Ερωτήσεις Πολλαπλής Επιλογής - Κεφάλαιο 5.2.1
Στις κοινωνικές επιστήμες ο ρατσισμός δεν οριζόταν πάντα με τον ίδιο τρόπο. Σύμφωνα με τον «κλασικό» ορισμό (μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα), ο ρατσισμός προϋποθέτει:
(α) την ύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικά φυλετικά χαρακτηριστικά (π.χ. χρώμα επιδερμίδας, κατατομή προσώπου κτλ.) στους οποίους αποδίδονται κοινά πο- λιτισμικά και νοητικά χαρακτηριστικά,
(β) την πεποίθηση ότι αυτή η πολιτισμική ομάδα είναι κατώτερη και
(γ) τον αποκλεισμό ή ακόμη και την εξόντωση της ομάδας με αυτά τα χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται ότι για τους σύγχρονους κοινωνικούς επιστήμονες, και τους κοινωνιολόγους ιδιαίτερα, ο όρος «κοινωνικός ρατσισμός» είναι ο πιο ενδεδειγμένος, γιατί συμπεριλαμβάνει και άλλα χαρακτηριστικά (εκτός από το χρώμα) που αποτελούν κριτήρια αξιολόγησης του «διαφορετικού» άλλου (π.χ. φύλο, ηλικία, εθνότητα, θρησκευτική ταυτότητα, σεξουαλικές προτιμήσεις, σωματικές αναπηρίες κ.ά.). Τα κριτήρια αυτά κατασκευάζονται κοινωνικά και διαφοροποιούνται ανάλογα με την κοινωνία και την εποχή.
Ο συντελεστής Gini είναι μια μέτρηση της στατιστικής διασποράς που προορίζεται να αντιπροσωπεύει την κατανομή του εισοδήματος ή του πλούτου των κατοίκων μιας χώρας και είναι το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο μέτρο της ανισότητας μεταξύ εισοδημάτων. Αναπτύχθηκε από τον Ιταλό στατιστικολόγο και κοινωνιολόγο Κοράντο Τζίνι και δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του το 1912 με τίτλο Mεταβλητότητα και Eυμεταβλητότητα.
Ο συντελεστής Τζίνι μετρά την ανισότητα μεταξύ των αξιών μιας κατανομής συχνοτήτων (για παράδειγμα, επίπεδα εισοδήματος). Ένας μηδενικός συντελεστής Τζίνι εκφράζει την τέλεια ισότητα, όπου όλες οι τιμές είναι ίδιες (για παράδειγμα, όπου όλοι έχουν το ίδιο εισόδημα). Ο συντελεστής Τζίνι μιας μονάδας (ή 100%) εκφράζει τη μέγιστη ανισότητα μεταξύ των αξιών (π.χ., για ένα μεγάλο αριθμό ατόμων, όπου μόνο ένα άτομο κατέχει όλο το εισόδημα ενώ όλοι οι υπόλοιποι δεν κατέχουν τίποτα τότε ο συντελεστής Τζίνι θα είναι σχεδόν ένα).
