Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχές Οικονομικής Θεωρίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχές Οικονομικής Θεωρίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

I. REITs: από την άνοδο στην πτώση (1960-2009)

Τα Real Estate Investment Trusts (REITs) είναι ιδιωτικές εταιρείες εισηγμένες σε διεθνή χρηματιστήρια με σκοπό την εκμετάλλευση ακινήτων που μπορούν να παράγουν υπεραξίες. Τα REITs κατέχουν ή μισθώνουν ακίνητη περιουσία και κατόπιν καταβάλλουν τα έσοδα από τα μερίσματα στους επενδυτές. Επίσης, οι εταιρείες αυτές αγοράζουν ή υπενοικιάζουν ακίνητα και επενδύουν σε χρεόγραφα και δάνεια. Το παρακάτω κείμενο, που αποτελεί μέρος σημειώσεων που συζητήθηκαν στο τελευταίο μάθημα, παρακολουθεί, εν τάχει, την ιστορική εξέλιξη του θεσμού των REITs από τη δεκαετία του 1960 έως και την πτώση του, κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, μετά την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων των ΗΠΑ.
 
***
 
Ιστορικά, η ανάπτυξη των REITs εντοπίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής τη δεκαετία του 1960, υπό την προεδρία του Αιζενχάουερ. Σκοπός της δημιουργίας τους ήταν να προσφέρουν δυνατότητες επένδυσης κατά τρόπο ανάλογο με αυτό άλλων ρευστών τίτλων. Κατά τα πρώτα χρόνια δημιουργίας τους παρόλα αυτά, η μορφή και ο ρόλος των REITs ήταν διαφορετικός από ό,τι σήμερα αφού πέρα από την κατοχή ακίνητης περιουσίας τα REITs δε διέθεταν διαχειριστικά δικαιώματα. Για πολλά χρόνια, τα REITs δεν προσέλκυαν το ενδιαφέρον των επενδυτών και «ακόμη και το ασυνήθιστο όνομά τους, REIT, υπονοούσε ότι τα τυπικά κριτήρια που ισχύουν για τις περισσότερες επενδύσεις δεν ίσχυαν για αυτές. […] Για μεγάλο χρονικό διάστημα τα REITs θεωρούνταν μετοχές από όσους επένδυαν σε ακίνητη περιουσία και ακίνητα από όσους επένδυαν σε μετοχές.» (Block, 2012, σ. 92 & 95). Τα πρώτα χρόνια λειτουργίας τους, οι περισσότερες εταιρείες του κλάδου αφορούσαν REITs ενυπόθηκων δανείων, που παρείχαν χρηματοδότηση από επενδύσεις σε στεγαστικά δάνεια και ενυπόθηκους τίτλους.

Χρειάστηκε σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων κατά τη δεκαετία του 1980, για την κατάργηση των περιορισμών όσον αφορά τη διαχείριση ακινήτων και την παροχή φορολογικών κινήτρων για τους ιδιοκτήτες τους, ώστε να αρχίσει να δίνεται ώθηση στα REITs έναντι άλλων μορφών επένδυσης. Η περαιτέρω ανάπτυξη, ωστόσο, των REITs δεν έγινε αυτόματα. Η κρίση στην αγορά ακινήτων από μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στις ΗΠΑ οδηγούσε τους επενδυτές στην αναζήτηση εναλλακτικών μορφών επένδυσης.

Από τα μέσα όμως της δεκαετίας του ’90 το κλίμα σταδιακά αλλάζει αφού οι συγκριτικά χαμηλότερες τιμές των μετοχών των REITs αρχίζουν να ελκύουν όλο και περισσότερους επενδυτές. Οι τιμές των REITs αρχίζουν να ανεβαίνουν λόγω της ζήτησης από θεσμικούς επενδυτές που εκτιμούν τις σημαντικές αποδόσεις των μερισμάτων και τη μεγαλύτερη ρευστότητα των μετοχών REITs σε σύγκριση με την επένδυση σε ακριβά περιουσιακά στοιχεία. Μέχρι το τέλος του 1998, τα REITs είχαν συγκεντρώσει 21,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε νέα ίδια κεφάλαια μέσω 314 προσφορών, εκ των οποίων οι 17 αφορούσαν δημόσια προσφορά (IPOs) (Block, 2012, σ. 124). 
 

