Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Ο Ian Craib για την κοινωνική θεωρία


Ian Craib, 1945-2002
Ian Craib, 1945-2002


Σε όλες τις καταστάσεις της ζωής μας προσπαθούμε να βρούμε κάποια ερμηνεία, έστω κι αν αυτό σημαίνει την εύκολη αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων: "έχασα τη δουλειά μου εξαιτίας όλων αυτών των μαύρων μεταναστών", "είμαι δυστυχισμένος επειδή η μητέρα μου με καταπιέζει", "είμαι ανίκανος επειδή η γυναίκα μου είναι ψυχρή". Μερικές φορές, το φταίξιμο ανήκει πράγματι σε αυτό στο οποίο το αποδίδουμε: "έχασα τη δουλειά μου εξαιτίας μιας οικονομικής κατάστασης, την οποία σε μεγάλο βαθμό δημιούργησε η πολιτική της κυβέρνησης [...]. Άλλες πάλι φορές οι ερμηνείες που δίνουμε είναι πιο σύνθετες. Ωστόσο, αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι, από τη στιγμή που αρχίζουμε να σκεφτόμαστε γύρω από οποιοδήποτε πρόβλημα μας υπερβαίνει προσπαθώντας να το εξηγήσουμε, τότε έχουμε ήδη αρχίσει να σκεφτόμαστε θεωρητικά. [...]

Το σημείο αυτό θα μπορούσε να διατυπωθεί και με έναν άλλο τρόπο που μας φέρνει πιο κοντά στη θεωρία όπως παρουσιάζεται στα θεωρητικά μαθήματα. Η θεωρία συνιστά απόπειρα να εξηγήσουμε την καθημερινή μας εμπειρία με όρους που δε μας είναι τόσο οικείοι -ανεξάρτητα αν πρόκειται για τις πράξεις άλλων ανθρώπων ή για τις εμπειρίες μας από το παρελθόν ή για τα καταπιεσμένα μας συναισθήματα ή για οτιδήποτε άλλο. Μερικές φορές (και ίσως αυτό είναι το πιο δύσκολο) η εξήγηση γίνεται με όρους κάποιου πράγματος για το οποίο δεν έχουμε (και δεν μπορούμε να έχουμε) άμεση εμπειρία -και σε αυτό ακριβώς το επίπεδο η θεωρία μας λέει πραγματικά κάτι καινούργιο για τον κόσμο.

(Ian Craib, Σύγχρονη κοινωνική θεωρία, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1998)

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Η "αναπαραγωγή της κοινωνίας" μέσω του εκπαιδευτικού μηχανισμού: ερευνητικό πρόγραμμα PISA (2018)

Το ότι οι σχολικές επιδόσεις συνδέονται με κοινωνικά χαρακτηριστικά, επισημαίνεται από πολλές έρευνες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ως εκ τούτου η σχολική «σταδιοδρομία» των μαθητών δεν είναι άσχετη με την κοινωνική τους προέλευση. Όσο ανερχόμαστε την κοινωνική ιεραρχία τόσο αυξάνονται τα παιδιά με καλή επίδοση στο σχολείο. Κατ’ αυτό τον τρόπο το σχολείο αναπαράγει την κοινωνία, την κοινωνική διάρθρωση. (Σελ. 99 σχολικού βιβλίου)

Μπορεί το φύλο, το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και οι επαγγελματικές προσδοκίες που έχουν οι μαθητές/ιες της χώρας να προβλέψουν τις επιδόσεις τους στα μαθηματικά;

Προκειμένου να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα χρειαστούμε αντιπροσωπευτικό δείγμα των μαθητών/ιων της Ελλάδας, τα δημογραφικά τους στοιχεία και μαζί δεδομένα πάνω στις επιδόσεις τους σε διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα (συγκεκριμένα στην περίπτωση αυτή των μαθηματικών). 

Τα στοιχεία που παρουσίασε η έρευνα του προγράμματος Pisa, που διεξάγει σταθερά ο ΟΟΣΑ από το 2000 και κάθε τρία χρόνια σε μαθήτριες/ες 78 χωρών ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα, μπορούν να βοηθήσουν στην απάντηση του ερωτήματος αυτού. 

