Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Το μέλημα της οριοθέτησης του αντικειμένου της Κοινωνιολογίας στον Ε. Durkheim

Η κοινωνιολογία έχει ως αντικείμενο μελέτης τα κοινωνικά φαινόμενα, τη δράση των κοινωνικών ομάδων, τις σχέσεις μεταξύ ατόμου και ομάδων, τις σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων, τις κοινωνικές διαδικασίες και ειδικότερα το μετασχηματισμό των κοινωνιών. (Σελ. 14-15 σχολικού βιβλίου)

Μπορεί ο ορισμός αυτός για το αντικείμενο της Κοινωνιολογίας να δείχνει εύλογος -τουλάχιστον διαβάζοντάς τον κανείς σήμερα- εντούτοις κάτι τέτοιο δεν ίσχυε στα τέλη του 19ου αιώνα όταν ακόμα η νεόκοπη αυτή επιστήμη δεν είχε αυτονομηθεί ως διακριτός κλάδος της ανθρώπινης γνώσης:
Το πρώτο ολοκληρωµένο κείµενο το οποίο θεσπίζει το αντικείµενο µιας επιστήµης της κοινωνίας µε αυστηρότητα, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα τις βασικές µεθοδολογικές αρχές, είναι το βιβλίο του Emile Durkheim Οι Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου. ∆ηµοσιεύεται για πρώτη φορά το 1894, σε δύο τόµους (37 και 38) της Φιλοσοφικής Επιθεώρησης (Revue philosophique), πριν εµφανιστεί σε αυτόνοµο τόµο την επόµενη χρονιά, το 1895. Η εν λόγω επιθεώρηση είχε δηµιουργηθεί λίγα χρόνια πριν, από τον Théodule Ribot, σηµαντική µορφή της Φιλοσοφίας και της Ψυχολογίας του καιρού του, προκειµένου να ενισχύσει τον εµπειρικό προσανατολισµό και την πειραµατική-ορθολογική προσέγγιση των επιστηµών, κυρίως της Ψυχολογίας. Κατά µία έννοια, το εγχείρηµα του Durkheim συνίσταται στην εγκαθίδρυση στον τοµέα της κοινωνιολογίας του πνεύµατος της πειραµατικής ορθολογικότητας που είχε ήδη αναπτυχθεί στο πεδίο της  Ψυχολογίας. Πίστευε ότι µε τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί η πανθοµολογούµενη επιστηµονικότητα της Κοινωνιολογίας και θα ξεπεραστούν τα εµπόδια που ετίθετο από την ιδεολογική της χρήση (Berthelot, 1988: 17-21).