Source: www.businessinsider.com 

Από τις αρχές του 2000, οι μετοχές REITs εμφανίζουν μια σημαντική ανοδική τάση που συνεχίζεται προτού ανακοπεί από την κρίση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων. Σύμφωνα με το NAREIT, μέχρι τον Μάρτιο του 2005 η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς μετοχών μόνο για τις μετοχές REITs ανερχόταν σε 265 δις δολάρια έναντι μόλις 11 δις δολάρια στα τέλη του 1992. Ωστόσο, τη μεγάλη άνοδο αυτής της περιόδου τη διαδέχεται η σοβαρή κρίση στις μετοχές των εταιρειών ακινήτων που οδήγησε σε πτωχεύσεις ακόμα και μεγάλων REITs, όπως η General Growth Properties, η οποία υπέβαλε αίτηση για την ένταξη της σε καθεστώς πτώχευσης την άνοιξη του 2009. Για περίπου 15 χρόνια η εταιρία αυτή γνώριζε σημαντική ανάπτυξη, η οποία χρηματοδοτούνταν κυρίως από τιτλοποιημένα εμπορικά στεγαστικά δάνεια. Στα τέλη του 2006, λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης, η εταιρική αξία της General Growth Properties άγγιζε τα 35 δισεκατομμύρια δολάρια. Η χρεωκοπία της όμως κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2009 πλήττει συνολικά την αξιοπιστία του κλάδου. (Liu, Payne, & Singh, 2015). 
 
Ταυτόχρονα την περίοδο αυτή, επενδυτικές τράπεζες των ΗΠΑ, όπως η Bear Stearns, οι οποίες είχαν επενδύσει σε παράγωγα χρεογράφων, των οποίων οι αξίες εξαρτώνταν τόσο από τις τιμές των ακινήτων, όσο και από τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων άρχισαν να σημειώνουν σοβαρές απώλειες. Το Σεπτέμβριο του 2008, στο αποκορύφωμα της κρίσης, η Merrill Lynch & Co. συμφώνησε να εξαγοραστεί από την Bank of America, ενώ λίγο μετά επιτράπηκε στη Lehman Brothers να προχωρήσει σε καθεστώς πτώχευσης (Lioudis, 2021). Η αγορά ακινήτων βρέθηκε αντιμέτωπη με μια βαθιά ύφεση. Αποτέλεσμα, να σημειωθούν σοβαρές μειώσεις στην καθαρή αξία του ενεργητικού των REITs, ενώ το χρέος που είχε καταγραφεί στους ισολογισμούς των REITs μεγέθυνε την πτώση της αξίας των ακινήτων τους. Ο λόγος του χρέους προς τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) είχε φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα (Thomas, 2021, σ. 37)
 
Δ.Λ.

Αναφορές
   

Block, R.L. (2012), Investing in REITs-Real estate investment trusts, Wiley, New Jersey


Lioudis, N. (2021), “The Collapse of Lehman Brothers: A Case Study”, https://www.investopedia.com/articles/economics/09/lehman-brothers-collapse.asp
 
Liu, D., Payne, S., Singh P. (2015), The Bankruptcy of General Growth, NYU Stern, New York, 
https://turnaround.org/sites/default/files/5.%20Paper%20-%20GGP%20-%20NYU.pdf 
 
Thomas, B. (2021), The Intelligent REIT Investor Guide, John Wiley & Sons, NJ, USA

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

Η μάχη του ευρώ: αποτυπώνοντας την πτωτική τάση στη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δολαρίου

Η ισοτιμία σε απλούς όρους

 
Η συναλλαγματική ισοτιμία αφορά την αξία ενός νομίσματος σε σχέση με ένα άλλο νόμισμα. Αναφέρεται κυρίως σε ζεύγη, όπως η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου (EUR/USD) και υπολογίζεται λαμβάνοντας ως βάση τιμής ένα διεθνές νόμισμα όπως το αμερικανικό δολάριο -που, ειρήσθω εν παρόδω, θεωρείται και κύριο αποθεματικό νόμισμα.

Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες διαμορφώνονται από την προσφορά και τη ζήτηση των νομισμάτων στην αγορά συναλλάγματος, ενώ καθορίζονται από διάφορους παράγοντες όπως, ενδεικτικά, το ποσοστό πληθωρισμού, τα επιτόκια και την πολιτική σταθερότητα μιας χώρας ή τις οικονομικές της επιδόσεις στο διεθνή ανταγωνισμό. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι διαρκώς κυμαινόμενες και οι διακυμάνσεις τους, ειδικά σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας, μπορεί να είναι απρόβλεπτες.