Στη συγκεκριμένη έρευνα, που διεξήχθη το 2018 σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του μαθητικού πληθυσμού από σχολεία όλης της χώρας (αριθμός δείγματος: 5.439 μαθητριών/ων με γεωγραφική κάλυψη στο σύνολο σχεδόν της επικράτειας), οι μαθητές/ιες αξιολογήθηκαν σε τρία γνωστικά αντικείμενα (μαθηματικά, φυσικές επιστήμες και κατανόηση κειμένου). (Τα στοιχεία της βάσης δεδομένων διατίθενται για στατιστική επεξεργασία εδώ: https://www.oecd.org/pisa/data/2018database/)


Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της πολυπαραγοντικής ή πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης  (οι προϋποθέσεις, οι όροι και οι αξιωματικές παραδοχές της οποίας δε θα μας απασχολήσουν εδώ, όπως και δε θα αναφερθούμε αναλυτικά στις τεχνικές λεπτομέρειες) βλέπουμε πως όλες οι ανεξάρτητες μεταβλητές, δηλ. το φύλο, (student gender), ο δείκτης του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτισμικού επιπέδου (index of economic, social and cultural status) όπως και οι επαγγελματικές προσδοκίες των μαθητριών/ων είναι στατιστικά σημαντικές  για την πρόβλεψη της εξαρτημένης μεταβλητής δηλαδή της επίδοσής τους στα μαθηματικά.  (παράθυρο διαλόγου 1)



Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά το φύλο το αρνητικό πρόσημο (-13,615) στη μεταβλητή "student gender", δείχνει πως τα κορίτσια τείνουν να έχουν χαμηλότερες επιδόσεις στα μαθηματικά σε  σχέση με τα αγόρια κατά 13,61 μονάδες (παράθυρο διαλόγου 2).

Αντίθετα, το θετικό πρόσημο στη μεταβλητή "index of economic, social and cultural status" δείχνει πως υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου και των επιδόσεων στα μαθηματικά. Συγκεκριμένα, για κάθε επιπλέον μονάδα στο δείκτη του κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου το μοντέλο προβλέπει αύξηση της επίδοσης στα μαθηματικά κατά 25,73 μονάδες. (παράθυρο διαλόγου 3)

Τέλος, για κάθε επιπλέον μονάδα στο δείκτη επαγγελματικών προσδοκιών το μοντέλο προβλέπει αύξηση στις επιδόσεις αυτού του μαθήματος κατά 1,23 μονάδες. (παράθυρο διαλόγου 4)

Η εξίσωση, επομένως, πρόβλεψης της επίδοσης των μαθητών/ιων στα μαθηματικά είναι η εξής: Επίδοση = 381,585 – 13,615 * Φύλο + 25,732 * κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο + 1,239 * επαγγελματικές προσδοκίες

Δ. Λ.
 

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Ο Κοντ για τη θεωρία της φυσικής προόδου της ανθρωπότητας

Ο Κoντ θεωρείται θεμελιωτής της Κοινωνιολογίας και σ' αυτόν οφείλεται η ίδια η ονομασία αυτής της επιστήμης. Στη βάση των θεωριών του υπάρχει μια καινούργια εκτίμηση της προόδου της ανθρώπινης γνώσης, που από τις περισσότερο άπλες και γενικές επιστήμες ανελίχτηκε στις πιο σύνθετες και εξειδικευτικές. Στην κορυφή αυτής της πυραμίδας, η κοινωνιολογία σημαδεύει το θετικό στάδιο της γνώσης. Η κοινωνιολογική ερευνά χωρίζεται κατά τον Κοντ σε κοινωνική, στατική και δυναμική: η πρώτη είναι προορισμένη να ασχοληθεί με τις σταθερές συνθήκες, όπου ξετυλίγεται η ανθρώπινη ύπαρξη σε κάθε κοινωνική διάταξη και μέσα από τις δράσεις και τις αντιδράσεις, που γεννώνται ανάμεσα στα μέρη ενός κοινωνικού συστήματος, ή δεύτερη έχει σαν αντικείμενο σπουδής τους νόμους της προόδου. Ο Κοντ βλέπει τελικά την ανθρώπινη ιστορία σαν εξέλιξη μέσα από τρία στάδια: ένα στάδιο θεολογικό, ένα μεταφυσικό κι ένα θετικό.

