Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Ο κανόνας της Sahm: προβλέποντας την ύφεση από το ποσοστό ανεργίας;

Ο κανόνας της Sahm αποτελεί έναν εμπειρικό οικονομικό δείκτη -ο οποίος αναπτύχθηκε από την Claudia Sahm, οικονομολόγο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ το 2019. Σκοπός του, η παροχή έγκαιρης προειδοποίησης στην κυβέρνηση των ΗΠΑ για επερχόμενη οικονομική ύφεση μέσα από την εξέταση των μεταβολών του ποσοστού ανεργίας.

Πιο αναλυτικά, ο δείκτης αυτός συγκρίνει τον κυλιόμενο μέσο όρο (ΚΜΟ) των τελευταίων τριών μηνών (%) ανεργίας με τη χαμηλότερη τιμή του κινούμενου μέσου όρου ανεργίας των τελευταίων δώδεκα μηνών. Εάν ο πρώτος ΚΜΟ είναι μισή ποσοστιαία μονάδα (0,50) ή περισσότερο πάνω από το δεύτερο ΚΜΟ, τότε ο κανόνας Sahm προειδοποιεί πως η αμερικανική οικονομία βρίσκεται στα αρχικά στάδια μιας ύφεσης (οδηγίες για τον τρόπο υπολογισμό του δείκτη δίνει η ίδια η Sahm εδώ). Ο κανόνας της Sahm μπορεί να προσδιορίσει την έναρξη μιας ύφεσης πιο γρήγορα από άλλους παραδοσιακούς δείκτες, όπως για παράδειγμα τα δεδομένα από την πορεία του ΑΕΠ, τα οποία συχνά αναθεωρούνται και δημοσιεύονται με καθυστέρηση [1]. 
 
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ας δούμε το παρακάτω γράφημα το οποίο βασίζεται σε στοιχεία από την ίδια την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Real-time Sahm Rule Recession Indicator, επεξεργασία με τη χρήση της γλώσσας R: Δ.Λ.) και απεικονίζει την πορεία του δείκτη από τον Ιανουάριο του 2004 έως τον Δεκέμβριο του 2010. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα, ο δείκτης προειδοποιεί για την επερχόμενη ύφεση αγγίζοντας τη μισή ποσοστιαία μονάδα τον Απρίλιο του 2008, ενώ διατηρείται σε υψηλά επίπεδα καθόλη την περιδήνηση της οικονομίας των ΗΠΑ στην ύφεση την επερχόμενη περίοδο.
 
 

Δεδομένα: FRED | Επεξεργασία: Δ.Λ.

Σημείωση:

[1] Παρότι, η ακρίβεια του εμπειρικού κανόνα της Sahm έχει αποδειχθεί ιστορικά, εντούτοις όπως επισημαίνει η ίδια η Sahm “Being data-driven is good, but being data-ridden is not”. Εξάλλου, όπως τονίζαμε και κατά τη συζήτηση του δείκτη Gini, κανένας δείκτης από μόνος του όσο χρήσιμος κι αν είναι δεν μπορεί να συμπεριλάβει τη συνθετότητα οικονομικών φαινομένων, η έκταση των οποίων μπορούν να κατανοηθούν μόνο μέσα από αναλύσεις που λαμβάνουν υπόψη τους την αλληλεπίδραση διαφοροποιημένων παραγόντων καθώς και του ευρύτερου κοινωνικο-ιστορικού πλαισίου. 

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Η σπείρα του χρέους: η σχέση μεταξύ εισοδηματικών ανισοτήτων και στεγαστικής κρίσης στις ΗΠΑ (2007-08)

Η άνοδος των οικονομικών ανισοτήτων, κατά την περίοδο των τελευταίων δεκαετιών έως την κρίση του 2007-08, αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες αστάθειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ. Γιατί όμως, αλλά και με ποιον τρόπο συνέβη κάτι τέτοιο;

Η στασιμότητα της αγοραστικής δύναμης μεταξύ νοικοκυριών από τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις της Αμερικής έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τάση αύξησης του δανεισμού. Καθώς οι μισθοί έμεναν στάσιμοι ή αυξάνονταν με βραδύτερο ρυθμό σε σύγκριση με το κόστος ζωής, πολλά νοικοκυριά από τις τάξεις αυτές δυσκολεύονταν ολοένα και περισσότερο να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Ως αποτέλεσμα, τα νοικοκυριά αυτά άρχισαν να στρέφονται στο δανεισμό προκειμένου να είναι σε θέση να καλύπτουν καταναλωτικές ανάγκες όπως στέγαση, εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη.

Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα άρχισαν να προσφέρουν όλο και πιο εύκολη πρόσβαση σε κάθε είδους πιστώσεις, όπως δάνεια, πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά με επιεικείς όρους και χαμηλά αρχικά επιτόκια. Πολλά από αυτά τα δάνεια ήταν δάνεια υψηλού κινδύνου, εν μέσω ενός «χαλαρού» ρυθμιστικού πλαισίου, το οποίο όξυνε τις επικίνδυνες πρακτικές δανεισμού.

Την ίδια στιγμή, οι ανώτερες κοινωνικά τάξεις, οι οποίες τις τελευταίες πριν την κρίση δεκαετίες σώρευαν όλο και περισσότερο πλούτο, αναζητούσαν ολοένα και πιο υψηλές αποδόσεις για τις επενδύσεις τους. Αυτό οδήγησε σε μια μαζική εισροή κεφαλαίων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η οποία τροφοδότησε την περαιτέρω διαθεσιμότητα πιστώσεων. Οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να προσελκύσουν τα κεφάλαια αυτά, άρχισαν να δημιουργούν όλο και πιο σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα από υψηλού κινδύνου στεγαστικά δάνεια υποσχόμενα ελκυστικές αποδόσεις στους κατόχους πλούτου.

Ο συνδυασμός στάσιμης αγοραστικής δύναμης μεταξύ των νοικοκυριών κατώτερων και μεσαίων τάξεων από τη μία πλευρά και αναζήτησης υψηλών αποδόσεων από τις ανώτερες τάξεις από την άλλη δημιούργησαν μια ανατροφοδοτούμενη σπείρα: καθώς οι τιμές των ακινήτων συνέχισαν να αυξάνονται, τροφοδοτούμενες από το κυνήγι του κέρδους και τα χαλαρό νομοθετικό πλαίσιο δανεισμού η φούσκα τελικά έσκασε, οδηγώντας σε εκτεταμένες χρεοκοπίες και κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (για την κρίση των στεγαστικών δανείων βλ. εδώ).

Το παρακάτω γράφημα (επεξεργασία με τη γλώσσα R: Δ.Λ.) αντιπαραβάλει το ποσοστό αποταμίευσης (αριστερή πλευρά) με το χρέος των αμερικανικών νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ (δεξιά πλευρά) κατά την περίοδο 1982-2007, με βάση στοιχεία από την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ. Το Ποσοστό Αποταμίευσης υπολογίζεται ως ο λόγος της ατομικής αποταμίευσης προς το Διαθέσιμο Ατομικό Εισόδημα (DPI). Με πιο απλά λόγια, δείχνει ποιο μέρος του εισοδήματός τους αποταμιεύουν τα νοικοκυριά. Από την άλλη πλευρά, το χρέος αντιπροσωπεύει το σύνολο των χρεογράφων και των δανείων των νοικοκυριών (αλλά και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών) ως ποσοστό στο αμερικανικό ΑΕΠ.

 
Δεδομένα: FRED | Επεξεργασία: Δ.Λ.

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Το οικονομικό προφίλ των νοικοκυριών της Ευρώπης (2022)

 

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Κατανοώντας το νόμο του Ένγκελ: η σχέση μεταξύ εισοδήματος και κατανάλωσης

Ο Ernst Engel γεννιέται στη Δρέσδη το 1821 και από νεαρή ηλικία αρχίζει να καλλιεργεί το ενδιαφέρον του για τα οικονομικά και τη στατιστική. Καθώς ξεκινά την καριέρα του στη στατιστική το 1848, αρκετές πόλεις της Ευρώπης σείονται από ένα κύμα εργατικών εξεγέρσεων. Υπό το βάρος των εξελίξεων αυτών, κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αναγκάζονται να συντάξουν μελέτες καταγραφής των συνθηκών διαβίωσης των εργατικών νοικοκυριών. 
 
Το 1856 πραγματοποιείται για το σκοπό αυτό ένα διεθνές συνέδριο στις Βρυξέλλες όπου συγκεντρώνει οικονομολόγους και στατιστικολόγους, όπως οι Engel και Ducpétiaux, ώστε να συζητηθούν μέθοδοι για τη μέτρηση του επιπέδου διαβίωσης των εργατών. Σε αυτό το πλαίσιο, το 1857 ο Engel γράφει ένα άρθρο (που αργότερα θα γίνει κλασικό) με τίτλο «Οι σχέσεις κατανάλωσης-παραγωγής στο Βασίλειο της Σαξονίας» [1], όπου γενικεύει μια εμπειρική παρατήρηση στην οποία προβαίνει μελετώντας τα δεδομένα που είχαν συλλέξει λίγα χρόνια νωρίτερα οι Frédéric Le Play και Ducpétiaux πάνω στη σχέση μεταξύ εισοδήματος και δαπανών των εργατικών νοικοκυριών για είδη πρώτης ανάγκης. 
 
