Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Εθνικός Διχασμός μέσα από την έννοια του "χαρίσματος"

H έννοια και ο όρος «χαρισματικός ηγέτης» πρωτοεμφανίστηκαν στις κοινωνικές επιστήμες πριν από έναν αιώνα, στο έργο του μεγάλου Γερμανού κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ. Δυστυχώς όμως, η λέξη «χαρισματικός» υιοθετήθηκε αργότερα και από τη γλώσσα της δημοσιογραφίας, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται σήμερα άκριτα και αδιάκριτα. «Χαρισματικός» έχει καταντήσει να σημαίνει απλώς «ελκυστικός», «γοητευτικός», «δημοφιλής», «προικισμένος». Επειδή μάλιστα η ίδια η λέξη «χάρισμα» είναι ελληνική και παραμένει σε κοινή χρήση, η σύγχυση γίνεται ακόμη πιο εύκολη στη γλώσσα μας. Ονομάζεται δηλαδή «χαρισματικός» όποιος απλώς είναι προικισμένος με ένα η περισσότερα «χαρίσματα».

Με τις συνθήκες αυτές, πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι ο όρος είναι πλέον επιστημονικά άχρηστος και τον αποφεύγουν. Ωστόσο, ο όρος παραμένει επιστημονικά αναντικατάστατος, επειδή παραπέμπει σε έναν ιδιαίτερο τύπο ηγεσίας, που έχει τη δική του ιδιαίτερη νομοτέλεια. Ό,τι ισχύει για τους χαρισματικούς ηγέτες δεν ισχύει για τους άλλους. Χρειάζεται λοιπόν να ανατρέξουμε στον ίδιο τον Μαξ Βέμπερ, σε συνδυασμό με τους ερμηνευτές που τον ακολουθούν πιο πιστά.

O Βέμπερ χρησιμοποίησε τον όρο «χάρισμα» (πάντα στον ενικό) για να χαρακτηρίσει μία ιδιότητα που θεωρείται ότι ξεφεύγει από το συνηθισμένο και χάρη στην οποία το συγκεκριμένο πρόσωπο:

…θεωρείται προικισμένο με υπερφυσικές, υπεράνθρωπες ή τουλάχιστον εντελώς εξαιρετικές ικανότητες ή ιδιότητες, απρόσιτες στον κοινό άνθρωπο, ή θεόπεμπτο ή υποδειγματικό και γι’ αυτόν τον λόγο αναγνωρίζεται ως «ηγέτης».

Αρχέτυπο του χαρισματικού ηγέτη μπορεί να θεωρηθεί o θρησκευτικός αρχηγός, ο προφήτης και προπαντός o ιδρυτής θρησκείας. Γι' αυτό και ο Ιησούς Χριστός, όπως παρουσιάζεται από τα ευαγγέλια, προσφέρεται ως κατεξοχήν οικείο υπόδειγμα και πηγή παραδειγμάτων.

Ιδιαίτερα τόνισε o Βέμπερ τον επαναστατικό και έκτακτο χαρακτήρα του χαρίσματος, τη ριζική αντίθεσή του με την καθημερινή ρουτίνα και τις μόνιμες θεσμικές δομές, καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του «χαρισματικού κινήματος»), δηλ. του κινήματος που συγκροτείται γύρω από τον χαρισματικό ηγέτη και τον ακολουθεί. Αρχικά, το κίνημα αυτό δεν έχει αποσαφηνισμένη ιεραρχία, ούτε οριοθέτηση εξουσιών και αρμοδιοτήτων. Ωστόσο, τα υλικά και άυλα συμφέροντα των οπαδών και προπαντός των ηγετικών στελεχών (ή «μαθητών») απαιτούν τη μετάλλαξη του χαρίσματος και την επένδυσή του σε μονιμότερες δομές, δηλ. τη «ρουτινοποίησή» του. Αυτή, με τη σειρά της, προϋποθέτει την «αποπροσωποποίησή» του και τη μετατροπή του είτε σε οικογενειακό είτε σε θεσμικό χάρισμα. Μόνο έτσι μπορεί να λυθεί το κρίσιμο πρόβλημα της διαδοχής του χαρισματικού ηγέτη, δηλ. σε τελική ανάλυση το πρόβλημα της διάρκειας. Παράδειγμα οικογενειακού χαρίσματος αποτελεί μία δυναστεία (βασιλέων ή και πολιτικών). Παράδειγμα θεσμικού χαρίσματος αποτελεί η Εκκλησία, ένα κράτος, ένα πολίτευμα ή και ένα κόμμα.