Στην πρώτη παράγραφο του πρώτου κεφαλαίου προσδιορίζεται το αντικείµενο της Κοινωνιολογίας. Ο Durkheim ξεκινά µε ένα ρητορικό ερώτηµα, προκειµένου να προτείνει ένα σαφή προσδιορισµό των γεγονότων εκείνων τα οποία ορίζει ως κοινωνικά και τα οποία θεωρεί ότι οριοθετούν ένα αυτόνοµο πεδίο του επιστητού, στο  οποίο  αρµόζει  µια  αντίστοιχη  επιστηµονική  πειθαρχία:  «Πριν  αναζητηθεί η µέθοδος, που αρµόζει στην µελέτη των κοινωνικών γεγονότων, είναι σηµαντικό να ξέρει κανείς ποια γεγονότα αποκαλούνται κοινωνικά. Το θέµα είναι καίριο γιατί ο χαρακτηρισµός αυτός χρησιµοποιείται χωρίς πολλή ακρίβεια. Τον µεταχειρίζονται συνήθως για να εκφράσουν όλα περίπου να φαινόµενα, που συµβαίνουν µέσα σε µια κοινωνία  και  εµφανίζουν  γενικά  κάποιο  κοινωνικό  ενδιαφέρον.  Έτσι,  όµως,  θα µπορούσε κανείς να πει πως δεν υπάρχουν ανθρώπινα γεγονότα που να µην µπορούν να αποκληθούν κοινωνικά. Κάθε άτοµο πίνει, κοιµάται, τρώει, σκέπτεται –και η κοινωνία έχει κάθε συµφέρον στην τακτική άσκηση αυτών των λειτουργιών. Εάν, λοιπόν, τα γεγονότα αυτά ήσαν κοινωνικά, η κοινωνιολογία δεν θα είχε ίδιο αντικείµενο και το πεδίο των ενδιαφερόντων της θα συνεχέετο µε εκείνο της Βιολογίας και της Ψυχολογίας;» (Durkheim, 1994: 65). Και συνεχίζει: «Αλλά στην πραγµατικότητα, υπάρχει σε κάθε κοινωνία µια συγκεκριµένη οµάδα φαινοµένων, τα οποία διακρίνονται από χαρακτηριστικά διαφορετικά από εκείνα, που µελετούν οι άλλες φυσικές επιστήµες» (Durkheim, 1994: 65).
Στην αφετηρία του προβληµατισµού για την συγκρότηση µιας επιστήµης της Κοινωνιολογίας συναντάµε µια πράξη επιστηµολογικού διαχωρισµού των αντικειµένων της γνώσης. Ο στόχος φαίνεται να είναι η χάραξη διακριτών ορίων ανάµεσα στο κοινωνικό, το βιολογικό-σωµατικό και το ψυχικό, ως γνωστικά πεδία στα οποία αρµόζουν διαφορετικές πειθαρχίες. Η έγνοια αυτή του Durkheim είναι κατανοητή εάν αναλογιστούµε το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Τόσο η Βιολογία όσο και η Ψυχολογία έχουν ήδη νοµιµοποιηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα ως αυτόνοµοι κλάδοι. Είναι ευνόητος, εποµένως, ο προσανατολισµός στις µεθοδολογικές κατευθύνσεις αυτών των επιστηµών. 
Η Ψυχολογία έχει αποσπαστεί από την αγκάλη της Φιλοσοφίας, και έχει καταστεί θεσµικά καταξιωµένη εµπειρική επιστήµη. Η Ψυχιατρική, επίσης, έχει αναγνωριστεί ως ιατρική ειδικότητα, και το θεσµικό της πλαίσιο έχει κυριαρχήσει στις πιο ισχυρές δυτικές χώρες ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Μάλιστα, το µόρφωµα που της αποδίδει θεσµική υπόσταση, το ψυχιατρικό άσυλο, εξακολουθεί ακόµα, στα τέλη του 19ου αιώνα, να θεωρείται στοιχείο κοινωνικού εκσυγχρονισµού, σε ένα πνευµατικό περιβάλλον υπό την ισχυρή επίδραση του εξελικτισµού και του θετικισµού. 
Η Βιολογία, από την άλλη, έχει καταστεί πρότυπο για το φιλοσοφικό και επιστηµονικό στοχασµό. Η βιολογική αναλογία χρησιµοποιήθηκε πολλές φορές στις κοινωνικές επιστήµες, και χρησίµευσε ως οδηγός για την κατανόηση των κοινωνικών δραστηριοτήτων ως «λειτουργιών». Η έννοια της λειτουργίας, µάλιστα, θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό να απολαµβάνει κύρος στο χώρο των κοινωνικών επιστηµών, έως τα µέσα του εικοστού αιώνα, όταν και επικρίθηκε για την αναλυτική της ανεπάρκεια και για τις ιδεολογικές της συνεκδοχές. Η Βιολογία σηµειώνει ραγδαία ανάπτυξη και αντίστοιχη νοµιµοποίηση τον 19ο αιώνα εξαιτίας πολύ σηµαντικών θεωρητικών προτάσεων αλλά και αντίστοιχων εµπειρικών ανακαλύψεων, οι οποίες άλλαξαν τον τρόπο στοχασµού και διαχείρισης του   σώµατος. Αρκεί να αναφερθούµε στα ονόµατα του ∆αρβίνου και του Pasteur, για να κατανοήσουµε τη σηµασία της ανάπτυξης της Βιολογίας. 
