Μεταβολές στο χρόνο εργασίας στη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19 ανά χώρα
(https://www.eurofound.europa.eu/sites/default/files/ef_publication/field_ef_document/ef20058en.pdf)
Το ότι οι σχολικές επιδόσεις συνδέονται με κοινωνικά χαρακτηριστικά, επισημαίνεται από πολλές έρευνες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ως εκ τούτου η σχολική «σταδιοδρομία» των μαθητών δεν είναι άσχετη με την κοινωνική τους προέλευση. Όσο ανερχόμαστε την κοινωνική ιεραρχία τόσο αυξάνονται τα παιδιά με καλή επίδοση στο σχολείο. Κατ’ αυτό τον τρόπο το σχολείο αναπαράγει την κοινωνία, την κοινωνική διάρθρωση. (Σελ. 99 σχολικού βιβλίου)
Ο Κoντ θεωρείται θεμελιωτής της Κοινωνιολογίας και σ' αυτόν οφείλεται η ίδια η ονομασία αυτής της επιστήμης. Στη βάση των θεωριών του υπάρχει μια καινούργια εκτίμηση της προόδου της ανθρώπινης γνώσης, που από τις περισσότερο άπλες και γενικές επιστήμες ανελίχτηκε στις πιο σύνθετες και εξειδικευτικές. Στην κορυφή αυτής της πυραμίδας, η κοινωνιολογία σημαδεύει το θετικό στάδιο της γνώσης. Η κοινωνιολογική ερευνά χωρίζεται κατά τον Κοντ σε κοινωνική, στατική και δυναμική: η πρώτη είναι προορισμένη να ασχοληθεί με τις σταθερές συνθήκες, όπου ξετυλίγεται η ανθρώπινη ύπαρξη σε κάθε κοινωνική διάταξη και μέσα από τις δράσεις και τις αντιδράσεις, που γεννώνται ανάμεσα στα μέρη ενός κοινωνικού συστήματος, ή δεύτερη έχει σαν αντικείμενο σπουδής τους νόμους της προόδου. Ο Κοντ βλέπει τελικά την ανθρώπινη ιστορία σαν εξέλιξη μέσα από τρία στάδια: ένα στάδιο θεολογικό, ένα μεταφυσικό κι ένα θετικό.
![]() |
Auguste Comte, 1798 - 1857 |
Η κοινωνιολογία δεν υπήρξε ποτέ, ούτε και στο ξεκίνημα της, ένα απλό ζήτημα “οκνηρής περιέργειας”, ή όπως θα έλεγε ο Βέμπλεν idle curiosity. Από το ξεκίνημά της ακόμα είναι μια επιστήμη στρατευμένη, ακόμα περισσότερο, μαχόμενη. Ο Κοντ φαίνεται να έχει απόλυτη επίγνωση αυτού του πράγματος. Αυτό που μοιάζει σαν τελικό αποτέλεσμα μιας παρέκκλισης και που φαίνεται να διαψεύδει μια ολόκληρη ζωή σπουδής και έρευνας, δηλαδή τη μυστικιστική στάση, την επιθυμία μιας “αναγέννησης της ανθρωπότητας” του κατοπινού Κοντ, πρέπει να τη δούμε περισσότερο σαν τη λογική που απορρέει από μιαν αντίληψη η οποία θεωρεί την επιστήμη όχι σαν εγχείρημα-αυτοσκοπό και θεωρεί ειδικότερα την κοινωνιολογία σαν ανώτατο όργανο σωτηρίας: “να αναγνωρίσουμε για να προβλέψουμε, να προβλέψουμε για να δράσουμε”. Το απόφθεγμα του Κοντ δεν αφήνει αμφιβολίες σχετικά μ’ αυτό.
Η αντίληψη περί χρήσιμης ή άχρηστης γνώσης πιθανόν να εντάθηκε εξαιτίας όλων αυτών των τεχνολογικών μετασχηματισμών που συνόδευσαν την κοινωνία της πληροφορίας. Το ερώτημα επομένως στο οποίο καλείται να απαντήσει το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι εάν κάτι αληθεύει, αλλά σε τι αυτό χρησιμεύει. (Σελ. 104 σχολικού βιβλίου)
«Η ρητή ή όχι ερώτηση που τίθεται από τον επαγγελματικά προσανατολισμένο φοιτητή, από το κράτος ή από το ίδρυμα της ανώτερης εκπαίδευσης δεν είναι πια: αληθεύει; Αλλά: σε τι χρησιμεύει; Μέσα στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης της γνώσης, αυτή η τελευταία ερώτηση τις περισσότερες φορές σημαίνει: μπορεί να πουληθεί; Και μέσα στο πλαίσιο της αύξησης της ισχύος: είναι αποτελεσματικό; Ωστόσο η κατοχή μιας ικανότητας για απόδοση φαίνεται να μπορεί να πωληθεί μέσα στις συνθήκες που περιγράψαμε παραπάνω και είναι αποτελεσματική εξορισμού. Εκείνο που δεν πουλιέται πια είναι η αρμοδιότητα σύμφωνα με άλλα κριτήρια, όπως το αληθές/ψευδές, το δίκαιο/άδικο κτλ. και προφανώς η εν γένει αδύναμη αποδοτικότητα» (Ζ.-Φ. Λιοτάρ, Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση, σ. 126).