται ευρέως από τον Durkheim για να στηρίξουν την ύπαρξη ενός συλλογικού τύπου εξωτερικού προς τα άτομα, τουλάχιστον στα δυο πρώτα του βιβλία: Περί του καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας (1893) και Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου (1894). Αντίθετα, στην Αυτοκτονία (1897) κρατάει απόσταση από τον μέσο τύπο του Quetelet, διακρίνοντας ευκρινώς το συλλογικό τύπο. Αυτή η αλλαγή γλώσσας μπορεί να συνδέεται με τις διαφορετικές κατασκευές στις οποίες αναφέρει το μέσο άνθρωπο να εμφανίζεται σε καθεμία από τις τρεις περιπτώσεις: στα αποτελέσματα της κληρονομικότητας και στο Περί του καταμερισμού, στον ορισμό του φυσιολογικού και του παθολογικού στους Κανόνες και στην ερμηνεία ενός στατιστικά σπάνιου γεγονότος στην Αυτοκτονία.
Το 1893, σε μια συζήτηση για το σχετικό βάρος της κληρονομικότητας και του κοινωνικού περιβάλλοντος (σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Galton), επιμένει στη σταθερότητα του μέσου τύπου, τα χαρακτηριστικά του οποίου μεταβιβάζονται με την κληρονομικότητα, ενώ τα ατομικά χαρακτηριστικά είναι εφήμερα και παροδικά: 

Ο μέσος τύπος μιας φυσικής ομάδας είναι αυτός που αντιστοιχεί στις συνθήκες της μέσης ζωής, κατά συνέπεια στις πιο συνηθισμένες. Εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα είναι προσαρμοσμένα σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε το μέσο, τόσο φυσικό όσο κοινωνικό, όπου ζει ο πιο μεγάλος αριθμός. Αυτές οι μέσες συνθήκες ήταν πιο συχνές στο παρελθόν για τον ίδιο λόγο που είναι οι πιο γενικές στο παρόν· είναι αυτές λοιπόν όπου βρισκόταν το μεγαλύτερο μέρος των προγόνων μας. Είναι αλήθεια ότι με τον καιρό μπόρεσαν να αλλάξουν· αλλά γενικά δεν αλλάζουν παρά μόνο αργά. Ο μέσος τύπος παραμένει λοιπόν αισθητά ο ίδιος για πολύ καιρό. Στη συνέχεια, είναι αυτός που επαναλαμβάνεται συχνότερα και με τον πιο ομοιόμορφο τρόπο κατά τη σειρά των προηγούμενων γενεών, τουλάχιστον εκείνων που είναι αρκετά κοντινές, ώστε να γίνει ουσιαστικά αισθητή η επίδρασή τους. Χάρη σε αυτήν τη σταθερότητα, αυτός αποκτά μονιμότητα, που τον καθιστά το κέντρο βάρους της κληρονομικής επιρροής. (Durkheim, De la division du travail social, σσ. 314-315)

Δίνει έτσι για το μέσο τύπο και τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την ομάδα, ως μια συλλογικότητα που διακρίνεται από τα μέλη της, μια ερμηνεία δαρβινικής υφής, λιγότερο εμφανή στα μεταγενέστερα έργα του (αλλά συχνή στον Halbwachs). Στους Κανόνες, το 1894, επιδιώκει να ορίσει την κανονικότητα, σε αντιδιαστολή με το παθολογικό. Εξομοιώνει το φυσιολογικό με το μέσο τύπο «προτύπου υγείας», που συγχέεται με τον «τύπο του γένους». Σε αυτό το απόσπασμα μετράμε μέχρι ποιου σημείου η ρητορική του Quetelet έχει διαπεράσει τις κοινωνικές επιστήμες του 19ου αιώνα:

Θα ονομάζουμε φυσιολογικά τα γεγονότα που παρουσιάζουν τις πιο γενικές μορφές και θα δώσουμε στα άλλα το όνομα των νοσηρών ή παθολογικών. Αν συμφωνήσουμε να ονομάσουμε μέσο τύπο το σχηματικό ον, που θα το συγκροτούσαμε συνενώνοντας σε ένα ίδιο όλον, σε ένα είδος αφηρημένης ατομικότητας, τους χαρακτήρες που είναι πιο συχνοί στο είδος με τις μορφές τους που εμφανίζονται πιο συχνά, θα μπορούμε να πούμε ότι ο φυσιολογικός τύπος συγχέεται με το μέσο τύπο και κάθε απόκλιση από αυτό το πρότυπο της υγείας είναι ένα νοσηρό φαινόμενο. Είναι αλήθεια ότι ο μέσος τύπος δε θα μπορούσε να προσδιορίζεται με την ίδια ευκρίνεια από ό,τι ένας ατομικός τύπος, αφού τα συστατικά χαρακτηριστικά του δεν είναι απολύτως παγιωμένα, αλλά είναι επιδεκτικά μεταβολής. Το ότι όμως μπορεί να συγκροτηθεί δε θα μπορούσε ποτέ να το αμφισβητήσουμε, αφού είναι η άμεση ύλη της επιστήμης· γιατί συγχέεται με τον τύπο του γένους. Αυτό που ο φυσιολογικός μελετά είναι οι λειτουργίες του μέσου οργανισμού, ενώ το ίδιο ισχύει για τον κοινωνιολόγο. (Durkheim, Les règles de la méthode sociologique, σ. 56)

Αδόλφος Κετλέ 1796-1874
Τρία χρόνια αργότερα, στην Αυτοκτονία, η θέση του για τον μέσο άνθρωπο και τις κανονικότητες έχει αλλάξει εντελώς. Στα δυο προηγούμενα έργα του είχε επικαλεστεί τη σταθερότητα του μέσου τύπου, αντιτιθέμενη στη μεταβλητότητα των ατομικών περιπτώσεων, για να θεμελιώσει την ολιστική του θέση […] σύμφωνα με την οποία το όλον είναι εξωτερικό και προγενέστερο από τα άτομα. Στην Αυτοκτονία, αντίθετα ο στατιστικός μέσος επαναπατρίζεται στον κόσμο του μεθοδολογικού ατομισμού, ενώ ο συλλογικός τύπος δεν εξομοιώνεται πλέον με τον «μέσο τύπο». Η ρητορική του Quetelet παράγει πλέον έναν υποδεέστερο ολισμό: ο στατιστικός μέσος άνθρωπος δεν είναι πολλές φορές παρά κάποιος αξιοκαταφρόνητος, που δε θέλει να πληρώσει τους φόρους του, ούτε να πάει στον πόλεμο. Δεν είναι ένας καλός πολίτης. Έτσι, παρουσιάζεται ίσως για πρώτη φορά καθαρά η διάσταση μεταξύ δυο λόγων (discours) ετερογενών με θέμα τη στήριξη που μπορούν να βρουν οι κοινωνικές επιστήμες στη στατιστική. Για τον έναν [Quetelet] προσφέρουν αδιάσειστες αποδείξεις. Για τον άλλον [Durkheim] παρακάμπτουν το ουσιαστικό. Το παράδοξο εδώ είναι πως η Αυτοκτονία, έργο που γενικά θεωρείται θεμελιώδες της ποσοτικής κοινωνιολογίας (και μάλιστα λόγω της μαζικής χρήσης της στατιστικής για τα αίτια θανάτων), εμπεριέχει επίσης μιας ριζική καταδίκη της ολιστικής ερμηνείας του μέσου τύπου του Quetelet, και επομένως και των ίδιων των στατιστικών μεθόδων.   

(Alain Desrosières, Η Πολιτική των Μεγάλων Αριθμών, μτφρ. Ηλίας Αθανασιάδης, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005, σσ. 117-119 [Σε ορισμένα σημεία η μετάφραση έχει τροποποιηθεί, οι υπογραμμίσεις με bold είναι δικές μου – Δ.Λ.])