Η θεωρία του ∆αρβίνου περί καταγωγής των ειδών, η οποία αναπτύχθηκε στο οµώνυµο βιβλίο του το οποίο εκδόθηκε στις 24 Νοεµβρίου 1859 έθεσε τις βάσεις της Εξελικτικής Βιολογίας (Darwin, 1985). Στο εν λόγω σύγγραµµα ο ∆αρβίνος εισήγαγε την θεωρία ότι οι πληθυσµοί εξελίσσονται από γενιά σε γενιά µε τη διαδικασία της φυσικής επιλογής, παρουσιάζοντας µια σειρά από στοιχεία και αποδείξεις ως απαύγασµα παρατηρήσεων, πειραµάτων και επιστηµονικών συζητήσεων. Φυσικά, εκείνη την εποχή οι θεωρίες περί εξέλιξης παρέπεµπαν σε µια αντίληψη για την εµφάνιση των έµβιων όντων, µεταξύ των οποίων και του ανθρώπου, δίχως θεϊκή παρέµβαση. Για το λόγο αυτό ο ∆αρβίνος απόφυγε τη χρήση αντίστοιχων λέξεων. Ωστόσο, στο βιβλίο υπονοείται, έστω ακροθιγώς, ότι και ο άνθρωπος θα µπορούσε να είχε εξελιχθεί µε τον ίδιο τρόπο όπως και οι άλλοι οργανισµοί. Το έργο αυτό, παρά τις αρχικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα από κύκλους της εκκλησίας, έγινε γενικά αποδεκτό στον επιστηµονικό κόσµο τις επόµενες δεκαετίες, καθιερώνοντας τη Βιολογία ως ένα κλάδο γνώσης πολύ καλά εµπειρικά θεµελιωµένο. 
Αντίστοιχου εύρους εξελίξεις συµβαίνουν την ίδια εποχή στην Ιατρική, όσον αφορά δηλαδή ειδικότερα την ανθρώπινη βιολογία. Η παστεριανή επανάσταση αυξάνει το γόητρο της Ιατρικής. Μάλιστα, η ανακάλυψη των παθογόνων οργανισµών, οδήγησε σε ριζική ανατροπή του τρόπου µε τον οποίο οι γιατροί κατανοούν το σώµα και την ασθένεια. Τα πειράµατά του Παστέρ επιβεβαίωσαν τη θεωρία ότι πολλές ασθένειες προκαλούνται από µικρόβια, ενώ ο ίδιος δηµιούργησε το πρώτο εµβόλιο για τη λύσσα (Πεφάνης, 2004). Η παστεριανή θεωρία των µικροοργανισµών και του δόγµατος της συγκεκριµένης αιτιολογίας, δηλαδή η πεποίθηση ότι συγκεκριµένοι µικροοργανισµοί συνδέονται µε συγκεκριµένες ασθένειες µε σχέση αιτιότητας, οδήγησε στην κυριαρχία του βιολογικού ντετερµινισµού. Έτσι, η διόρθωση της βλάβης λαµβάνει χώρα σε ατοµικό επίπεδο, αν και η θεσµική παρέµβαση προϋποθέτει βιοπολιτικές εφαρµογές, υπό το πρίσµα της δηµόσιας υγείας και της υγιεινής. 
Οι εξελίξεις είναι διαφορετικές στο πεδίο της Κοινωνιολογίας, καθώς δεν έχει καταστεί δυνατή η νοµιµοποίησή της ως αυτόνοµου κλάδου. Αυτό επιχειρεί ο Durkheim, και ως πρώτο βήµα διατυπώνει ένα σαφές, αυστηρό επιστηµολογικό σχέδιο βασισµένο στην οριοθέτηση, στη διάκριση του αντικειµένου αναφοράς. Μόνο έτσι φαίνεται να θεωρείται ότι είναι δυνατό να διατυπωθεί ένα σαφές µεθοδολογικό πλαίσιο κατανόησης του κοινωνικού και να προσδιοριστούν µε διαύγεια οι κανόνες µελέτης του, οι οποίοι συνίστανται πρωτίστως στα εξής: 
1. Διάκριση ατοµικού και συλλογικού. Το συλλογικό δεν είναι σε καµία περίπτωση το άθροισµα των ατοµικών συµπεριφορών, σκέψεων, πίστεων, επιθυµιών κτλ. 
2. Το κοινωνικό γεγονός είναι εξωτερικό ως προς το άτοµο, και το υπερβαίνει. Το κοινωνικό, η συλλογική συνείδηση, όχι µόνο έχει τη δικιά της ζωή, τους δικούς της κανόνες και µια ιδιαίτερη ύπαρξη, αλλά επιπλέον επικαθορίζει το άτοµο, έχει τη δύναµη να το πλάσει κατ’ εικόνα και οµοίωση. 
3. Μελέτη των κοινωνικών γεγονότων ως πραγµάτων. Από τις προηγούµενες διαπιστώσεις προκύπτει ένα σαφές µεθοδολογικό πρόταγµα µελέτης των κοινωνικών γεγονότων ως πραγµάτων, δηλαδή εξωτερικά και αντικειµενικά. Η κοινωνική συµπεριφορά µπορεί να µελετηθεί µε την ακρίβεια των φυσικών επιστηµών.   
4. Το κοινωνικό εξηγείται µε το κοινωνικό, όχι µε αναγωγή είτε στο ψυχολογικό είτε στο βιολογικό. Βασική πρόταση του Durkheim, και θεµέλιο του εγχειρήµατος επιστηµολογικού διαχωρισµού από τη Βιολογία και την Ψυχολογία, είναι επιστηµολογική τεκµηρίωση της αυτονοµίας του κοινωνικού. Τα κοινωνικά φαινόµενα συγκροτούν µια αυτόνοµη τάξη πραγµάτων, η οποία θα µελετηθεί από την επιστήµη της Κοινωνιολογίας ως έχει, δίχως αναγωγές στην ανθρώπινη φύση και Ψυχολογία.

Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Η πολυπαραγοντική ανάλυση χρησιμοποιώντας την R

πολυπαραγοντική ανάλυση αφορά ένα σύνολο δεδομένων από μεταβλητές οργανωμένες ανά ομάδες. Τα δεδομένα αυτά συνήθως προέρχονται από διαφορετικές πηγές. Η [στατιστική] αυτή μέθοδος δίνει έμφαση τόσο στην κοινή δομή μεταξύ των ομάδων όσο και στις ιδιαιτερότητες της κάθε ομάδας. Επιτρέπει, επίσης, τη σύγκριση των αποτελεσμάτων πολλών PCA [Ανάλυση Κύριων Συνιστωσών] ή MCA [Πολλαπλή Ανάλυση Αντιστοιχιών] σε ένα μοναδικό πλαίσιο αναφοράς. Οι μεταβλητές μπορεί να είναι συνεχείς, κατηγορικές ή ακόμα και πίνακες συνάφειας".

francoishusson.wordpress.com

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Ποια θεωρούνται τα σημαντικότερα προσόντα για τους πολίτες στην "κοινωνία της πληροφορίας"; Ποιοι παράγοντες διαμόρφωσαν τις νέες μορφές απασχόλησης και ποιες μορφές τηλεργασίας υπάρχουν; Ποιοι προβληματισμοί έχουν προκύψει για τις νέες μορφές απασχόλησης; Αποτελούν οι νέες μορφές απασχόλησης απάντηση στην ανεργία;




Α. Ποια θεωρούνται τα σημαντικότερα προσόντα για τους πολίτες στην "κοινωνία της πληροφορίας";

Β. Ποιοι παράγοντες διαμόρφωσαν τις νέες μορφές απασχόλησης και ποιες μορφές τηλεργασίας υπάρχουν;

Γ. Ποιοι προβληματισμοί έχουν προκύψει για τις νέες μορφές απασχόλησης;

Δ. Αποτελούν οι νέες μορφές απασχόλησης απάντηση στην ανεργία;


