Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Ο Κοντ για τη θεωρία της φυσικής προόδου της ανθρωπότητας

Ο Κoντ θεωρείται θεμελιωτής της Κοινωνιολογίας και σ' αυτόν οφείλεται η ίδια η ονομασία αυτής της επιστήμης. Στη βάση των θεωριών του υπάρχει μια καινούργια εκτίμηση της προόδου της ανθρώπινης γνώσης, που από τις περισσότερο άπλες και γενικές επιστήμες ανελίχτηκε στις πιο σύνθετες και εξειδικευτικές. Στην κορυφή αυτής της πυραμίδας, η κοινωνιολογία σημαδεύει το θετικό στάδιο της γνώσης. Η κοινωνιολογική ερευνά χωρίζεται κατά τον Κοντ σε κοινωνική, στατική και δυναμική: η πρώτη είναι προορισμένη να ασχοληθεί με τις σταθερές συνθήκες, όπου ξετυλίγεται η ανθρώπινη ύπαρξη σε κάθε κοινωνική διάταξη και μέσα από τις δράσεις και τις αντιδράσεις, που γεννώνται ανάμεσα στα μέρη ενός κοινωνικού συστήματος, ή δεύτερη έχει σαν αντικείμενο σπουδής τους νόμους της προόδου. Ο Κοντ βλέπει τελικά την ανθρώπινη ιστορία σαν εξέλιξη μέσα από τρία στάδια: ένα στάδιο θεολογικό, ένα μεταφυσικό κι ένα θετικό.

Auguste Comte, 1798 - 1857

H θεωρία της φυσικής προόδου της ανθρωπότητας

H λίγο-πολύ δηλωμένη αντιζηλία, που τόσο συχνά ανέτρεψε τη γενική αρμονία ανάμεσα στη θεολογική και τη στρατιωτική εξουσία, μερικές φορές απόκρυψε από τους φιλόσοφους τη βασική τους συγγένεια. Αλλά, για λόγους αρχής, προφανώς δεν θα μπορούσε να υπάρξει πραγματική αντιζηλία παρά ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία ενός και του αυτού πολιτικού συστήματος, εξαιτίας εκείνης τής αυθόρμητης άμιλλας που σε κάθε ανθρώπινο συναγωνισμό, πρέπει κανονικά να παίρνει τόσο μεγαλύτερη έκταση και ένταση, όσο πιο σπουδαίος και άμεσος γίνεται ο σκοπός και, γι' αυτό, όσο περισσότερο τα μέσα ξεχωρίζονται, χωρίς ποτέ να εμποδίζουν μια αναπόφευκτη, εκούσια ή ενστικτώδη, συμμετοχή στον κοινό σκοπό. Όταν δυο εξουσίες, πάντα εξίσου ενεργητικές, γεννιόνται, αναπτύσσονται και φθίνουν ταυτόχρονα, παρά τις διαφορές στη φύση τους, να είμαστε σίγουροι ότι ανήκουν αναγκαστικά σ’ ένα μοναδικό καθεστώς, όποιες κι αν είναι οι συνηθισμένες αμφισβητήσεις τους: η συνεχής πάλη, αυτή καθεαυτή, δε θα προκαλούσε μια ριζική ανακολουθία, όπως, αντίθετα, αν αυτή συνέβαινε μεταξύ δύο στοιχείων με ανάλογες λειτουργίες και συνέβαλε σταθερά στη βαθμιαία ανάπτυξη του ενός και στη συνεχή παρακμή του άλλου. Στη σημερινή περίπτωση είναι προφανές κυρίως ότι, σ’ ένα οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα, πρέπει ασταμάτητα να υπάρχει μια βαθιά αντιζηλία ανάμεσα στη θεωρησιακή και στην ενεργητική εξουσία, οι οποίες, από αδυναμίες της φύσης μας, είναι πολύ συχνά διατεθειμένες να μην αναγνωρίζουν την αναγκαία συνεργασία τους και να ορίζουν τα γενικά όρια των αμοιβαίων συνεισφορών τους. Εξάλλου, όποια κι αν είναι μεταξύ των στοιχείων του σύγχρονου καθεστώτος ή αδιαμφισβήτητη κοινωνική συγγένεια ανάμεσα στην επιστήμη και τη βιομηχανία, πρέπει εξίσου να περιμένουμε από τη μεριά τους αναπόφευκτες παραπέρα συγκρούσεις, όταν σιγά-σιγά ή κοινή τους πολιτική υπεροχή θα γίνει σαφέστερη: οι συγκρούσεις ήδη έχουν εκδηλωθεί, τόσο από την ενδόμυχη, διανοητική και ηθική, αντίθεση, πού εμπνέει στη μια τη φυσική κατωτερότητα των εξουσιών της άλλης, πού όμως συνδυάζει μια αναπόφευκτη ανωτερότητα πλούτου, όσο και από την ενστικτώδη απέχθεια της δεύτερης για την αφαίρεση, πού χαρακτηρίζει τις έρευνες της πρώτης, και για τη σωστή υπεροψία, πού τη διακρίνει.

