Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

Τίτλοι σε έκπτωση: η αποσύνδεση μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας

Υπερειδικευμένοι θεωρούνται εκείνοι οι εργαζόμενοι που διαθέτουν περισσότερους τίτλους σπουδών, γνώσεις, δεξιότητες ή γενικότερα εμπειρία συγκριτικά με όσα απαιτεί η θέση εργασίας για την οποία προσλήφθηκαν (CEDEFOP). Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, η υπερειδίκευση (over-qualification) συνδέεται με χαμηλό βαθμό ικανοποίησης από την εργασία (Bochoridou & Gkorezis, 2024Mah et al., 2025), χαμηλότερες απολαβές (Budría & Moro-Egido, 2014), ενώ σχετίζεται επίσης με φαινόμενα turnover (Mah et al., 2025). Ειδικά όσον αφορά στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό υπερειδίκευσης αυξήθηκε σημαντικά στη διάρκεια της μακράς περιόδου της ύφεσης. Από ένα ποσοστό κάτω από το μέσο όρο της τότε Ε.Ε., το 2008, άγγιξε περίπου το 32% λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας covid-19.

Σε μια οικονομία, το ποσοστό υπερειδίκευσης φανερώνει ένα μέρος της ποιότητας των προσφερόμενων θέσεων εργασίας: ένα υψηλό ποσοστό συνεπάγεται ανεπαρκή χρησιμοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου με ταυτόχρονη σπατάλη πόρων, αφού οι δαπάνες κράτους και νοικοκυριών για εκπαίδευση και κατάρτιση είναι χωρίς αντίκρισμα, ενώ από την πλευρά της αγοράς, ένα υψηλό ποσοστό υποδηλώνει έλλειψη θέσεων υψηλής ειδίκευσης. Συνολικά για την Ελλάδα, αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων που παράχθηκαν (μέσω δαπανών για σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) μέσα στην περίοδο της κρίσης δημόσιου χρέους και του τρόπου χρησιμοποίησής τους από την εγχώρια αγορά υπήρξε και ένας από τους λόγους μετανάστευσης καταρτισμένου δυναμικού στο εξωτερικό (brain-drain) -πέρα από τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, τους χαμηλούς μισθούς και τις υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας.

Με πάνω από έναν στους τρεις εργαζόμενους/ες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να απασχολείται σε θέσεις εργασίας που δεν απαιτούν τα προσόντα του/της για το 2024 στη χώρα (33%), σε σχέση με λίγο πάνω από έναν στους πέντε σε επίπεδο Ε.Ε (21,5%) η τάση που καταγράφεται από τα ιστορικά αυτά στοιχεία αποκαλύπτει ένα χάσμα που έχει λάβει διαρθρωτικά, πλέον, χαρακτηριστικά στην ελληνική αγορά εργασίας. Η απόκλιση, που ξεκίνησε να διογκώνεται μέσα σε μια 15ετία (μια ποσοστιαία μεταβολή της τάξης περίπου του 66% από το 2008 στο 2024), αποτυπώνει τη διευρυνόμενη αποσύνδεση μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας και τη συνολικότερη αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς δεξιοτήτων και προσφερόμενων θέσεων (skills-mismatch). 
 

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Διαρθρωτικά ζητήματα της ανεργίας των τελευταίων ετών

Τα επίσημα στοιχεία της καταγεγραμμένης ανεργίας, όπως αυτά προκύπτουν μέσα από τα μητρώα της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (πρώην ΟΑΕΔ) [1], αναφορικά με το μέγεθος των ανέργων σε απόλυτους αριθμούς αποκαλύπτουν ορισμένες όψεις του φαινομένου που διατρέχουν όλη την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2017 μέχρι τον Μάιο του 2025. Βασικό και επαναλαμβανόμενο στοιχείο της χρονοσειράς (το γράφημα ανανεώνεται αυτόματα κάθε μήνα με τα νεότερα στοιχεία που ανακοινώνονται στο dypa.gov.gr) είναι η έντονη εποχικότητα του φαινομένου, με τον αριθμό των εγγεγραμμένων ανέργων να κορυφώνεται σταθερά κατά τους φθινοπωρινούς-χειμερινούς μήνες και να μειώνεται κατά τους εαρινούς-θερινούς [2]. 

Παρά το γεγονός πως κατά την περίοδο μετά την πανδημία παρατηρείται σταδιακή αποκλιμάκωση του φαινομένου και μείωση του αριθμού των ανέργων [3], εντούτοις τα στοιχεία αποκαλύπτουν ορισμένες πλευρές, οι οποίες σχετίζονται με την ίδια τη δομή της αγοράς εργασίας της χώρας. Μια αγορά εργασίας έντονα εξαρτημένη από εποχικούς τομείς από τη μία πλευρά και αδύναμη όσον αφορά στη δημιουργία θέσεων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα από την άλλη. Η απουσία, για την τρέχουσα περίοδο, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες να είναι σε θέση να αγγίξουν τον ίδιο τον πυρήνα του φαινομένου δεν ευνοεί τη μετάβαση προς σταθερές θέσεις -διαιωνίζοντας, τρόπον τινά, τον κύκλο της προσωρινής και εποχικής απασχόλησης- με όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται [4].
 
