Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Γλώσσα, κοινωνικές τάξεις, σχολική επιτυχία: η θεωρία του Bernstein


Basil Bernstein, 1924 – 2000
 
Οι εκπαιδευτικές ανισότητες δεν περιορίζονται μόνο στις διαφορές κατανομής πλούτου σε μια κοινωνία. Όπως έδειξε η έρευνα του βρετανού κοινωνιολόγου Μπ. Μπερνστάιν, οι ανισότητες αφορούν επίσης τις διαφορές πρόσβασης σε πολιτισμικά αγαθά (1991). Συγκεκριμένα, η θεωρία του γλωσσικού κώδικα επικοινωνίας που ανέπτυξε ο Μπερνστάιν (1971) υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι επεξεργασμένοι και περιορισμένοι κώδικες αντικατοπτρίζουν διαφορές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων τέτοιες, που επηρεάζουν τη σχολική επιτυχία των μαθητών. 


Εργατική Τάξη

Μεσαία Τάξη

Προφορική Γλώσσα 

Εξαρτώμενη από τα συμφραζόμενα

Λιγότερο εξαρτώμενη από τα συμφραζόμενα

Σημασίες

Ιδιαιτερότροπες

Οικουμενικές

Αρχές

Ρητές

Άρρητες

Κώδικας

Περιορισμένος

Επεξεργασμένος


Η έρευνά του πάνω στη σχέση μεταξύ γλώσσας, κοινωνικών τάξεων και σχολική επιτυχίας, αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά επηρεάζει τη γλωσσική τους ετοιμότητα για το σχολείο. Ειδικότερα, οι επεξεργασμένοι γλωσσικοί κώδικες, που χαρακτηρίζονται από σύνθετη σύνταξη, πλούσιο λεξιλόγιο και ρητό νόημα, απαντώνται συνήθως σε οικογένειες ανώτερων τάξεων και ευθυγραμμίζονται με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται από την επίσημη εκπαίδευση. Αντίθετα, οι περιορισμένοι κώδικες, συνηθισμένοι ανάμεσα στις κοινότητες της εργατικής τάξης, βασίζονται στην προφορική ομιλία, σε απλούστερη σύνταξη και σε άρρητο νόημα. Παιδιά προερχόμενα από τις ανώτερες τάξεις είναι περισσότερο εξοικειωμένα με τη γλώσσα και τα πολιτισμικά πρότυπα της επίσημης εκπαίδευσης, συγκριτικά με παιδιά προερχόμενα από άλλες τάξεις (ή κοινωνικές ομάδες διαφορετικές από αυτές της κυρίαρχης πολιτισμικά ομάδας). Με την έννοια αυτή, οι ανισότητες στους γλωσσικούς κώδικες ενισχύουν τις εκπαιδευτικές ανισότητες, καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα ευνοεί τους επεξεργασμένους κώδικες έναντι των περιορισμένων.
 
 

Αναφορές:

Bernstein, B. (1971). Class, Codes and Control: Theoretical Studies Towards a Sociology of Language. Routledge & Kegan Paul.
 
Bernstein, B. (1991). Παιδαγωγικοί κώδικες και κοινωνικός έλεγχος (Μτφ. Σ. Ιωσήφ). Αλεξάνδρεια.

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Μετρώντας τον αντίκτυπο της ύφεσης: η ανεργία εν μέσω της κρίσης χρέους στη χώρα

Η Ελλάδα το 2009, εισέρχεται σε μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης όπου, μόνο μέχρι το 2013, χάνει το 25% του ΑΕΠ της. Η ανεργία από ένα ποσοστό της τάξης του 7,4% το Μάιο του 2008 (κοντά στο μέσο όρο, τότε, της ευρωζώνης), εκτοξεύεται, μέσα σε λίγα χρόνια, στο δυσθεώρητο 28,2% τον Ιούλιο του 2013, με βάση τα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ [1]. Το παρακάτω γράφημα δείχνει την αύξηση του ποσοστού ανεργίας την περίοδο της βαθιάς ύφεσης (2009-2013), με τον άξονα χ να αντιπροσωπεύει τον αριθμό των μηνών ένα χρόνο περίπου πριν το βάθεμα της ύφεσης και τον άξονα των ψ να δείχνει την ποσοστιαία αύξηση της ανεργίας από το χαμηλό σημείο ενός έτους, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως βάση αναφοράς [2]. Η μεγάλη κλίση που παρουσιάζει η καμπύλη υποδεικνύει πως η ανεργία αυξήθηκε τόσο απότομα, όσο και σταθερά στη διάρκεια της ύφεσης αγγίζοντας 20 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση εντός 62 μηνών, συγκριτικά με την περίοδο πριν το χαμηλό σημείο ενός έτους από την όξυνση της κρίσης. 
 