Ο Mayo, διοργάνωσε ένα κοινωνικό πείραμα, το οποίο θα έμενε στη ιστορία ως ένα εκ των κορυφαίων εργασιακών πειραμάτων. Η πόλη του Chicago, με τα πάμπολλα εργοστάσιά του, αποτέλεσε το εργαστήρι έρευνάς του. Μια περιοχή πνιγμένη από το καυσαέριο και την εγκληματικότητα, ίσως χρειαζόταν μια αλλαγή που θα την έφερνε σε ισορροπία ξανά. Και ο στόχος του όλου εγχειρήματος ήταν αυτός ακριβώς, να βοηθήσουν τα αφεντικά και τους εργαζόμενους να συνειδητοποιήσουν πως η υγιής εργασία έχει πολλά περισσότερα οφέλη από τις οικονομικές απολαβές. Το πείραμα έμελλε να λάβει χώρα στο εργοστάσιο Western Electric’s του προαστίου Hawthorne τη δεκαετία του 1930. Ο Mayo, εν αγνοία των εργαζομένων του εργοστασίου, τους χώρισε σε δύο ομάδες και τους ώθησε σε δύο διαφορετικούς χώρους εργασίας. Η μέρα συνεχίστηκε χωρίς καμία περαιτέρω αλλαγή, μέχρι και το βράδυ, όταν δηλαδή ο ήλιος δε θα φώτιζε πια τους εργάτες. Τότε, το επιτελείο του Mayo, αναβάθμισε την παραγωγή φωτός στο δωμάτιο της πρώτης ομάδας, ενώ άφησε τον ίδιο σαθρό φωτισμό στο δωμάτιο της δεύτερης. Σκοπός ήταν η μελέτη των αντιδράσεων της πρώτης ομάδας και η επιρροή που θα είχε το περισσότερο φως στην παραγωγή τους. Οι εργάτες της πρώτης ομάδας, λοιπόν, σύντομα άρχισαν να εργάζονται με περισσότερη όρεξη, με περισσότερο σθένος και με ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία. Σύντομα, η παραγωγή τους θα αυξανόταν ακόμα πιο πολύ, όπως και το πάθος τους για εργασία. Αντίθετα, η παραγωγή εργασίας στο άλλο δωμάτιο, αυτό της δεύτερης ομάδας, παρέμενε η ίδια. Ο Mayo πρότεινε την παροχή κάποιων ημερών ξεκούρασης για τους εργάτες, όπως και χρήσιμων διαλειμμάτων ανά συγκεκριμένο χρονικό όριο. Το αποτέλεσμα ήταν οι εργαζόμενοι να κοπιάζουν ακόμα περισσότερο. Όπως ανέφερε και ο ίδιος ο κοινωνιολόγος, δεν ήταν το φως αυτό καθ’ αυτό που τόνισε την παραγωγικότητά τους, ούτε η ξεκούραση που τους παρείχε η διοίκηση, αλλά η αίσθηση πως κάποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για αυτούς. Μια αίσθηση που δεν είχαν ζήσει ποτέ στο προηγούμενο εργασιακό τους περιβάλλον και μάλλον πίστευαν πως δεν θα ζήσουν ποτέ.
Αναδημοσίευση: Ο Elton Mayo και τα δικαιώματα εργασίας
Ο "κονστρουκτιβισμός" θεωρεί τα "κοινωνικά γεγονότα" γενικά ως μια συνεχή κοινωνική "κατασκευή", αποτέλεσμα της δράσης των ατόμων - δρώντων υποκειμένων μεταξύ τους (από τις αλληλεπιδράσεις τους) ή ακόμη από τις "πρακτικές υλοποίησής" τους. Αυτές οι αλληλεπιδράσεις δεν έχουν ούτε ένα αποτέλεσμα ούτε ένα νόημα ολοκληρωτικά προβλέψιμο και προκαθορισμένο: το "νόημα της κατάστασης" προκύπτει από την αντιπαράθεση των ορισμών που δίνουν οι πρωταγωνιστές, αυτοί οι ορισμοί είναι το αντικείμενο μιας αποκωδικοποίησης και μιας διαπραγμάτευσης πιθανώς συγκρουσιακής.
Η έννοια της "στρατηγικής" είναι στο επίκεντρο αυτού του τρόπου προσέγγισης. Με τη μια ή την άλλη μορφή η ιδέα ότι οι μαθητές αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη δραστηριότητα αντιδρώντας στη σχολική κατάσταση αποτελεί το νήμα της ανάλυσης της συμπεριφοράς των μαθητών: "αντιδρώ" σημαίνει ανάλογα με την περίπτωση "προσαρμόζομαι" αντί "αρνούμαι" (ή προσαρμόζομαι αρνούμενος: αντιστέκομαι).
(Jean-Manuel de Queiroz, Το σχολείο και οι κοινωνιολογίες του, Gutenberg, Αθήνα, 2000)