Auguste Comte, 1798 - 1857

H θεωρία της φυσικής προόδου της ανθρωπότητας

H λίγο-πολύ δηλωμένη αντιζηλία, που τόσο συχνά ανέτρεψε τη γενική αρμονία ανάμεσα στη θεολογική και τη στρατιωτική εξουσία, μερικές φορές απόκρυψε από τους φιλόσοφους τη βασική τους συγγένεια. Αλλά, για λόγους αρχής, προφανώς δεν θα μπορούσε να υπάρξει πραγματική αντιζηλία παρά ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία ενός και του αυτού πολιτικού συστήματος, εξαιτίας εκείνης τής αυθόρμητης άμιλλας που σε κάθε ανθρώπινο συναγωνισμό, πρέπει κανονικά να παίρνει τόσο μεγαλύτερη έκταση και ένταση, όσο πιο σπουδαίος και άμεσος γίνεται ο σκοπός και, γι' αυτό, όσο περισσότερο τα μέσα ξεχωρίζονται, χωρίς ποτέ να εμποδίζουν μια αναπόφευκτη, εκούσια ή ενστικτώδη, συμμετοχή στον κοινό σκοπό. Όταν δυο εξουσίες, πάντα εξίσου ενεργητικές, γεννιόνται, αναπτύσσονται και φθίνουν ταυτόχρονα, παρά τις διαφορές στη φύση τους, να είμαστε σίγουροι ότι ανήκουν αναγκαστικά σ’ ένα μοναδικό καθεστώς, όποιες κι αν είναι οι συνηθισμένες αμφισβητήσεις τους: η συνεχής πάλη, αυτή καθεαυτή, δε θα προκαλούσε μια ριζική ανακολουθία, όπως, αντίθετα, αν αυτή συνέβαινε μεταξύ δύο στοιχείων με ανάλογες λειτουργίες και συνέβαλε σταθερά στη βαθμιαία ανάπτυξη του ενός και στη συνεχή παρακμή του άλλου. Στη σημερινή περίπτωση είναι προφανές κυρίως ότι, σ’ ένα οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα, πρέπει ασταμάτητα να υπάρχει μια βαθιά αντιζηλία ανάμεσα στη θεωρησιακή και στην ενεργητική εξουσία, οι οποίες, από αδυναμίες της φύσης μας, είναι πολύ συχνά διατεθειμένες να μην αναγνωρίζουν την αναγκαία συνεργασία τους και να ορίζουν τα γενικά όρια των αμοιβαίων συνεισφορών τους. Εξάλλου, όποια κι αν είναι μεταξύ των στοιχείων του σύγχρονου καθεστώτος ή αδιαμφισβήτητη κοινωνική συγγένεια ανάμεσα στην επιστήμη και τη βιομηχανία, πρέπει εξίσου να περιμένουμε από τη μεριά τους αναπόφευκτες παραπέρα συγκρούσεις, όταν σιγά-σιγά ή κοινή τους πολιτική υπεροχή θα γίνει σαφέστερη: οι συγκρούσεις ήδη έχουν εκδηλωθεί, τόσο από την ενδόμυχη, διανοητική και ηθική, αντίθεση, πού εμπνέει στη μια τη φυσική κατωτερότητα των εξουσιών της άλλης, πού όμως συνδυάζει μια αναπόφευκτη ανωτερότητα πλούτου, όσο και από την ενστικτώδη απέχθεια της δεύτερης για την αφαίρεση, πού χαρακτηρίζει τις έρευνες της πρώτης, και για τη σωστή υπεροψία, πού τη διακρίνει.