 

 

Σημειώσεις:


[1] Η Δ.ΥΠ.Α. υπολογίζει τον αριθμό των ανέργων με βάση τις εγγραφές στο μητρώο της από άτομα τα οποία δηλώνουν ότι είναι διαθέσιμα και αναζητούν ενεργά εργασία, αποκλείοντας όσους βρίσκονται σε εκπαίδευση ή εκπληρώνουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. 

[2] Προσωρινή διακοπή από αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο αποτέλεσε το 2020, στη διάρκεια της πανδημίας covid-19.
 
[3] Σταδιακή αύξηση από τα μέσα περίπου του 2018, με κορύφωση κατά την περίοδο της πανδημίας (2020), ακολουθούμενη από μια πτωτική τάση τα επόμενα έτη. Η χρήση της εξομάλυνσης Κυλιόμενου Μέσου Όρου (ΚΜΟ) αποτελεί μια τεχνική αφαίρεσης του «θορύβου» από τη χρονοσειρά προκειμένου να αποκαλυφθεί η υποκείμενη τάση της, πέρα από μεγάλες διακυμάνσεις ή έκτακτα συμβάντα. Η διαφορά στο γράφημα στην εφαρμογή μεταξύ ενός ΚΜΟ 12 μηνών με αυτόν ενός ΚΜΟ 24 μηνών είναι εμφανής στην αποτύπωση της γενικής τάσης της χρονοσειράς.

[4]  Οι περισσότερες θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια είναι θέσεις «έντασης εργασίας» (labor-intensive), με υποβαθμισμένες συνθήκες και χαμηλές (ή μεσαίες) αποδοχές. Η μείωση του αριθμού των ανέργων συμβαδίζει με μια υποβάθμιση των προσφερόμενων θέσεων συγκριτικά με τα προ-κρίσης επίπεδα στη χώρα (Βλ. Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση - ΙΝΕ ΓΣΕΕ).

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Γλώσσα, κοινωνικές τάξεις, σχολική επιτυχία: η θεωρία του Bernstein


Basil Bernstein, 1924 – 2000
 
Οι εκπαιδευτικές ανισότητες δεν περιορίζονται μόνο στις διαφορές κατανομής πλούτου σε μια κοινωνία. Όπως έδειξε η έρευνα του βρετανού κοινωνιολόγου Μπ. Μπερνστάιν, οι ανισότητες αφορούν επίσης τις διαφορές πρόσβασης σε πολιτισμικά αγαθά (1991). Συγκεκριμένα, η θεωρία του γλωσσικού κώδικα επικοινωνίας που ανέπτυξε ο Μπερνστάιν (1971) υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι επεξεργασμένοι και περιορισμένοι κώδικες αντικατοπτρίζουν διαφορές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων τέτοιες, που επηρεάζουν τη σχολική επιτυχία των μαθητών. 


Εργατική Τάξη

Μεσαία Τάξη

Προφορική Γλώσσα 

Εξαρτώμενη από τα συμφραζόμενα

Λιγότερο εξαρτώμενη από τα συμφραζόμενα

Σημασίες

Ιδιαιτερότροπες

Οικουμενικές

Αρχές

Ρητές

Άρρητες

Κώδικας

Περιορισμένος

Επεξεργασμένος


Η έρευνά του πάνω στη σχέση μεταξύ γλώσσας, κοινωνικών τάξεων και σχολική επιτυχίας, αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά επηρεάζει τη γλωσσική τους ετοιμότητα για το σχολείο. Ειδικότερα, οι επεξεργασμένοι γλωσσικοί κώδικες, που χαρακτηρίζονται από σύνθετη σύνταξη, πλούσιο λεξιλόγιο και ρητό νόημα, απαντώνται συνήθως σε οικογένειες ανώτερων τάξεων και ευθυγραμμίζονται με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται από την επίσημη εκπαίδευση. Αντίθετα, οι περιορισμένοι κώδικες, συνηθισμένοι ανάμεσα στις κοινότητες της εργατικής τάξης, βασίζονται στην προφορική ομιλία, σε απλούστερη σύνταξη και σε άρρητο νόημα. Παιδιά προερχόμενα από τις ανώτερες τάξεις είναι περισσότερο εξοικειωμένα με τη γλώσσα και τα πολιτισμικά πρότυπα της επίσημης εκπαίδευσης, συγκριτικά με παιδιά προερχόμενα από άλλες τάξεις (ή κοινωνικές ομάδες διαφορετικές από αυτές της κυρίαρχης πολιτισμικά ομάδας). Με την έννοια αυτή, οι ανισότητες στους γλωσσικούς κώδικες ενισχύουν τις εκπαιδευτικές ανισότητες, καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα ευνοεί τους επεξεργασμένους κώδικες έναντι των περιορισμένων.
 
 

Αναφορές:

Bernstein, B. (1971). Class, Codes and Control: Theoretical Studies Towards a Sociology of Language. Routledge & Kegan Paul.
 
Bernstein, B. (1991). Παιδαγωγικοί κώδικες και κοινωνικός έλεγχος (Μτφ. Σ. Ιωσήφ). Αλεξάνδρεια.