Η παρατήρηση αυτή, που ιστορικά έμεινε γνωστή ως νόμος του Engel, συνίσταται στο εξής: καθώς το εισόδημα ενός νοικοκυριού αυξάνεται, το ποσοστό του εισοδήματος που δαπανάται για τρόφιμα μειώνεται [2]. Με άλλα λόγια, όσο τα εισοδήματα των νοικοκυριών αυξάνονται, τόσο αυτά τα τελευταία τείνουν να δαπανούν μικρότερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε είδη πρώτης ανάγκης όπως τρόφιμα, από τη μία πλευρά και μεγαλύτερο ποσοστό σε μη απαραίτητα είδη όπως π.χ. διασκέδαση, από την άλλη [3].

Ο Νόμος του Engel, που ειρήσθω εν παρόδω συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη της οικονομετρίας, έχει έκτοτε μελετηθεί ευρέως και η ισχύς του έχει επιβεβαιωθεί για διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς. Μια κοινή ερμηνεία του νόμου είναι πως για τα είδη πρώτης ανάγκης όπως τα τρόφιμα η εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης είναι μικρότερη της μονάδας. Αν και κάτι τέτοιο μοιάζει να ισχύει καθολικά, παρόλα αυτά, δεν αποτελεί μονοσήμαντο οδηγό ερμηνείας της συμπεριφοράς κάθε νοικοκυριού χαμηλού εισοδήματος. Διαφορετικοί κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες είναι δυνατό να υπεισέλθουν στη σχέση μεταξύ του ύψους εισοδήματος και του ποσοστού του εισοδήματος που δαπανάται για τρόφιμα όπως ο πληθωρισμός των τιμών, η διαθεσιμότητα των τροφίμων, νομοθετικοί, πολιτικοί ή πολιτιστικοί κανόνες. (Βλ. σχετικά παλαιότερη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, 1983).
 

Σημειώσεις:

 

[1] Ένας από τους σκοπούς του άρθρου του Engel ήταν να αντιπαρατεθεί στη θεωρία του Malthus (1798) πως η ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθυσμού, εξαιτίας της Βιομηχανικής Επανάστασης, επεκτείνεται πιο γρήγορα από τα μέσα για την επιβίωσή του γεγονός που νομοτελειακά οδηγεί σε κοινωνική καταστροφή.Ο Ένγκελ υποστήριξε ότι, ακόμη κι αν δεν υπάρχουν φυσικοί περιορισμοί στην αύξηση του πληθυσμού, ήταν δυνατό να αποφευχθεί η καταστροφή εάν η παραγωγική ικανότητα μιας οικονομίας μπορούσε να εξισορροπηθεί από την αυξανόμενη ζήτηση. (βλ. σχετικά Front Matter. (2010). The Journal of Economic Perspectives, 24(1). http://www.jstor.org/stable/25703479. Για πιο πρόσφατες εφαρμογές του Νόμου βλ. (βλ. επίσης Tullio Mancini & Hector Calvo‐Pardo & Jose Olmo, 2022, "Environmental Engel curves: A neural network approach," Journal of the Royal Statistical Society Series C, Royal Statistical Society, vol. 71(5), pp. 1543-1568)  
 
[2] H μαθηματική μορφή της σχέσης συμβολίζεται ως 𝐸𝑖=𝐹(𝑌) όπου το 𝐸𝑖 δηλώνει τη μηνιαία κατανάλωση του αγαθού 𝑖 από ένα νοικοκυριό, το 𝑌 δηλώνει το μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού και το 𝐹 τη μαθηματική μορφή της συνάρτησης.
 
[3] Για ένα παράδειγμα βασισμένο σε στοιχεία που προέρχονται από τη μελέτη των Koenker και Bassett πάνω σε ένα σύνολο 235 παρατηρήσεων σχετικών με τα έσοδα και τις δαπάνες για τρόφιμα βελγικών νοικοκυριών της εργατικής τάξης που δημοσιεύτηκε το 1982 βλ.: Koenker, R. and Bassett, G, 1982, "Robust Tests of Heteroscedasticity based on Regression Quantiles", Econometrica, 50, 43–61). Όπως προκύπτει από τα ερευνητικά δεδομένα αυτής της μελέτης παρότι οι δαπάνες για τρόφιμα σε βελγικά φράγκα είναι περισσότερες (932,9 βλγ. φράγκα) μεταξύ του πιο εύπορου 10% του δείγματος σε σχέση με το φτωχότερο 10% (δαπάνες ύψους 350,5 σε βλγ. φράγκα), η αναλογία στο εισόδημα του πλουσιότερου 10% είναι σημαντικά χαμηλότερη (61% περίπου) σε σχέση με αυτή του φτωχότερου 10% (70% περίπου).