Έχοντας λοιπόν καταρρίψει αυτές τις πρωταρχικές αντιρρήσεις, τίποτα δεν εμποδίζει πια να δηλώσω από την αρχή, μ’ ευθύ τρόπο, το βασικό δεσμό πού ενώνει αυθόρμητα, με τόση ενεργητικότητα, τη θεολογική με τη στρατιωτική δύναμη, και που, σε οποιαδήποτε εποχή, ήταν πάντα ζωηρά αντιληπτός και αξιοσέβαστος από όλους τους ανθρώπους ενός υψηλού επιπέδου, πού συμμετείχαν πραγματικά στη μια ή στην άλλη, παρά τις πολιτικές αντιζηλίες. Πράγματι, καταλαβαίνουμε ότι κανένα στρατιωτικό καθεστώς δε θα μπορούσε να σταθεί και προπάντων να επιζήσει, αν προληπτικά δε στηριζόταν σε μια επαρκή θεολογική καθαγίαση, χωρίς την όποια η ενδόμυχη εξάρτηση, που απαιτεί, δε θα μπορούσε να ήταν ούτε αρκετά πλήρης ούτε αρκετά μακρινή.

(Συλλογικό, Franco Ferrarotti (Επιμ.) Οι Κλασικοί Της Κοινωνιολογίας, Οδυσσέας, 1976, σσ. 3-4)



Η κοινωνιολογία δεν υπήρξε ποτέ, ούτε και στο ξεκίνημα της, ένα απλό ζήτημα “οκνηρής περιέργειας”, ή όπως θα έλεγε ο Βέμπλεν idle curiosity. Από το ξεκίνημά της ακόμα είναι μια επιστήμη στρατευμένη, ακόμα περισσότερο, μαχόμενη. Ο Κοντ φαίνεται να έχει απόλυτη επίγνωση αυτού του πράγματος. Αυτό που μοιάζει σαν τελικό αποτέλεσμα μιας παρέκκλισης και που φαίνεται να διαψεύδει μια ολόκληρη ζωή σπουδής και έρευνας, δηλαδή τη μυστικιστική στάση, την επιθυμία μιας “αναγέννησης της ανθρωπότητας” του κατοπινού Κοντ, πρέπει να τη δούμε περισσότερο σαν τη λογική που απορρέει από μιαν αντίληψη η οποία θεωρεί την επιστήμη όχι σαν εγχείρημα-αυτοσκοπό και θεωρεί ειδικότερα την κοινωνιολογία σαν ανώτατο όργανο σωτηρίας: “να αναγνωρίσουμε για να προβλέψουμε, να προβλέψουμε για να δράσουμε”. Το απόφθεγμα του Κοντ δεν αφήνει αμφιβολίες σχετικά μ’ αυτό.

(Από την εισαγωγή του Franco Ferrarotti, στο ίδιο, σ. ΧΧVIII)

Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Ο Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ και η αντίληψη περί χρήσιμης ή άχρηστης γνώσης

Η αντίληψη περί χρήσιμης ή άχρηστης γνώσης πιθανόν να εντάθηκε εξαιτίας όλων αυτών των τεχνολογικών μετασχηματισμών που συνόδευσαν την κοινωνία της πληροφορίας. Το ερώτημα επομένως στο οποίο καλείται να απαντήσει το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι εάν κάτι αληθεύει, αλλά σε τι αυτό χρησιμεύει. (Σελ. 104 σχολικού βιβλίου)

  Jean-François Lyotard,
1924-1998
 
O Πρόεδρος του Συμβουλίου των Πανεπιστημίων της κυβέρνησης του Quebec του  Καναδά ανέθεσε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στο Γάλλο φιλόσοφο Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ να γράψει μια Έκθεση αναφορικά με την κατάσταση της γνώσης στις  αναπτυγμένες κοινωνίες. Ο Λιοτάρ έγραψε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε λίγο αργότερα με τον τίτλο Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση (1979) στην οποία επιχειρεί να προσδιορίσει τη γνώση και το ρόλο της στις σύγχρονες κοινωνίες. Όπως γράφει: 

«Η ρητή ή όχι ερώτηση που τίθεται από τον επαγγελματικά προσανατολισμένο φοιτητή, από το κράτος ή από το ίδρυμα της ανώτερης εκπαίδευσης δεν είναι πια: αληθεύει; Αλλά: σε τι χρησιμεύει; Μέσα στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης της γνώσης, αυτή η τελευταία ερώτηση τις περισσότερες φορές σημαίνει: μπορεί να πουληθεί;  Και μέσα στο πλαίσιο της αύξησης της ισχύος: είναι αποτελεσματικό; Ωστόσο η κατοχή μιας ικανότητας για απόδοση φαίνεται να μπορεί να πωληθεί μέσα στις συνθήκες που  περιγράψαμε παραπάνω και είναι αποτελεσματική εξορισμού. Εκείνο που δεν πουλιέται πια είναι η αρμοδιότητα σύμφωνα με άλλα κριτήρια, όπως το αληθές/ψευδές, το  δίκαιο/άδικο κτλ. και προφανώς η εν γένει αδύναμη αποδοτικότητα» (Ζ.-Φ. Λιοτάρ, Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση, σ. 126).