Στο παρακάτω γράφημα παρατηρούμε την εξέλιξη της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας [*] μεταξύ του ευρώ και του αμερικανικού δολαρίου σε ημερήσια βάση για την περίοδο από τις αρχές Ιανουαρίου του 2021 έως τα τέλη Δεκεμβρίου 2022, με βάση τα στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ταυτόχρονα, απεικονίζεται η γραμμή τάσης, που αντιπροσωπεύει τη συνολική κατεύθυνση της ισοτιμίας κατά την πάροδο της συγκεκριμένης περιόδου [**]. 
 
Το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η βουτιά στην ισοτιμία ευρώ/δολαρίου από τα 1,229 [***] στις 04 Ιανουραίου του 2021 στα 1,066 στις 30 Δεκεμβρίου του 2022. Τη σημαντική αυτή πτωτική τροχιά αποτυπώνει και η γραμμική συνάρτηση. Η τιμή του R τετράγωνο (R2) 0,888 υποδηλώνει πως το μοντέλο γραμμικής παλινδρόμησης που υπολογίστηκε κατάφερε να εξηγήσει το 88,8% της διακύμανσης των ισοτιμιών. Παράλληλα, υποδεικνύει την ύπαρξη ισχυρής συσχέτισης μεταξύ συναλλαγματικής ισοτιμίας και χρόνου. Η αρνητική κλίση -0,0003439 σημαίνει ότι για κάθε μέρα που περνούσε κατά την περίοδο από τις αρχές του Ιανουαρίου του 2021 έως και τα τέλη Δεκεμβρίου του 2022 η ισοτιμία μειωνόταν κατά μέσο όρο 0,0003439 μονάδες. Αυτή η πτωτική τάση φανερώνει την αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του αμερικανικού δολαρίου ή, αντίστροφα, την ενίσχυση του δολαρίου έναντι του ευρώ κατά την εξεταζόμενη περίοδο.
  

 

Σημειώσεις:

 

[*] Ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία είναι η τιμή στην οποία γίνεται ανταλλαγή δύο νομισμάτων (μέσω μιας τράπεζας για παράδειγμα) με την ανταλλαγή ενός ποσού καταθέσεων σε ευρώ με ένα ποσό καταθέσεων σε δολάρια.

[**] Η γραμμή τάσης υπολογίζεται χρησιμοποιώντας την τεχνική της γραμμικής παλινδρόμησης, η οποία προσδιορίζει τη σχέση μεταξύ μιας ανεξάρτητης μεταβλητής (που στην περίπτωση αυτή είναι ο χρόνος, date) και μιας εξαρτημένης μεταβλητής (που εδώ είναι η ισοτιμία, rate). Η γραμμή τάσης που σχηματίζεται από το μοντέλο της παλινδρόμησης μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό μοτίβων στα δεδομένα και στην πρόβλεψη μελλοντικών τιμών. Μια θετική κλίση της γραμμής υποδηλώνει αυξητική τάση της ισοτιμίας, ενώ μια αρνητική κλίση, όπως εδώ, δείχνει μια πτωτική τάση με την πάροδο του χρόνου.
 
[***] Συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δολαρίου 1,229 σημαίνει ότι ένα ευρώ άξιζε 1,229 δολάρια στις 4 Ιανουαρίου 2021 -αρχική ημερομηνία άντλησης των δεδομένων από την ΕΚΤ. Εάν ανταλλάσσαμε τότε ένα ευρώ, θα λαμβάναμε 1,229 δολάρια. Αντίθετα, αν ανταλλάσσαμε ένα δολάριο, θα λαμβάναμε περίπου 0,813 ευρώ (καθώς 1 διαιρούμενο με το 1,229 ισούται περίπου με 0,813).
 
διακύμανση 2) μετρά πόσο απέχει κάθε τιμή από το μέσο όρο και χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της αστάθειας των τιμών στην αγορά]. 
 

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

Αρχές οικονομικής θεωρίας: ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή

H ποσοστιαία μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας προς την ποσοστιαία μεταβολή της τιμής, ονομάζεται ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή. Μπορούμε λοιπόν να αντιληφθούμε την ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή ως το βαθμό ανταπόκρισης ή αντίδρασης των καταναλωτών στις μεταβολές της τιμής, όλων των άλλων παραγόντων σταθερών (ceteris paribus). (Αρχές Οικονομικής Θεωρίας, σελ. 40)
https://www.wallstreetmojo.com/elastic-demand/
wallstreetmojo.com/elastic-demand

  • Εάν μια μικρή αλλαγή στην τιμή οδηγεί σε σχετικά μεγάλη μεταβολή στη ζητούμενη ποσότητα τότε η ζήτηση για το αγαθό ονομάζεται ελαστική και ο συντελεστής ελαστικότητας είναι μεγαλύτερος της μονάδας, ενώ η αριθμητική της τιμή έχει αρνητικό πρόσημο.