Δύο τύποι χαρίσματος αφορούν τον Εθνικό Διχασμό: η Βασιλεία και η «δημοψηφισματική» ηγεσία που ο Βέμπερ χαρακτηρίζει «μεταβατικό τύπο» στο πλαίσιο της διαδικασίας μετασχηματισμού του χαρίσματος προς δημοκρατική ή πάντως «αντιαυταρχική» κατεύθυνση.

Εκτός από τους δύο αυτούς τύπους και την ανάλυσή τους, τρεις ακόμη —σχετικά παραμελημένες— πτυχές της θεωρίας του χαρίσματος έχουν ιδιαίτερη σημασία εδώ. Αφορούν (1) τις συνθήκες εμφάνισης ενός χαρισματικού κινήματος, (2) τη σχέση μεταξύ ηγέτη και οπαδών και (3) τις συγκρούσεις που συνεπάγεται και πυροδοτεί το χάρισμα.

Σχετικά με το πρώτο ζήτημα, ο Μπέντιξ υπογραμμίζει ότι:

Χαρισματική ηγεσία εμφανίζεται πιο συχνά σε καταστάσεις ανάγκης, συνδέεται με μία συλλογική έξαψη με την οποία αντιδρούν σε κάποιαν έκτακτη περίσταση μάζες ανθρώπων και χάρη στην οποία παραδίνονται σε έναν ηρωικό ηγέτη.

Πληρέστερη είναι η σχετική ανάλυση του Πάρσονς:

Κάθε κατάσταση όπου ένα θεσμικό καθεστώς έχει αποδιοργανωθεί σε σημαντική έκταση, όπου καθιερωμένες διαδικασίες, προσδοκίες και σύμβολα έχουν διαλυθεί ή βάλλονται, είναι κατάσταση ευνοϊκή για ένα τέτοιο κίνημα. Δημιουργεί εκτεταμένη ψυχολογική ανασφάλεια που, με τη σειρά της, είναι επιδεκτική εκτόνωσης με την πρόσδεση σε ένα χαρισματικό κίνημα.

Και o Γκράμσι, άλλωστε, συνδέει την εμφάνιση «σκοτεινών δυνάμεων», που αντιπροσωπεύονται από χαρισματικούς ηγέτες, με περιόδους «οργανικής κρίσης».

Για τη σχέση χαρισματικού ηγέτη και οπαδών, ο Μπέντιξ τονίζει χαρακτηριστικά:

Στην «καθαρή» της μορφή, η χαρισματική ηγεσία συνεπάγεται έναν βαθμό αφοσίωσης εκ μέρους των μαθητών που δεν έχει όμοιό του στους άλλους τύπους εξουσίας.

 (...)

(Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, 1915. Ο Εθνικός Διχασμός, Πατάκης, Αθήνα, 2020)

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανά περιφέρεια (Eurostat, 2019)

 

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

O Μαρξ για τη λειτουργία που επιτελεί το δημόσιο χρέος

 

Επειδή το δημόσιο χρέος στηρίζεται στα κρατικά έσοδα, που οφείλουν να καλύπτουν τις χρονιάτικες τοκοχρεωλυτικές κλπ. πληρωμές, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα έγινε αναγκαίο συμπλήρωμα του συστήματος των εθνικών δανείων. Τα δάνεια δίνουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση ν' αντεπεξέρχεται σε έκτακτα έξοδα, χωρίς να γίνεται αυτό αμέσως αισθητό στον φορολογούμενο, μετά όμως απαιτούν αυξημένους φόρους. Από την άλλη μεριά, η αύξηση των φόρων, που προκλήθηκε με τη συσσώρευση απανωτών δανείων, αναγκάζει την κυβέρνηση σέ κάθε περίπτωση καινούργιων έκτακτων εξόδων να καταφεύγει διαρκώς σε καινούργια δάνεια. Έτσι, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα, που άξονάς του είναι οι φόροι στα πιο αναγκαία μέσα συντήρησης (επομένως και το ακρίβαιμά τους), κρύβει μέσα του το σπέρμα της αυτόματης προοδευτικής αύξησης. H υπερφορολόγηση δεν είναι επεισόδιο, αλλά μάλλον αρχή. Γι’ αυτό στην Ολλανδία, όπου πρωτοεγκαινιάστηκε το σύστημα αυτό, ο μεγάλος πατριώτης Ντε Βιττ το εξύμνησε στα «Άξιωματά» του και το χαρακτήρισε σαν το καλύτερο σύστημα για να γίνει ο εργάτης υπάκουος, λιτοδίαιτος, φιλόπονος και... για να παραφορτωθεί με δουλειά.  
 
(Karl Marx, Το Κεφάλαιο, τομ. 1, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1996, σσ. 780-781)

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

To Δημόσιο Χρέος εκφρασμένο ως ποσοστό του ΑΕΠ με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής


Ameco database


* Το Δημόσιο Χρέος της χώρας είναι το χρέος του κυβερνητικού τομέα και περιλαμβάνει τα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου, τα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ομόλογα του δημοσίου και τα λοιπά δάνεια της κυβέρνησης. (Αρχές Οικονομικής Θεωρίας Γ Λυκείου, σελ.195)

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Η αύξηση του χρόνου εργασίας αυξάνει και την παραγωγικότητα;

Μεταξύ των άλλων [εν. προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας] που θα μπορούσε ν’ αναφέρει κανείς, είναι η χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, σε σύγκριση με αυτή των άλλων χωρών της ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα απλό μέτρο της παραγωγικότητας είναι το προϊόν κατ’ απασχολούμενο και αναφέρεται ως παραγωγικότητα της εργασίας. (Αρχές Οικονομικής Θεωρίας Γ Λυκείου, σελ. 197)

H παραγωγικότητα εκφράζει τη σχέση μεταξύ των αποτελεσμάτων (εκροών) ενός συστήματος (μιας επιχείρησης, ενός οικονομικού κλάδου ή ακόμα της οικονομίας γενικά) και των πόρων (εισροές), που έχουν χρησιμοποιηθεί στην παραγωγική διαδικασία όπως είναι η εργασία, η τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε, ο εξοπλισμός κτλ. 
 
Πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες επηρεάζουν την παραγωγικότητα της εργασίας όπως ο τεχνολογικός εξοπλισμός που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τις δαπάνες για έρευνα και καινοτομία, η ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος και οι συνθήκες εργασίας γενικότερα, η κατάρτιση και εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού, ο τρόπος οργάνωσης της εργασίας, αλλά και ευρύτερα η σταθερότητα και η απασχόληση ή η ανεργία που παρουσιάζει μια οικονομία.
 
Όπως γίνεται φανερό, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι ένας οικονομικός δείκτης που, έστω κι αν υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τον τρόπο υπολογισμού ή μέτρησής του, συνδέεται στενά με την καπιταλιστική ανάπτυξη και την οικονομική ανταγωνιστικότητα. Δεν ταυτίζεται, όμως, στενά με  τις ατομικές επιδόσεις ή την προσπάθεια που καταβάλει το εργατικό δυναμικού μιας επιχείρησης ή μιας οικονομίας.

