Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Η αύξηση του χρόνου εργασίας αυξάνει και την παραγωγικότητα;

Μεταξύ των άλλων [εν. προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας] που θα μπορούσε ν’ αναφέρει κανείς, είναι η χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, σε σύγκριση με αυτή των άλλων χωρών της ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα απλό μέτρο της παραγωγικότητας είναι το προϊόν κατ’ απασχολούμενο και αναφέρεται ως παραγωγικότητα της εργασίας. (Αρχές Οικονομικής Θεωρίας Γ Λυκείου, σελ. 197)

H παραγωγικότητα εκφράζει τη σχέση μεταξύ των αποτελεσμάτων (εκροών) ενός συστήματος (μιας επιχείρησης, ενός οικονομικού κλάδου ή ακόμα της οικονομίας γενικά) και των πόρων (εισροές), που έχουν χρησιμοποιηθεί στην παραγωγική διαδικασία όπως είναι η εργασία, η τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε, ο εξοπλισμός κτλ. 
 
Πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες επηρεάζουν την παραγωγικότητα της εργασίας όπως ο τεχνολογικός εξοπλισμός που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τις δαπάνες για έρευνα και καινοτομία, η ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος και οι συνθήκες εργασίας γενικότερα, η κατάρτιση και εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού, ο τρόπος οργάνωσης της εργασίας, αλλά και ευρύτερα η σταθερότητα και η απασχόληση ή η ανεργία που παρουσιάζει μια οικονομία.
 
Όπως γίνεται φανερό, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι ένας οικονομικός δείκτης που, έστω κι αν υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τον τρόπο υπολογισμού ή μέτρησής του, συνδέεται στενά με την καπιταλιστική ανάπτυξη και την οικονομική ανταγωνιστικότητα. Δεν ταυτίζεται, όμως, στενά με  τις ατομικές επιδόσεις ή την προσπάθεια που καταβάλει το εργατικό δυναμικού μιας επιχείρησης ή μιας οικονομίας.

Στο γράφημα 1 μπορούμε να δούμε, εν τάχει, συγκριτικά στοιχεία ανάμεσα σε ευρωπαϊκές χώρες για την παραγωγικότητα της εργασίας (υπολογισμένη εδώ σε δολάρια ανά ώρα εργασίας. Για λεπτομέρειες βλ. conference-board.org/data/economydatabase) για το 2019, με βάση τα στοιχεία της Total Economy Database από το Πανεπιστήμιο του Groningen της Ολλανδίας,
 
Γράφημα 1
 
ενώ το γράφημα 2 παρουσιάζει την εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας για την Ελλάδα την περίοδο 2009-2019:
 Γράφημα 2
 
Η καταβύθιση της παραγωγικότητας της εργασίας την περίοδο της μακράς οικονομικής ύφεσης (2010-2020) αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στα στοιχεία της Eurostat (εδώ ως ποσοστιαία μεταβολή της πραγματικής παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο/η) στο γράφημα 3,
 
 
ενώ για την περίοδο 2005 έως 2019 ο μέσος όρος ωρών εργασίας [*] παραμένει σταθερά πάνω από τις 2.000 ετησιώς, αρκετά πιο πάνω από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όπως φαίνεται στο γράφημα 4:
 
Γράφημα 4
 
Ένα χρόνο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, το 2019, ο εκτιμώμενος ετήσιος μέσος χρόνος εργασίας (Γράφημα 5) για χώρες του Νότου όπως η Ελλάδα και η Μάλτα ήταν αρκετά υψηλότερος σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή (Total Economy Database):
 
Γράφημα 5
 
Τα ιστορικά στοιχεία πάνω στην εξέλιξη της σχέσης μεταξύ μέσου ετήσιου χρόνου εργασίας και παραγωγικότητας της εργασίας (Γράφημα 6) φανερώνουν υψηλή παραγωγικότητα για εργαζόμενους/ες που δαπανούν λιγότερες ώρες στην εργασία τους -μιας και η υψηλή παραγωγικότητα μιας οικονομίας συνολικά συνδέεται με ποιοτικούς παράγοντες πέρα από την ποσοτική αύξηση του χρόνου εργασίας. (Το πολύ πρόσφατο κοινωνικό πείραμα με τη μείωση των εργάσιμων ημερών στην Ισλανδία είναι ενδεικτικό επ' αυτού):
 
Στο παραπάνω γράφημα ο οριζόντιος άξονας διαχωρίζει τις χώρες με διάμεσο ετήσιο χρόνο εργασίας με περισσότερες από 1771 ώρες ετησίως (άνω μέρος του γραφήματος) από εκείνες με λιγότερες ώρες (κάτω μέρος) και ταυτόχρονα ο κάθετος άξονας αυτές με διάμεση παραγωγικότητα 53 περίπου δολαρίων ή περισσότερα ανά ώρα εργασίας (δεξιό μέρος) από εκείνες με λιγότερο από 53 δολάρια (αριστερό μέρος).
 

Τέλος, κοιτάζοντας τη συνολικότερη εικόνα ανάμεσα στον ετήσιο χρόνο εργασίας και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ αποκαλύπτονται οι ανισοτήτες σε παγκόσμιο επίπεδο (Γράφημα 7) μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών για την ίδια χρονική περίοδο (2001-2019).
 
 
 Δ. Λ.

Σημειώσεις:

[*] Παρότι ο αριθμός αυτός αποτελεί εκτίμηση (βλ. τις επεξηγηματικές σημειώσεις Ted sources and methods), αντίστοιχα είναι και τα στοιχεία που δίνει ο ΟΟΣΑ για την ίδια περίοδο (οι διαφορές στις τιμές αντανακλούν τις διαφορετικές μεθόδους υπολογισμού).