 

 

Σημείωση:

 

[1] Η εποχική προσαρμογή είναι μια τεχνική που χρησιμοποιείται στην ανάλυση χρονολογικών σειρών για την αφαίρεση της επίδρασης του φαινομένου της εποχικότητας (βλ. εδώ). Σε δεδομένα που παρουσιάζουν εποχιακά μοτίβα σε σταθερή βάση όπως π.χ. η ανεργία στην Ελλάδα (μείωση κατά τους εαρινούς-θερινούς μήνες, αύξηση κατά τους φθινοπωρινούς-χειμερινούς), η εξάλειψη της εποχικής συνιστώσας παρέχει μια πληρέστερη εικόνα των τάσεων στην αγορά εργασίας.

[2] Ως βάση ή σημείο αναφοράς για τη μέτρηση της ποσοστιαίας μεταβολής της ανεργίας, καθώς εξελίσσεται η πρώτη αυτή περίοδος της ύφεσης, έχει ληφθεί το χαμηλό ποσοστό 12 μηνών, 7,4%, που καταγράφηκε το Μάιο του 2008 [οι υπολογισμοί δικοί μου – Δ.Λ.]. Λόγω του ότι το ποσοστό ανεργίας μπορεί να παρουσιάζει διακυμάνσεις, ακόμα και στη διάρκεια μιας ύφεσης, η χρήση ενός χαμηλού, προ-ύφεσης, ποσοστού μπορεί να αποτυπώσει όχι μόνο την επιδείνωση της κατάστασης στην αγορά εργασίας, όσο κυρίως την ταχύτητα εξάπλωσης του φαινόμενου σε διάφορες κατηγορίες εργαζομένων.

Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

Δημιουργούν οι μηχανές αξία;

Το κεφάλαιο βάζει τώρα τον άνθρωπο να εργάζεται όχι πια με το χειροτεχνικό εργαλείο, αλλά με μία μηχανή που κινεί μόνη τα εργαλεία της. Αν λοιπόν είναι ξεκάθαρο με την πρώτη ματιά, ότι η μεγάλη βιομηχανία, ενσωματώνοντας τις τεράστιες φυσικές δυνάμεις και τις φυσικές επιστήμες στην παραγωγική διαδικασία, πρέπει να ανεβάζει εξαιρετικά την παραγωγικότητα της εργασίας, δεν είναι καθόλου εξίσου ξεκάθαρο, ότι αυτή η ανεβασμένη παραγωγική δύναμη πρέπει επίσης να εξαγοράζεται από την άλλη πλευρά με αυξημένη δαπάνη εργασίας. Όπως και κάθε άλλο συστατικό του σταθερού κεφαλαίου, το ίδιο και η μηχανή δε δημιουργεί αξία, δίνει όμως τη δική της αξία στο προϊόν που χρησιμεύει για την παραγωγή του. Εφόσον έχει αξία και επομένως εφόσον μεταδίδει αξία στο προϊόν, η μηχανή αποτελεί συστατικό της αξίας του. Αντί να το φτηνάνει, το ακριβύνει ανάλογα με τη δική της αξία. Και είναι χειροπιαστό ότι η μηχανή και το αναπτυγμένο σύστημα μηχανών [systematisch entwickelte Maschinerie], το μέσο εργασίας που χαρακτηρίζει τη μεγάλη βιομηχανία, αυξάνει δυσανάλογα σε αξία, αν συγκριθεί με τα μέσα εργασίας της χειροτεχνικής και μανουφακτουρικής παραγωγής. [...]

 (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τομ. 1, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα, 1996)