Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Απόψεις για τη μετανάστευση (Ελλάδα, 2002/2020)

Το European Social Survey (ESS) αποτελεί ερευνητικό διακρατικό εγχείρημα μέτρησης των πεποιθήσεων, των κοινωνικών στάσεων και των συμπεριφορών των ευρωπαίων πολιτών. Απώτερος σκοπός του είναι να παρέχει μια λεπτομερή εικόνα του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού τοπίου των ευρωπαϊκών χωρών. Από το 2001 και κάθε δυο χρόνια πραγματοποιούνται ερωτηματολόγια και συνεντεύξεις πρόσωπο με πρόσωπο σε επιλεγμένα δείγματα, τα οποία καταγράφουν την οικονομική κατάσταση, τις συνθήκες διαβίωσης, αλλά και τις απόψεις των πολιτών σε μια σειρά θεμάτων ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες (για λεπτομέρειες εδώ). 

Για τη διασφάλιση συγκρισιμότητας των αποτελεσμάτων μεταξύ των διαφορετικών ευρωπαϊκών χωρών, οι έρευνες που διεξάγονται από το ESS ακολουθούν τυποποιημένη μεθοδολογία. Το γεγονός αυτό βοηθά στη διενέργεια συγκρίσεων με σκοπό την καταγραφή της δυναμικής των κοινωνικών στάσεων και συμπεριφορών μέσα στο χρόνο. Παρότι οι θεματικές κάθε ερευνητικού κύματος (wave) διαφέρουν (βλ. εδώ), εντούτοις υπάρχουν κάποιες σταθερές ερωτήσεις σε κάθε κύμα, που επιτρέπουν τη σύγκριση των απαντήσεων ανά περίοδο.  

Στο παρακάτω παράδειγμα αποτυπώνονται οι απαντήσεις σε μια και μόνο ερώτηση από δυο όμως διαφορετικά ερευνητικά κύματα (το πρώτο του 2002 - ESS round 1 και το δεύτερο του 2020 - ESS round 10) αναφορικά με την άποψη των ερωτώμενων πάνω στη συμβολή των μεταναστών στην πολιτισμική ζωή της χώρας (Η ερώτηση που τέθηκε ήταν η εξής: «Η πολιτιστική ζωή της χώρας υπονομεύεται ή εμπλουτίζεται από την παρουσία των μεταναστών;». Οι κλειστού τύπου απαντήσεις 11βαθμιας κλίμακας Likert κυμαίνονταν από το 0 = η πολιτισμική ζωή υπονομεύεται από την παρουσία των μεταναστών μέχρι το 10 η πολιτισμική ζωή εμπλουτίζεται από την παρουσία των μεταναστών, ενώ κέντρο της κλίμακας θεωρήθηκε το 5). Οι απαντήσεις, όπως συνοψίζονται στο παρακάτω συγκριτικό γράφημα, έγιναν με αναγωγή επί των έγκυρων (Στο πρώτο κύμα δόθηκαν 2397 έγκυρες απαντήσεις, ενώ στο δεύτερο 2756. Για τα πλήρη στοιχεία μαζί με το codebook βλ. εδώ. Επεξεργασία δεδομένων: Δ.Λ.)

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Ο κανόνας της Sahm: προβλέποντας την ύφεση από το ποσοστό ανεργίας;

Ο κανόνας της Sahm αποτελεί έναν εμπειρικό οικονομικό δείκτη -ο οποίος αναπτύχθηκε από την Claudia Sahm, οικονομολόγο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ το 2019. Σκοπός του, η παροχή έγκαιρης προειδοποίησης στην κυβέρνηση των ΗΠΑ για επερχόμενη οικονομική ύφεση μέσα από την εξέταση των μεταβολών του ποσοστού ανεργίας.

Πιο αναλυτικά, ο δείκτης αυτός συγκρίνει τον κυλιόμενο μέσο όρο (ΚΜΟ) των τελευταίων τριών μηνών (%) ανεργίας με τη χαμηλότερη τιμή του κυλιόμενου μέσου όρου ανεργίας των τελευταίων δώδεκα μηνών. Εάν ο πρώτος ΚΜΟ είναι μισή ποσοστιαία μονάδα (0,50) ή περισσότερο πάνω από το δεύτερο ΚΜΟ, τότε ο δείκτης προειδοποιεί πως η αμερικανική οικονομία βρίσκεται στα αρχικά στάδια μιας ύφεσης (οδηγίες για τον τρόπο υπολογισμού δίνει η ίδια η Sahm εδώ). Ο κανόνας της Sahm μπορεί να προσδιορίσει την έναρξη μιας ύφεσης πιο γρήγορα από άλλους παραδοσιακούς δείκτες, όπως για παράδειγμα τα δεδομένα από την πορεία του ΑΕΠ, τα οποία συχνά αναθεωρούνται και δημοσιεύονται με καθυστέρηση [1]. 
 
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ας δούμε το παρακάτω γράφημα το οποίο βασίζεται σε στοιχεία από την ίδια την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Real-time Sahm Rule Recession Indicator, επεξεργασία με τη χρήση της γλώσσας R: Δ.Λ.) και απεικονίζει την πορεία του δείκτη από τον Ιανουάριο του 2004 έως τον Δεκέμβριο του 2010. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα, ο δείκτης προειδοποιεί για την επερχόμενη ύφεση αγγίζοντας τη μισή ποσοστιαία μονάδα τον Απρίλιο του 2008, ενώ διατηρείται σε υψηλά επίπεδα καθόλη την περιδήνηση της οικονομίας των ΗΠΑ στην ύφεση την επερχόμενη περίοδο.
 