Έχοντας λοιπόν καταρρίψει αυτές τις πρωταρχικές αντιρρήσεις, τίποτα δεν εμποδίζει πια να δηλώσω από την αρχή, μ’ ευθύ τρόπο, το βασικό δεσμό πού ενώνει αυθόρμητα, με τόση ενεργητικότητα, τη θεολογική με τη στρατιωτική δύναμη, και που, σε οποιαδήποτε εποχή, ήταν πάντα ζωηρά αντιληπτός και αξιοσέβαστος από όλους τους ανθρώπους ενός υψηλού επιπέδου, πού συμμετείχαν πραγματικά στη μια ή στην άλλη, παρά τις πολιτικές αντιζηλίες. Πράγματι, καταλαβαίνουμε ότι κανένα στρατιωτικό καθεστώς δε θα μπορούσε να σταθεί και προπάντων να επιζήσει, αν προληπτικά δε στηριζόταν σε μια επαρκή θεολογική καθαγίαση, χωρίς την όποια η ενδόμυχη εξάρτηση, που απαιτεί, δε θα μπορούσε να ήταν ούτε αρκετά πλήρης ούτε αρκετά μακρινή.

(Συλλογικό, Franco Ferrarotti (Επιμ.) Οι Κλασικοί Της Κοινωνιολογίας, Οδυσσέας, 1976, σσ. 3-4)



Η κοινωνιολογία δεν υπήρξε ποτέ, ούτε και στο ξεκίνημα της, ένα απλό ζήτημα “οκνηρής περιέργειας”, ή όπως θα έλεγε ο Βέμπλεν idle curiosity. Από το ξεκίνημά της ακόμα είναι μια επιστήμη στρατευμένη, ακόμα περισσότερο, μαχόμενη. Ο Κοντ φαίνεται να έχει απόλυτη επίγνωση αυτού του πράγματος. Αυτό που μοιάζει σαν τελικό αποτέλεσμα μιας παρέκκλισης και που φαίνεται να διαψεύδει μια ολόκληρη ζωή σπουδής και έρευνας, δηλαδή τη μυστικιστική στάση, την επιθυμία μιας “αναγέννησης της ανθρωπότητας” του κατοπινού Κοντ, πρέπει να τη δούμε περισσότερο σαν τη λογική που απορρέει από μιαν αντίληψη η οποία θεωρεί την επιστήμη όχι σαν εγχείρημα-αυτοσκοπό και θεωρεί ειδικότερα την κοινωνιολογία σαν ανώτατο όργανο σωτηρίας: “να αναγνωρίσουμε για να προβλέψουμε, να προβλέψουμε για να δράσουμε”. Το απόφθεγμα του Κοντ δεν αφήνει αμφιβολίες σχετικά μ’ αυτό.

(Από την εισαγωγή του Franco Ferrarotti, στο ίδιο, σ. ΧΧVIII)