Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Το μέλημα της οριοθέτησης του αντικειμένου της Κοινωνιολογίας στον Ε. Durkheim

Η κοινωνιολογία έχει ως αντικείμενο μελέτης τα κοινωνικά φαινόμενα, τη δράση των κοινωνικών ομάδων, τις σχέσεις μεταξύ ατόμου και ομάδων, τις σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων, τις κοινωνικές διαδικασίες και ειδικότερα το μετασχηματισμό των κοινωνιών. (Σελ. 14-15 σχολικού βιβλίου)

Μπορεί ο ορισμός αυτός για το αντικείμενο της Κοινωνιολογίας να δείχνει εύλογος -τουλάχιστον διαβάζοντάς τον κανείς σήμερα- εντούτοις κάτι τέτοιο δεν ίσχυε στα τέλη του 19ου αιώνα όταν ακόμα η νεόκοπη αυτή επιστήμη δεν είχε αυτονομηθεί ως διακριτός κλάδος της ανθρώπινης γνώσης:
Το πρώτο ολοκληρωµένο κείµενο το οποίο θεσπίζει το αντικείµενο µιας επιστήµης της κοινωνίας µε αυστηρότητα, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα τις βασικές µεθοδολογικές αρχές, είναι το βιβλίο του Emile Durkheim Οι Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου. ∆ηµοσιεύεται για πρώτη φορά το 1894, σε δύο τόµους (37 και 38) της Φιλοσοφικής Επιθεώρησης (Revue philosophique), πριν εµφανιστεί σε αυτόνοµο τόµο την επόµενη χρονιά, το 1895. Η εν λόγω επιθεώρηση είχε δηµιουργηθεί λίγα χρόνια πριν, από τον Théodule Ribot, σηµαντική µορφή της Φιλοσοφίας και της Ψυχολογίας του καιρού του, προκειµένου να ενισχύσει τον εµπειρικό προσανατολισµό και την πειραµατική-ορθολογική προσέγγιση των επιστηµών, κυρίως της Ψυχολογίας. Κατά µία έννοια, το εγχείρηµα του Durkheim συνίσταται στην εγκαθίδρυση στον τοµέα της κοινωνιολογίας του πνεύµατος της πειραµατικής ορθολογικότητας που είχε ήδη αναπτυχθεί στο πεδίο της  Ψυχολογίας. Πίστευε ότι µε τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί η πανθοµολογούµενη επιστηµονικότητα της Κοινωνιολογίας και θα ξεπεραστούν τα εµπόδια που ετίθετο από την ιδεολογική της χρήση (Berthelot, 1988: 17-21).

Στην πρώτη παράγραφο του πρώτου κεφαλαίου προσδιορίζεται το αντικείµενο της Κοινωνιολογίας. Ο Durkheim ξεκινά µε ένα ρητορικό ερώτηµα, προκειµένου να προτείνει ένα σαφή προσδιορισµό των γεγονότων εκείνων τα οποία ορίζει ως κοινωνικά και τα οποία θεωρεί ότι οριοθετούν ένα αυτόνοµο πεδίο του επιστητού, στο  οποίο  αρµόζει  µια  αντίστοιχη  επιστηµονική  πειθαρχία:  «Πριν  αναζητηθεί η µέθοδος, που αρµόζει στην µελέτη των κοινωνικών γεγονότων, είναι σηµαντικό να ξέρει κανείς ποια γεγονότα αποκαλούνται κοινωνικά. Το θέµα είναι καίριο γιατί ο χαρακτηρισµός αυτός χρησιµοποιείται χωρίς πολλή ακρίβεια. Τον µεταχειρίζονται συνήθως για να εκφράσουν όλα περίπου να φαινόµενα, που συµβαίνουν µέσα σε µια κοινωνία  και  εµφανίζουν  γενικά  κάποιο  κοινωνικό  ενδιαφέρον.  Έτσι,  όµως,  θα µπορούσε κανείς να πει πως δεν υπάρχουν ανθρώπινα γεγονότα που να µην µπορούν να αποκληθούν κοινωνικά. Κάθε άτοµο πίνει, κοιµάται, τρώει, σκέπτεται –και η κοινωνία έχει κάθε συµφέρον στην τακτική άσκηση αυτών των λειτουργιών. Εάν, λοιπόν, τα γεγονότα αυτά ήσαν κοινωνικά, η κοινωνιολογία δεν θα είχε ίδιο αντικείµενο και το πεδίο των ενδιαφερόντων της θα συνεχέετο µε εκείνο της Βιολογίας και της Ψυχολογίας;» (Durkheim, 1994: 65). Και συνεχίζει: «Αλλά στην πραγµατικότητα, υπάρχει σε κάθε κοινωνία µια συγκεκριµένη οµάδα φαινοµένων, τα οποία διακρίνονται από χαρακτηριστικά διαφορετικά από εκείνα, που µελετούν οι άλλες φυσικές επιστήµες» (Durkheim, 1994: 65).