Απάντηση

Α. Ως σημαντικότερα προσόντα για τους πολίτες των προηγμένων κοινωνιών θεωρούνται η εφευρετικότητα και η δημιουργικότητα. Αυτά τα προσόντα δίνουν το όπλο της ανταγωνιστικότητας στους πολίτες, αλλά και στα κράτη. Σε ό,τι αφορά τον πολίτη, είναι φανερό ότι τα συγκεκριμένα προσόντα τον βοηθούν στη συνεχή επαγγελματική του εξέλιξη. (Σελ. 102 σχολικού βιβλίου)

Β. Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών σε πολλούς χώρους εργασίας διεύρυνε τον κύκλο των εργασιακών δραστηριοτήτων και επηρέασε την ίδια τη δομή της εργασίας. Η ιεραρχία των υπαλλήλων άλλαξε: για παράδειγμα, προϊστάμενος μπορεί να γίνει αυτός που χειρίζεται επαρκώς τις πληροφορίες, χωρίς απαραίτητα να έχει και σφαιρική γνώση του αντικειμένου της δουλειάς. Άλλαξε επίσης η εργασιακή κουλτούρα: για παράδειγμα, μπορούν να διαμορφωθούν στους χώρους δουλειάς αυτόνομες ή ημιαυτόνομες ομάδες εργασίας. Επιπλέον, διαφοροποιούνται συνεχώς τα προσόντα που πρέπει να έχει κάποιος, για να βρει δουλειά, η οποία διαφοροποίηση προϋποθέτει γενικότερες γνώσεις και δεξιότητες. Οι αλλαγές αυτές στην οργανωτική δομή της εργασίας γέννησαν νέες μορφές απασχόλησης, που ονομάστηκαν ευέλικτες. Παραδείγματα ευέλικτων μορφών είναι η μερική απασχόληση, η εργασία με βάρδιες, η εργασία στη βάση κυλιόμενου ωραρίου, η εργασία τις Κυριακές (και γενικότερα τις αργίες) και η εργασία από απόσταση όπως, για παράδειγμα, η τηλεργασία. Η χρήση του διαδικτύου και η παροχή εργασίας μέσω αυτού δημιούργησαν την τηλεργασία, την οποία μπορεί κανείς να συναντήσει με τις τρεις ακόλουθες μορφές:

  • Η πρώτη μορφή μοιάζει με την εργασία-φασόν (με το κομμάτι) του 19ου αιώνα. Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε ανεξάρτητους εργαζόμενους ή ελεύθερους επαγγελματίες που δε διαχωρίζουν το  χώρο εργασίας από το χώρο του σπιτιού τους.

  • Η δεύτερη μορφή διαφοροποιείται από την πρώτη λόγω της δικτύωσης που συνδέει τους υπολογιστές μεταξύ τους ή τους διαφορετικούς χώρους εργασίας σε μια πόλη, σε μια χώρα ή και σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε μια μορφή πιο προχωρημένη η επιχείρηση δεν είναι παρά ένα τεράστιο, καλά δομημένο, δίκτυο πληροφόρησης. Οι εργαζόμενοι μπορούν δηλαδή να συνεργάζονται μέσω της τράπεζας δεδομένων.

   • Η τελευταία μορφή τηλεργασίας λειτουργεί ως μια υπηρεσία της κεντρικής επιχείρησης. Αναφέρεται κυρίως στον τομέα των πωλήσεων και έχει αναπτυχθεί ως δίκτυο σε μη αστικές περιοχές. Με αυτό τον τρόπο δεν απαιτούνται και έξοδα ενοικίου για την επιχείρηση. (Σελ. 114-115 σχολικού βιβλίου)

Γ. Πολλές από αυτές τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης ονομάζονται «γκρίζες», γιατί δεν παρέχουν στους εργαζομένους τα εργασιακά δικαιώματα (όπως επιδόματα, άδειες) και την ασφάλισή τους. Παραδείγματα «γκρίζων» μορφών απασχόλησης είναι η εργασία με σύστημα «φασόν», η εργασία εκτός των εγκαταστάσεων του εργοδότη, ο δανεισμός των εργαζομένων κ.ά. Αυτές οι μορφές απασχόλησης καθιστούν την εργατική δύναμη απροσδιόριστη και ασαφή. Μερικά από τα ερωτήματα που τίθενται γι’ αυτό το ζήτημα είναι: ο εργαζόμενος στο πλαίσιο της εργασίας αυτής της μορφής δουλεύει 8 με 4; Πληρώνεται γι’ αυτό το ωράριο ή με το «κομμάτι»; Πώς προσδιορίζεται το «κομμάτι», όταν ο εργαζόμενος, για παράδειγμα, δίνει πληροφορίες μέσω του διαδικτύου με το οποίο είναι συνδεδεμένος ο υπολογιστής του; (Σελ. 114 σχολικού βιβλίου)