Στα συμπεράσματά της η Mεταμοντέρνα Kατάσταση προτάσσει την τροποποίηση του ορισμού της γνώσης ως απόρροια της διάδοσης των υπολογιστών και άλλων ειδών  τεχνολογίας. Eπειδή οι υπολογιστές αποθηκεύουν και επεξεργάζονται την πληροφορία σε κομμάτια που επανοργανώνονται, ακόμη και η επιστημονική σκέψη επαναπροσδιορίζεται ως «ποσότητες πληροφοριών». Ό,τι δεν μπορεί να μπει στον υπολογιστή, τείνει να μπει στην κατηγορία της μη γνώσης. Tαυτόχρονα οτιδήποτε θεωρείται  γνώση πρέπει να έχει (περισσότερο) άμεση εφαρμογή. Eπιπλέον, αποφασιστικής  σημασίας είναι το κατά πόσο η γνώση είναι ευεργετική για την κοινωνία παρά η προγενέστερη επιθυμία καθαρής επιστήμης. Oι μεθοδεύσεις αυτές δεν αμφισβητούνται  όταν τα πανεπιστημιακά προγράμματα έρευνας χρηματοδοτούνται από το εμπόριο, τη βιομηχανία και το στρατό. (H αμφισημία της δικής μας μεταμοντέρνας κατάστασης: η διάγνωση και πρόγνωση του Lyotard)

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Ο Ε. Χομπσμπάουμ για το κράτος πρόνοιας

Μετά την οικονομική κρίση του 1980 ξεκινά ένας διάλογος στην Ευρώπη για τη μείωση της συμβολής και τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Η συζήτηση αυτή συνεχίζεται έως σήμερα και έχει ως αποτέλεσμα τον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής που αφορά τους μισθούς, τη φορολογία, την κοινωνική ασφάλιση κ.ά. (Σελ. 128 σχολικού βιβλίου)
 
E J. Hobsbawm, 1917-2012


Δεν ήταν τόσο πρακτική όσο ιδεολογική -μέρος της δυτικής αντίδρασης απέναντι στα προβλήματα και τις αβεβαιότητες μιας εποχής που ο κόσμος φάνηκε να παρασύρεται μετά το τέλος της Χρυσής Εποχής. Τέλειωσε η μακρά περίοδος διακυβέρνησης από κεντρώα και μετριοπαθή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ενώ η οικονομική και κοινωνική πολιτική της Χρυσής Εποχής φάνηκε να αποτυγχάνει. Γύρω στα 1980, σε αρκετές χώρες ανέβηκαν στην εξουσία κυβερνήσεις της ιδεολογικής Δεξιάς, προσηλωμένες σε ακραίες μορφές επιχειρηματικού εγωισμού και laissez-faire. Ανάμεσά τους εξέχουσα θέση κατείχαν οι κυβερνήσεις του Reagan στην Αμερική και της γεμάτης αυτοπεποίθηση τρομερής Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία (1979-1990). Για τη νέα αυτή Δεξιά, ο καπιταλισμός της κρατικής κοινωνικής πρόνοιας της δεκαετίας του '50 και του '60, που από το 1973 και μετά δεν μπορούσε πλέον να στηρίζεται στην οικονομική επιτυχία, πάντα έμοιαζε σαν κάποια παραλλαγή εκείνου του σοσιαλισμού «του δρόμου προς τη δουλεία», όπως τον αποκαλούσε ο οικονομολόγος και ιδεολόγος von Hayek, που λογικό του τελικό προϊόν θα είχε ένα καθεστώς τύπου ΕΣΣΔ. Ο Ψυχρός Πόλεμος του Reagan είχε ως στόχο όχι μόνο την «αυτοκρατορία του κακού» στο εξωτερικό αλλά και τη μνήμη του Φρανκλίνου Ρούσβελτ στο εσωτερικό: είχε ως στόχο το κράτος Κοινωνικής Πρόνοιας καθώς και κάθε άλλη παρεμβατική δραστηριότητα του κράτους. Όσο ήταν ο κομμουνισμός εχθρός του, άλλο τόσο ήταν και ο φιλελευθερισμός. (E J. Hobsbawm - Η εποχή των άκρων, 2004, σ. 203)

Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Ποια ήταν η συνεισφορά του Κούλεϋ στη θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και τι αποτελεί για τον Μιντ "κοινωνική αλληλεπίδραση"; Πώς έχει χρησιμοποιηθεί η έννοια των "σημαντικών άλλων" από τους θεμελιωτές της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης;

Α. Ποια ήταν η συνεισφορά του Κούλεϋ στη θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και τι αποτελεί για τον Μιντ "κοινωνική αλληλεπίδραση"; Β. Πώς έχει χρησιμοποιηθεί η έννοια των "σημαντικών άλλων" από τους θεμελιωτές της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης;

Απάντηση

Charles Cooley, 1864-1929
Α. Ο Κούλεϋ συνέβαλε στη θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τον «κοινωνικό καθρεφτισμό του εαυτού μας» (κατοπτρικός εαυτός). Το παιδί διαμορφώνει την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά του ανάλογα με το πώς φαντάζεται ότι το βλέπουν οι άλλοι. Αν φαντάζεται ότι οι άλλοι έχουν θετική εικόνα γι’ αυτό, ότι οι άλλοι επιδοκιμάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις του, θα αισθανθεί περηφάνια, ενώ αντίθετα αν φαντάζεται ότι οι άλλοι έχουν αρνητική εικόνα γι’ αυτό και αποδοκιμάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις του, θα αισθανθεί ντροπή και ταπείνωση. Επομένως η διαμόρφωση της αυτοεικόνας μας εξαρτάται από την ταυτότητα των άλλων. (Σελ. 23 σχολικού βιβλίου)

Οι κοινωνικοί επιστήμονες που υιοθετούν την προσέγγιση της κοινωνικής (συμβολικής) αλληλεπίδρασης, όπως ο Τζ. Μιντ (G.H. Mead, 1863-1931), αναφέρθηκαν ιδιαίτερα στις φάσεις ανάπτυξης του παιδιού και στις διεργασίες που τις συνοδεύουν. Τι σημαίνει όμως για τον Μιντ κοινωνική αλληλεπίδραση; Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία η στενή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερους) ανθρώπους (με το παιχνίδι, τη συναναστροφή κτλ.) οδηγεί στη διαμόρφωση, μέρα με τη μέρα, μιας σχεδόν ιδιωτικής γλώσσας, ενός κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους, μέσω του οποίου παράγονται νοήματα και συμβολισμοί. (Σελ. 57 σχολικού βιβλίου)

Β. Οι θεμελιωτές της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης ονόμασαν «σημαντικούς άλλους» όλα τα άτομα που επηρεάζουν περισσότερο την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά μας και τα οποία είναι συγκεκριμένα πρόσωπα του περιβάλλοντός μας. (Σελ. 23 σχολικού βιβλίου)


George Herbert Mead, 1863-1931

Ο Μιντ περιγράφοντας το στάδιο του "ατομικού παιχνιδιού" κατά την κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού αναφέρεται στην έννοια των "σημαντικών άλλων". Πιο αναλυτικά:

Το στάδιο του ατομικού παιχνιδιού, κατά το οποίο το παιδί παίζει διαφορετικούς ρόλους. Για παράδειγμα, μπορεί να αλλάζει ρόλους, χωρίς συντονισμό ή λογική τάξη, και από ασθενής να γίνεται γιατρός ή από μαθητής δάσκαλος. Κατά το στάδιο αυτό οι «σημαντικοί άλλοι», που είναι συγκεκριμένα πρόσωπα από το κοινωνικό του περιβάλλον με τα οποία το παιδί έχει άμεσες, συχνές και στενές επαφές, ασκούν ιδιαίτερη επίδραση στη διαμόρφωση των προτύπων συμπεριφοράς του. (Σελ. 57 σχολικού βιβλίου)