 
Δεδομένα: FRED | Επεξεργασία: Δ.Λ.


Σημείωση:

[1] Παρότι, η ακρίβεια του εμπειρικού κανόνα της Sahm έχει αποδειχθεί εμπειρικά (για μια κριτική βλ. εδώ), εντούτοις όπως επισημαίνει η ίδια η Sahm “Being data-driven is good, but being data-ridden is not”. Εξάλλου, όπως τονίζαμε και κατά τη συζήτηση του δείκτη Gini, κανένας δείκτης από μόνος του όσο χρήσιμος κι αν είναι δεν μπορεί να συμπεριλάβει τη συνθετότητα οικονομικών φαινομένων, η έκταση των οποίων μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσα από αναλύσεις που λαμβάνουν υπόψη τους την αλληλεπίδραση διαφοροποιημένων παραγόντων, καθώς και του ευρύτερου κοινωνικο-ιστορικού πλαισίου. 

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Η σπείρα του χρέους: η σχέση μεταξύ εισοδηματικών ανισοτήτων και στεγαστικής κρίσης στις ΗΠΑ (2007-08)

Η άνοδος των οικονομικών ανισοτήτων, κατά την περίοδο των τελευταίων δεκαετιών πριν την κρίση του 2007-08, αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες αστάθειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ. Γιατί όμως, αλλά και με ποιον τρόπο συνέβη κάτι τέτοιο;

Η στασιμότητα της αγοραστικής δύναμης μεταξύ νοικοκυριών από τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις της Αμερικής έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τάση αύξησης του δανεισμού. Καθώς οι μισθοί έμεναν στάσιμοι ή αυξάνονταν με βραδύτερο ρυθμό σε σύγκριση με το κόστος ζωής, πολλά νοικοκυριά από τις τάξεις αυτές δυσκολεύονταν ολοένα και περισσότερο να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Ως αποτέλεσμα, τα νοικοκυριά αυτά άρχισαν να στρέφονται στο δανεισμό προκειμένου να είναι σε θέση να καλύπτουν καταναλωτικές ανάγκες όπως στέγαση, εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη.

Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα άρχισαν να προσφέρουν όλο και πιο εύκολη πρόσβαση σε κάθε είδους πιστώσεις, όπως δάνεια, πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά με επιεικείς όρους και χαμηλά αρχικά επιτόκια. Πολλά από αυτά τα δάνεια ήταν δάνεια υψηλού κινδύνου, εν μέσω ενός «χαλαρού» ρυθμιστικού πλαισίου, το οποίο όξυνε τις επικίνδυνες πρακτικές δανεισμού.

Την ίδια στιγμή, οι ανώτερες κοινωνικά τάξεις, οι οποίες τις τελευταίες πριν την κρίση δεκαετίες σώρευαν όλο και περισσότερο πλούτο, αναζητούσαν ολοένα και πιο υψηλές αποδόσεις για τις επενδύσεις τους. Αυτό οδήγησε σε μια μαζική εισροή κεφαλαίων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η οποία τροφοδότησε την περαιτέρω διαθεσιμότητα πιστώσεων. Οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να προσελκύσουν τα κεφάλαια αυτά, άρχισαν να δημιουργούν όλο και πιο σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα από υψηλού κινδύνου στεγαστικά δάνεια υποσχόμενα ελκυστικές αποδόσεις στους κατόχους πλούτου.

Ο συνδυασμός στάσιμης αγοραστικής δύναμης μεταξύ των νοικοκυριών κατώτερων και μεσαίων τάξεων από τη μία πλευρά και αναζήτησης υψηλών αποδόσεων από τις ανώτερες τάξεις από την άλλη δημιούργησαν μια ανατροφοδοτούμενη σπείρα: καθώς οι τιμές των ακινήτων συνέχισαν να αυξάνονται, τροφοδοτούμενες από το κυνήγι του κέρδους και τα χαλαρό νομοθετικό πλαίσιο δανεισμού η φούσκα τελικά έσκασε, οδηγώντας σε εκτεταμένες χρεοκοπίες και κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (για την κρίση των στεγαστικών δανείων βλ. εδώ).

Το παρακάτω γράφημα (επεξεργασία με τη γλώσσα R: Δ.Λ.) αντιπαραβάλει το ποσοστό αποταμίευσης (αριστερή πλευρά) με το χρέος των αμερικανικών νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ (δεξιά πλευρά) κατά την περίοδο 1982-2007, με βάση στοιχεία από την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ. Το Ποσοστό Αποταμίευσης υπολογίζεται ως ο λόγος της ατομικής αποταμίευσης προς το Διαθέσιμο Ατομικό Εισόδημα (DPI). Με πιο απλά λόγια, δείχνει ποιο μέρος του εισοδήματός τους αποταμιεύουν τα νοικοκυριά. Από την άλλη πλευρά, το χρέος αντιπροσωπεύει το σύνολο των χρεογράφων και των δανείων των νοικοκυριών (αλλά και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών) ως ποσοστό στο αμερικανικό ΑΕΠ.

 
Δεδομένα: FRED | Επεξεργασία: Δ.Λ.