Δ. Η αντιμετώπιση της ανεργίας αποτελεί κομβικό σημείο στην πολιτική κάθε κράτους. Ο στόχος βέβαια δεν είναι άλλος από τη μείωση της ανεργίας, η οποία αμβλύνει, με τη σειρά της, τις ανισότητες και τη φτώχεια. Για το λόγο αυτό διατυπώνονται προτάσεις όπως η μερική απασχόληση ή η πρόωρη συνταξιοδότηση εργαζομένων ή, αντίθετα, η αύξηση των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση κ.ά. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η ευελιξία στην εργασία, η οποία ορίζεται ως η συνεχής μετακίνηση του εργαζόμενου σε διαφορετικές εργασιακές θέσεις. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί εργαζόμενοι στη διάρκεια της επαγγελματικής ζωής τους θα αλλάξουν παραπάνω από μία φορά θέση εργασίας. Τα συναισθήματα ωστόσο που συνοδεύουν τον εργαζόμενο εξαιτίας αυτών των αλλαγών είναι η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια. Τέτοια μέτρα εξάλλου θα πρέπει να συνοδεύονται και από την προσπάθεια ανάπτυξης της οικονομίας και τόνωσης των επενδύσεων, τα οποία με τη σειρά τους θα δώσουν νέες θέσεις εργασίας. (Σελ. 128 σχολικού βιβλίου)


Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Ο Max Weber για το πνεύμα του καπιταλισμού...




Η φιλοκτησία, η επιδίωξη κέρδους, χρήματος, όσο γίνεται μεγαλύτερων ποσών χρημάτων, δεν έχει καθαυτή καμία σχέση με τον Καπιταλισμό. Η ροπή αυτή υπάρχει και υπήρχε πάντα ανάμεσα στα γκαρσόνια, τους φυσικούς, τους αμαξάδες, τους καλλιτέχνες, τις πόρνες, τους διεφθαρμένους υπαλλήλους, τους στρατιώτες, τους ευγενείς, τους σταυροφόρους, τους χαρτοπαίκτες και τους ζητιάνους. Μπορούμε να πούμε πως ήταν κοινή σε όλα τα είδη και τις συνθήκες που έζησαν οι άνθρωποι σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες της γης, όπου υπήρχε η αντικειμενική δυνατότητα για την εμφάνιση της. θα έπρεπε να διδάσκεται από το νηπιαγωγείο κιόλας, στο μάθημα της Ιστορίας του Πολιτισμού, πως η απλοϊκή αυτή αντίληψη για τον Καπιταλισμό πρέπει να εγκαταλειφθεί μια για πάντα. Η αχαλίνωτη βουλιμία για κέρδος δεν ταυτίζεται ούτε στο ελάχιστο με τον Καπιταλισμό, κι ακόμα λιγότερο με το πνεύμα του. Ο Καπιταλισμός μάλιστα μπορεί να ταυτίζεται με την τιθάσευση, ή τουλάχιστον με τον ορθολογικό μετριασμό, αυτής της παράλογης ορμής. Αλλά ο Καπιταλισμός είναι ταυτόσημος με την επιδίωξη του κέρδους και τη διαρκή ανανέωση του κέρδους μέσω της συνεχούς, ορθολογικής καπιταλιστικής επιχείρησης. Γιατί δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά: σε μία εξ ολοκλήρου καπιταλιστική δομή της κοινωνίας, μια ιδιωτική καπιταλιστική επιχείρηση που δεν εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες της για την απόκτηση κέρδους θα ήταν καταδικασμένη να σβήσει.