Στην αφετηρία του προβληµατισµού για την συγκρότηση µιας επιστήµης της Κοινωνιολογίας συναντάµε µια πράξη επιστηµολογικού διαχωρισµού των αντικειµένων της γνώσης. Ο στόχος φαίνεται να είναι η χάραξη διακριτών ορίων ανάµεσα στο κοινωνικό, το βιολογικό-σωµατικό και το ψυχικό, ως γνωστικά πεδία στα οποία αρµόζουν διαφορετικές πειθαρχίες. Η έγνοια αυτή του Durkheim είναι κατανοητή εάν αναλογιστούµε το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Τόσο η Βιολογία όσο και η Ψυχολογία έχουν ήδη νοµιµοποιηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα ως αυτόνοµοι κλάδοι. Είναι ευνόητος, εποµένως, ο προσανατολισµός στις µεθοδολογικές κατευθύνσεις αυτών των επιστηµών. 
Η Ψυχολογία έχει αποσπαστεί από την αγκάλη της Φιλοσοφίας, και έχει καταστεί θεσµικά καταξιωµένη εµπειρική επιστήµη. Η Ψυχιατρική, επίσης, έχει αναγνωριστεί ως ιατρική ειδικότητα, και το θεσµικό της πλαίσιο έχει κυριαρχήσει στις πιο ισχυρές δυτικές χώρες ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Μάλιστα, το µόρφωµα που της αποδίδει θεσµική υπόσταση, το ψυχιατρικό άσυλο, εξακολουθεί ακόµα, στα τέλη του 19ου αιώνα, να θεωρείται στοιχείο κοινωνικού εκσυγχρονισµού, σε ένα πνευµατικό περιβάλλον υπό την ισχυρή επίδραση του εξελικτισµού και του θετικισµού. 
Η Βιολογία, από την άλλη, έχει καταστεί πρότυπο για το φιλοσοφικό και επιστηµονικό στοχασµό. Η βιολογική αναλογία χρησιµοποιήθηκε πολλές φορές στις κοινωνικές επιστήµες, και χρησίµευσε ως οδηγός για την κατανόηση των κοινωνικών δραστηριοτήτων ως «λειτουργιών». Η έννοια της λειτουργίας, µάλιστα, θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό να απολαµβάνει κύρος στο χώρο των κοινωνικών επιστηµών, έως τα µέσα του εικοστού αιώνα, όταν και επικρίθηκε για την αναλυτική της ανεπάρκεια και για τις ιδεολογικές της συνεκδοχές. Η Βιολογία σηµειώνει ραγδαία ανάπτυξη και αντίστοιχη νοµιµοποίηση τον 19ο αιώνα εξαιτίας πολύ σηµαντικών θεωρητικών προτάσεων αλλά και αντίστοιχων εµπειρικών ανακαλύψεων, οι οποίες άλλαξαν τον τρόπο στοχασµού και διαχείρισης του   σώµατος. Αρκεί να αναφερθούµε στα ονόµατα του ∆αρβίνου και του Pasteur, για να κατανοήσουµε τη σηµασία της ανάπτυξης της Βιολογίας. 
Η θεωρία του ∆αρβίνου περί καταγωγής των ειδών, η οποία αναπτύχθηκε στο οµώνυµο βιβλίο του το οποίο εκδόθηκε στις 24 Νοεµβρίου 1859 έθεσε τις βάσεις της Εξελικτικής Βιολογίας (Darwin, 1985). Στο εν λόγω σύγγραµµα ο ∆αρβίνος εισήγαγε την θεωρία ότι οι πληθυσµοί εξελίσσονται από γενιά σε γενιά µε τη διαδικασία της φυσικής επιλογής, παρουσιάζοντας µια σειρά από στοιχεία και αποδείξεις ως απαύγασµα παρατηρήσεων, πειραµάτων και επιστηµονικών συζητήσεων. Φυσικά, εκείνη την εποχή οι θεωρίες περί εξέλιξης παρέπεµπαν σε µια αντίληψη για την εµφάνιση των έµβιων όντων, µεταξύ των οποίων και του ανθρώπου, δίχως θεϊκή παρέµβαση. Για το λόγο αυτό ο ∆αρβίνος απόφυγε τη χρήση αντίστοιχων λέξεων. Ωστόσο, στο βιβλίο υπονοείται, έστω ακροθιγώς, ότι και ο άνθρωπος θα µπορούσε να είχε εξελιχθεί µε τον ίδιο τρόπο όπως και οι άλλοι οργανισµοί. Το έργο αυτό, παρά τις αρχικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα από κύκλους της εκκλησίας, έγινε γενικά αποδεκτό στον επιστηµονικό κόσµο τις επόµενες δεκαετίες, καθιερώνοντας τη Βιολογία ως ένα κλάδο γνώσης πολύ καλά εµπειρικά θεµελιωµένο. 