  • Εάν μια μικρή μεταβολή στην τιμή οδηγεί σε σχετικά μικρή μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας, η ζήτηση για το αγαθό ονομάζεται ανελαστική και ο συντελεστής ελαστικότητας είναι μικρότερος της μονάδας, ενώ έχει αρνητικό πρόσημο.

  • Εάν μια μικρή μεταβολή στην τιμή δεν οδηγήσει σε μεταβολή στη ζητούμενη ποσότητα, τότε η ζήτηση για το αγαθό ονομάζεται μοναδιαία ελαστική και ο συντελεστής ελαστικότητας θα είναι ίσος με τη μονάδα, ενώ θα έχει αρνητικό πρόσημο.

Παρόλα αυτά, υπάρχει η περίπτωση εμφάνισης ελαστικότητας ζήτησης με θετικό πρόσημο. Αυτό θα σήμαινε ότι αύξηση της τιμής θα οδηγούσε σε αύξηση της ζητούμενης ποσότητας, ενώ αντίστροφα μείωση της τιμής σε μείωση της ζητούμενης ποσότητας. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν είναι σύνηθες για τα περισσότερα αγαθά ή υπηρεσίες, καθώς για την πλειοψηφία τους ισχύει ο νόμος της ζήτησης σύμφωνα με τον οποίο κάθε μεταβολή της τιμής έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας προς την αντίθετη φορά.
 

Περιπτώσεις αγαθών ή υπηρεσιών όπου υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ τιμής και ζητούμενης ποσότητας είναι τα λεγόμενα προϊόντα Giffen, από το όνομα του σκωτσέζου οικονομολόγου Robert Giffen (1837-1910). Τα προϊόντα Giffen είναι αγαθά που θεωρούνται κατώτερης αξίας: καθώς αυξάνεται η τιμή, οι καταναλωτές μπορεί να αγοράσουν περισσότερα από τα αγαθά αυτά επειδή π.χ. δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν προϊόντα υψηλότερης ποιότητας. Ας δούμε ένα παράδειγμα υπολογισμού της ελαστικότητας ζήτησης ως προς την τιμή όπως συζητήθηκε στο τελευταίο μάθημα: ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή

Τρίτη 17 Μαΐου 2022

Δημοσιονομικές υποχρεώσεις χωρών μελών της ΟΝΕ: μια κάτοψη

Η είσοδος ενός κράτους στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση περιλαμβάνει συγκεκριμένους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας με απώτερο σκοπό την πρόβλεψη τυχόν προβληματικών κατευθύνσεων των δημοσιονομικών πολιτικών, τη διόρθωση υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων ή υψηλού δημόσιου χρέους. Οι κανόνες αυτοί, που για πρώτη φορά διατυπώθηκαν στο Άμστερνταμ το 1998, τέθηκαν με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Συνοπτικά, τα κριτήρια που διατυπώθηκαν στο Άμστερνταμ και ονομάστηκαν «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» (ΣΣΑ) περιλαμβάνουν το κριτήριο του ελλείμματος και το κριτήριο του χρέους. 

Το κριτήριο του ελλείμματος προβλέπει πως το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης δε θα πρέπει να υπερβαίνει το 3% του ονομαστικού ΑΕΠ, ενώ το κριτήριο του χρέους πως αυτό δε θα πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ονομαστικού ΑΕΠ. Για την τήρηση των κανόνων αυτών το ΣΣΑ περιλαμβάνει αποτρεπτικούς και διορθωτικούς μηχανισμούς. Συγκεκριμένα, το αποτρεπτικό σκέλος περιλαμβάνει μηχανισμούς εποπτείας για την αποτροπή υπέρβασης του ορίου του 3%, ενώ το διορθωτικό σκέλος ενεργοποιείται σε περίπτωση υπέρβασης του 3%, όπου στην περίπτωση αυτή το κράτος-μέλος εντάσσεται σε «Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος» (ΔΥΕ). Σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα να υποβάλλει στην Επιτροπή συγκεκριμένο σχέδιο δημοσιονομικής διόρθωσης και σε περίπτωση που παρέλθει το διάστημα αυτό χωρίς να υπάρξει κάποια διόρθωση τότε του επιβάλλονται κυρώσεις.