(Μαξ Βέμπερ, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, 2010)

Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Η συχνότητα εμφάνισης των κύριων ονομάτων των θεωρητικών στο βιβλίο της Γ Λυκείου


Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Ο Paul Romano για το τεϊλορικό μοντέλο παραγωγής στο εργοστάσιο της General Motors



Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από την εργατική μαρτυρία του Paul Romano, εργάτη στη βιομηχανία της General Motors του Ντιτρόιτ των ΗΠΑ και έχει γραφτεί στα τέλη της δεκαετίας του 1940.



Το εργοστάσιο στο οποίο δουλεύω αποτελεί τμήμα μιας γιγαντιαίας επιχείρησης, το δίκτυο της οποίας απλώνεται σε ολόκληρη τη χώρα. Πρόκειται για μια αναπτυγμένη μορφή καπιταλιστικής οργάνωσης στον κλάδο της βιομηχανίας. Παρόλα αυτά, η γραφειοκρατική επίβλεψη της εργασίας οδηγεί σε τεράστια αναποτελεσματικότητα σε σχέση με τα μέσα που χρησιμοποιούνται. Αν και η εταιρία δείχνει να κάνει τα πάντα για την παραγωγή, εντούτοις κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η παραγωγή θα μπορούσε να αυξηθεί με τη χρήση διαφορετικών μεθόδων, περισσότερο όμως από αυτό πρόθεσή της είναι η υποταγή και ο έλεγχος του εργαζόμενου.


Η κακή χρήση των μηχανημάτων

Ο ρυθμός των μηχανημάτων αυξάνεται στο μέγιστο βαθμό. Το γεγονός αυτό επιφέρει συνεχείς βλάβες, ενώ απαιτεί την ύπαρξη μιας μεγάλης ομάδας συντηρητών. Η κακή χρήση των μηχανών είναι παντού εμφανής.

Ένας έκκεντρος άξονας έχει τοποθετηθεί στη μηχανή προκειμένου να ελαττώσει το χρόνο κοπής. Ως αποτέλεσμα, τα εργαλεία χτυπάνε με ταχύτητα στο μέταλλο και καίγονται ή σπάνε. Συνέπεια των υπερβολικών ταχυτήτων είναι η φθορά των εδράνων των μηχανών, για αυτό το λόγο και κάποιες μηχανές βρίσκονται διαρκώς υπό επισκευή. Οι υψηλές ταχύτητες των μηχανών αναγκάζουν τον εργάτη να πει: «Κάποια μέρα αυτές οι καταραμένες μηχανές θα απογειωθούν και θα πετάξουν».

Οι μηχανές είναι ρυθμισμένες για συγκεκριμένους τύπους μετάλλων. Πολλές φορές, ο χάλυβας που έχει τοποθετηθεί στη μηχανή είναι πιο σκληρός απ’ όσο πρέπει. Αυτό προκαλεί το κάψιμο ή το σπάσιμο των εργαλείων.

Για εβδομάδες οι αναγκαίες επισκευές δεν προχωρούν. Για να παραμείνει ασφαλής μια εγκατάσταση πρέπει να ανοιχθεί μια καινούργια τρύπα. Ένας μοχλός ή ένα φρένο που δε λειτουργεί μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να ραγίσει τη μηχανή με σοβαρό κίνδυνο για τον χειριστή. Εντούτοις, κανένας δεν κάνει τίποτε.

Την εταιρία δεν την ενδιαφέρει πόσα εργαλεία καίγονται ή πόσο συχνά πρέπει οι εργάτες να τα αντικαθιστούν. Αυτό που την ενδιαφέρει, κατά κύριο λόγο, είναι η ρύθμιση με τέτοιο τρόπο των μηχανών ώστε να λειτουργούν στη μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Από εκεί κι έπειτα αφορά τους χειριστές αν προλαβαίνουν το ρυθμό τους.

(P. Romano, O Αμερικανός Εργάτης, μτφρ. Έντνα Τσελεμέγκου, Κινούμενοι Τόποι, Αθήνα, 2014 [1947]).