Αντίστοιχου εύρους εξελίξεις συµβαίνουν την ίδια εποχή στην Ιατρική, όσον αφορά δηλαδή ειδικότερα την ανθρώπινη βιολογία. Η παστεριανή επανάσταση αυξάνει το γόητρο της Ιατρικής. Μάλιστα, η ανακάλυψη των παθογόνων οργανισµών, οδήγησε σε ριζική ανατροπή του τρόπου µε τον οποίο οι γιατροί κατανοούν το σώµα και την ασθένεια. Τα πειράµατά του Παστέρ επιβεβαίωσαν τη θεωρία ότι πολλές ασθένειες προκαλούνται από µικρόβια, ενώ ο ίδιος δηµιούργησε το πρώτο εµβόλιο για τη λύσσα (Πεφάνης, 2004). Η παστεριανή θεωρία των µικροοργανισµών και του δόγµατος της συγκεκριµένης αιτιολογίας, δηλαδή η πεποίθηση ότι συγκεκριµένοι µικροοργανισµοί συνδέονται µε συγκεκριµένες ασθένειες µε σχέση αιτιότητας, οδήγησε στην κυριαρχία του βιολογικού ντετερµινισµού. Έτσι, η διόρθωση της βλάβης λαµβάνει χώρα σε ατοµικό επίπεδο, αν και η θεσµική παρέµβαση προϋποθέτει βιοπολιτικές εφαρµογές, υπό το πρίσµα της δηµόσιας υγείας και της υγιεινής. 
Οι εξελίξεις είναι διαφορετικές στο πεδίο της Κοινωνιολογίας, καθώς δεν έχει καταστεί δυνατή η νοµιµοποίησή της ως αυτόνοµου κλάδου. Αυτό επιχειρεί ο Durkheim, και ως πρώτο βήµα διατυπώνει ένα σαφές, αυστηρό επιστηµολογικό σχέδιο βασισµένο στην οριοθέτηση, στη διάκριση του αντικειµένου αναφοράς. Μόνο έτσι φαίνεται να θεωρείται ότι είναι δυνατό να διατυπωθεί ένα σαφές µεθοδολογικό πλαίσιο κατανόησης του κοινωνικού και να προσδιοριστούν µε διαύγεια οι κανόνες µελέτης του, οι οποίοι συνίστανται πρωτίστως στα εξής: 
1. Διάκριση ατοµικού και συλλογικού. Το συλλογικό δεν είναι σε καµία περίπτωση το άθροισµα των ατοµικών συµπεριφορών, σκέψεων, πίστεων, επιθυµιών κτλ. 
2. Το κοινωνικό γεγονός είναι εξωτερικό ως προς το άτοµο, και το υπερβαίνει. Το κοινωνικό, η συλλογική συνείδηση, όχι µόνο έχει τη δικιά της ζωή, τους δικούς της κανόνες και µια ιδιαίτερη ύπαρξη, αλλά επιπλέον επικαθορίζει το άτοµο, έχει τη δύναµη να το πλάσει κατ’ εικόνα και οµοίωση. 
3. Μελέτη των κοινωνικών γεγονότων ως πραγµάτων. Από τις προηγούµενες διαπιστώσεις προκύπτει ένα σαφές µεθοδολογικό πρόταγµα µελέτης των κοινωνικών γεγονότων ως πραγµάτων, δηλαδή εξωτερικά και αντικειµενικά. Η κοινωνική συµπεριφορά µπορεί να µελετηθεί µε την ακρίβεια των φυσικών επιστηµών.   
4. Το κοινωνικό εξηγείται µε το κοινωνικό, όχι µε αναγωγή είτε στο ψυχολογικό είτε στο βιολογικό. Βασική πρόταση του Durkheim, και θεµέλιο του εγχειρήµατος επιστηµολογικού διαχωρισµού από τη Βιολογία και την Ψυχολογία, είναι επιστηµολογική τεκµηρίωση της αυτονοµίας του κοινωνικού. Τα κοινωνικά φαινόµενα συγκροτούν µια αυτόνοµη τάξη πραγµάτων, η οποία θα µελετηθεί από την επιστήµη της Κοινωνιολογίας ως έχει, δίχως αναγωγές στην ανθρώπινη φύση και Ψυχολογία.