Στο γράφημα 1 μπορούμε να δούμε, εν τάχει, συγκριτικά στοιχεία ανάμεσα σε ευρωπαϊκές χώρες για την παραγωγικότητα της εργασίας (υπολογισμένη εδώ σε δολάρια ανά ώρα εργασίας. Για λεπτομέρειες βλ. conference-board.org/data/economydatabase) για το 2019, με βάση τα στοιχεία της Total Economy Database από το Πανεπιστήμιο του Groningen της Ολλανδίας,
 
Γράφημα 1
 
ενώ το γράφημα 2 παρουσιάζει την εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας για την Ελλάδα την περίοδο 2009-2019:
 Γράφημα 2
 
Η καταβύθιση της παραγωγικότητας της εργασίας την περίοδο της μακράς οικονομικής ύφεσης (2010-2020) αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στα στοιχεία της Eurostat (εδώ ως ποσοστιαία μεταβολή της πραγματικής παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο/η) στο γράφημα 3,
 
 
ενώ για την περίοδο 2005 έως 2019 ο μέσος όρος ωρών εργασίας [*] παραμένει σταθερά πάνω από τις 2.000 ετησιώς, αρκετά πιο πάνω από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όπως φαίνεται στο γράφημα 4:
 
Γράφημα 4
 
Ένα χρόνο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, το 2019, ο εκτιμώμενος ετήσιος μέσος χρόνος εργασίας (Γράφημα 5) για χώρες του Νότου όπως η Ελλάδα και η Μάλτα ήταν αρκετά υψηλότερος σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή (Total Economy Database):
 
Γράφημα 5
 
Τα ιστορικά στοιχεία πάνω στην εξέλιξη της σχέσης μεταξύ μέσου ετήσιου χρόνου εργασίας και παραγωγικότητας της εργασίας (Γράφημα 6) φανερώνουν υψηλή παραγωγικότητα για εργαζόμενους/ες που δαπανούν λιγότερες ώρες στην εργασία τους -μιας και η υψηλή παραγωγικότητα μιας οικονομίας συνολικά συνδέεται με ποιοτικούς παράγοντες πέρα από την ποσοτική αύξηση του χρόνου εργασίας. (Το πολύ πρόσφατο κοινωνικό πείραμα με τη μείωση των εργάσιμων ημερών στην Ισλανδία είναι ενδεικτικό επ' αυτού):
 
Στο παραπάνω γράφημα ο οριζόντιος άξονας διαχωρίζει τις χώρες με διάμεσο ετήσιο χρόνο εργασίας με περισσότερες από 1771 ώρες ετησίως (άνω μέρος του γραφήματος) από εκείνες με λιγότερες ώρες (κάτω μέρος) και ταυτόχρονα ο κάθετος άξονας αυτές με διάμεση παραγωγικότητα 53 περίπου δολαρίων ή περισσότερα ανά ώρα εργασίας (δεξιό μέρος) από εκείνες με λιγότερο από 53 δολάρια (αριστερό μέρος).
 

Τέλος, κοιτάζοντας τη συνολικότερη εικόνα ανάμεσα στον ετήσιο χρόνο εργασίας και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ αποκαλύπτονται οι ανισοτήτες σε παγκόσμιο επίπεδο (Γράφημα 7) μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών για την ίδια χρονική περίοδο (2001-2019).
 
 
 Δ. Λ.

Σημειώσεις:

[*] Παρότι ο αριθμός αυτός αποτελεί εκτίμηση (βλ. τις επεξηγηματικές σημειώσεις Ted sources and methods), αντίστοιχα είναι και τα στοιχεία που δίνει ο ΟΟΣΑ για την ίδια περίοδο (οι διαφορές στις τιμές αντανακλούν τις διαφορετικές μεθόδους υπολογισμού).