Σε μια οικονομία, το ποσοστό υπερειδίκευσης φανερώνει ένα μέρος της ποιότητας των προσφερόμενων θέσεων εργασίας: ένα υψηλό ποσοστό συνεπάγεται ανεπαρκή χρησιμοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου με ταυτόχρονη σπατάλη πόρων, αφού οι δαπάνες κράτους και νοικοκυριών για εκπαίδευση και κατάρτιση είναι χωρίς αντίκρισμα, ενώ από την πλευρά της αγοράς, ένα υψηλό ποσοστό υποδηλώνει έλλειψη θέσεων υψηλής ειδίκευσης. Συνολικά για την Ελλάδα, αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων που παράχθηκαν (μέσω δαπανών για σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) μέσα στην περίοδο της κρίσης δημόσιου χρέους και του τρόπου χρησιμοποίησής τους από την εγχώρια αγορά υπήρξε και ένας από τους λόγους μετανάστευσης καταρτισμένου δυναμικού στο εξωτερικό (brain-drain) -πέρα από τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, τους χαμηλούς μισθούς και τις υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας.
Με πάνω από έναν στους τρεις εργαζόμενους/ες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να απασχολείται σε θέσεις εργασίας που δεν απαιτούν τα προσόντα του/της για το 2024 στη χώρα (33%), σε σχέση με λίγο πάνω από έναν στους πέντε σε επίπεδο Ε.Ε (21,5%) η τάση που καταγράφεται από τα ιστορικά αυτά στοιχεία αποκαλύπτει ένα χάσμα που έχει λάβει διαρθρωτικά, πλέον, χαρακτηριστικά στην ελληνική αγορά εργασίας. Η απόκλιση, που ξεκίνησε να διογκώνεται μέσα σε μια 15ετία (μια ποσοστιαία μεταβολή της τάξης περίπου του 66% από το 2008 στο 2024), αποτυπώνει τη διευρυνόμενη αποσύνδεση μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας και τη συνολικότερη αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς δεξιοτήτων και προσφερόμενων θέσεων (skills-mismatch).