Παρενθετικά, όταν το 2004 στη χώρα το έλλειμμα ανεβαίνει σε επίπεδα άνω του 3% επί του ΑΕΠ (στην ουσία κοντά στο 6 με 7%), η αυξητική τάση του πρωτογενούς ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας το 2005 τίθεται στο στόχαστρο του Ecofin. Ήδη ένα χρόνο πριν, η ετήσια έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας είχε προειδοποιήσει την τότε κυβέρνηση για την ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης μέσα από σειρά ενεργειών, γεγονός που οδήγησε στη λήψη μέτρων ενάντια στη φοροδιαφυγή στα καύσιμα, σε συγκράτηση δαπανών και σε αυξήσεις στους έμμεσους φόρους. Η εισήγηση που υπέβαλε η τότε κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή -με τη χώρα στο μεταξύ να βρίσκεται ήδη στη ΔΥΕ- προέβλεπε μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος έως το 2007 με ταυτόχρονη μείωση του δημόσιου χρέους κάτω από το 100% του ΑΕΠ. Παρόλα αυτά, με την πτώση της ενεργούς ζήτησης το 2007 (ως αντανάκλαση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης που πυροδοτείται από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, και τη χειροτέρευση των όρων δανεισμού, εξαιτίας της διεθνούς κρίσης ρευστότητας) το δημόσιο χρέος της χώρας εκτοξεύεται. 


Η διεθνής οικονομική κρίση οδηγεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2011 να ενισχύσει το πλαίσιο της δημοσιονομικής εποπτείας με συγκεκριμένα μέτρα όπως εν συντομία:

α. τη δέσμη των έξι μέτρων (six-pack) για τη δημοσιονομική διακυβέρνηση που επιτάσσει στα κράτη-μέλη να παρουσιάζουν με διαφανή τρόπο αξιόπιστες στατιστικές μελέτες (φωτογραφίζοντας, ουσιαστικά, την έλλειψη αξιοπιστίας της εγχώριας στατιστικής αρχής για τα παρουσιαζόμενα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας).

β. τη συνθήκη για τη σταθερότητα, το συντονισμό και τη διακυβέρνηση (Fiscal compact), το οποίο δεσμεύει τα κράτη-μέλη να μην υπερβαίνουν το 0,5% του διαρθρωτικού ελλείμματος. Σε περίπτωση απόκλισης, προβλέπονται διορθωτικοί μηχανισμοί. 
 
γ. το πλαίσιο δυο κανονισμών (two-pack) σύμφωνα με το οποίο τα κράτη-μέλη οφείλουν έως τις 15 Οκτωβρίου να υποβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα προσχέδια του προϋπολογισμού τους, μαζί με αντίστοιχες οικονομικές προβλέψεις. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι το προσχέδιο δεν είναι συμβατό με το ΣΣΑ τότε δύναται να ζητηθεί αναθεώρησή του. Για χώρες, όπως π.χ. η Ελλάδα, που έλαβαν οικονομική βοήθεια από τον ESM-EFSF προβλέπεται η συνεχής μεταμνημονιακή εποπτεία (που συνεπάγεται επί τόπου αξιολογήσεις από την Επιτροπή και σύνταξη εκθέσεων προόδου) έως ότου αποπληρωθεί το 75% των δανείων που έχουν δοθεί στο κράτος-μέλος. Όσον αφορά συγκεκριμένα τη χώρα με το ν. 4270/2014, το πλαίσιο αυτό δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. ενσωματώθηκε στη νομοθεσία.
 
 
Δ. Λ.

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

Ο Κρατικός Προϋπολογισμός

Ο Κρατικός Προϋπολογισμός είναι ένας λογαριασμός που περιέχει όλες τις δαπάνες που προβλέπεται να γίνουν από το Κράτος μέσα σε ένα έτος και όλα τα έσοδα που προβλέπεται να εισπράξει το Κράτος κατά το ίδιο έτος. Ο κρατικός προϋπολογισμός δείχνει με μεγάλη λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται οι δημόσιες δαπάνες στους διάφορους τομείς της οικονομίας καθώς επίσης τις πηγές από τις οποίες εισρέουν τα έσοδα προς το Δημόσιο. Η κατανομή των δημόσιων δαπανών και η επιβολή φόρων δείχνει και την οικονομική πολιτική που ακολουθεί η Κυβέρνηση, γι’ αυτό και ο κρατικός προϋπολογισμός είναι μια περιεκτική και σύντομη έκφραση της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής.

(Αρχές Οικονομικής Θεωρίας Γ Λυκείου, σελ. 182-183

 Σχέδιο Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης (2022)

(https://oe-e.gr/wp-content/uploads/2021/10/Προσχέδιο-Κρατικού-Προϋπολογισμού.pdf)