Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η πτώση του προσδόκιμου ζωής μέσα από τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών

Πάνω από 6,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους σε παγκόσμιο επίπεδο από τις αρχές του 2020 εξαιτίας της πανδημίας covid-19 σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO). Τα πρόσφατα στοιχεία που φέρνει στο φως η έκθεση των Ηνωμένων Εθνών (UNWPP) για την εξέλιξη του παγκόσμιου πληθυσμού καταγράφουν τις σοβαρές δημογραφικές επιπτώσεις που επέφερε το γεγονός αυτό στο προσδόκιμο ζωής ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών. Το 2021, το προσδόκιμο ζωής στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη παρέμεινε 7 χρόνια κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο, εξαιτίας της πανδημίας covid-19 σε συνδυασμό με τα υψηλά επίπεδα παιδικής και μητρικής θνησιμότητας, τις γεωπολιτικές συγκρούσεις και τις επιπτώσεις της επιδημίας του HIV. (Για τη σχέση προσδόκιμου ζωής και κατά κεφαλήν ΑΕΠ βλ. εδώ. Για τη σχέση δαπανών υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ ανά γεωγραφική περιοχή και προσδόκιμου ζωής εδώ).

Την ίδια στιγμή, πτώση του προσδόκιμου ζωής καταγράφηκε και σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες, με το προσδόκιμο στις ΗΠΑ -που ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο νεκρούς από την αρχή της πανδημίας- να αγγίζει το χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 26 ετών. Πολύ υψηλά επίπεδα θανάτων σημειώθηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες επίσης, όπως η Ρουμανία, η Τσεχία, το Βέλγιο, αλλά και η Ελλάδα -η οποία για διαδοχικούς μήνες παρέμεινε σε υψηλές θέσεις ανάμεσα στις χώρες με τους περισσότερους καταγεγραμμένους θανάτους ανά 100.000 κατοίκους και θρηνεί συνολικά πάνω από 35.000 νεκρούς από την πανδημία. Το παρακάτω γράφημα αποτυπώνει την εξέλιξη αυτή πάνω στο προσδόκιμο, απεικονίζοντας το μέσο όρο ετών που θα μπορούσε να ζήσει ένα νεογνό εάν τα ποσοστά θνησιμότητας δε μεταβάλλονταν καθ' όλη τη διάρκεια ζωής του (στοιχεία: UNWPP).

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

Αρχές οικονομικής θεωρίας: ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή

H ποσοστιαία μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας προς την ποσοστιαία μεταβολή της τιμής, ονομάζεται ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή. Μπορούμε λοιπόν να αντιληφθούμε την ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή ως το βαθμό ανταπόκρισης ή αντίδρασης των καταναλωτών στις μεταβολές της τιμής, όλων των άλλων παραγόντων σταθερών (ceteris paribus). (Αρχές Οικονομικής Θεωρίας, σελ. 40)
https://www.wallstreetmojo.com/elastic-demand/
wallstreetmojo.com/elastic-demand

  • Εάν μια μικρή αλλαγή στην τιμή οδηγεί σε σχετικά μεγάλη μεταβολή στη ζητούμενη ποσότητα τότε η ζήτηση για το αγαθό ονομάζεται ελαστική και ο συντελεστής ελαστικότητας είναι μεγαλύτερος της μονάδας, ενώ η αριθμητική της τιμή έχει αρνητικό πρόσημο.

  • Εάν μια μικρή μεταβολή στην τιμή οδηγεί σε σχετικά μικρή μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας, η ζήτηση για το αγαθό ονομάζεται ανελαστική και ο συντελεστής ελαστικότητας είναι μικρότερος της μονάδας, ενώ έχει αρνητικό πρόσημο.

  • Εάν μια μικρή μεταβολή στην τιμή δεν οδηγήσει σε μεταβολή στη ζητούμενη ποσότητα, τότε η ζήτηση για το αγαθό ονομάζεται μοναδιαία ελαστική και ο συντελεστής ελαστικότητας θα είναι ίσος με τη μονάδα, ενώ θα έχει αρνητικό πρόσημο.

Παρόλα αυτά, υπάρχει η περίπτωση εμφάνισης ελαστικότητας ζήτησης με θετικό πρόσημο. Αυτό θα σήμαινε ότι αύξηση της τιμής θα οδηγούσε σε αύξηση της ζητούμενης ποσότητας, ενώ αντίστροφα μείωση της τιμής σε μείωση της ζητούμενης ποσότητας. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν είναι σύνηθες για τα περισσότερα αγαθά ή υπηρεσίες, καθώς για την πλειοψηφία τους ισχύει ο νόμος της ζήτησης σύμφωνα με τον οποίο κάθε μεταβολή της τιμής έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας προς την αντίθετη φορά.
 

Περιπτώσεις αγαθών ή υπηρεσιών όπου υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ τιμής και ζητούμενης ποσότητας είναι τα λεγόμενα προϊόντα Giffen, από το όνομα του σκωτσέζου οικονομολόγου Robert Giffen (1837-1910). Τα προϊόντα Giffen είναι αγαθά που θεωρούνται κατώτερης αξίας: καθώς αυξάνεται η τιμή, οι καταναλωτές μπορεί να αγοράσουν περισσότερα από τα αγαθά αυτά επειδή π.χ. δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν προϊόντα υψηλότερης ποιότητας. Ας δούμε ένα παράδειγμα υπολογισμού της ελαστικότητας ζήτησης ως προς την τιμή όπως συζητήθηκε στο τελευταίο μάθημα: ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας - Η Μικρασιατική Καταστροφή

Οι πρώτες απογραφές των προσφύγων που κατέφυγαν στην Ελλάδα δεν αποδίδουν την πραγματικότητα. Ο αριθμός πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος, αν υπολογίσουμε την υψηλή θνησιμότητα των πρώτων χρόνων λόγω  των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και των επιδημιών, το μειωμένο αριθμό των  γεννήσεων και τη μετανάστευση πολλών προσφύγων σε άλλες χώρες. Στην απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 1.220.000 πρόσφυγες. Οι αρρώστιες κατέβαλλαν τους πρόσφυγες που ήταν ταλαιπωρημένοι, πρόχειρα στεγασμένοι και υποσιτίζονταν. Ο τύφος, η γρίπη, η φυματίωση (κυρίως στις πόλεις) και η ελονοσία  (κυρίως στην ύπαιθρο) τους θέριζαν. Σύμφωνα με στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών, ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων πέθαναν μέσα σ’ ένα χρόνο από  την άφιξή τους στην Ελλάδα. Εκτός από τις αρρώστιες, οι πρόσφυγες ήταν και  ψυχικά τραυματισμένοι από την απώλεια συγγενών και φίλων, της πατρογονικής γης και του ευρύτερου κοινωνικού χώρου όπου είχαν ζήσει. (Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, σσ. 146-148)

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

Οικονομικές ανισότητες και συνδικαλιστική συμμετοχή (ΗΠΑ, 1917-2017)

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση για την Ανισότητα του 2022, οι ανισότητες έχουν εκτοξευτεί τα τελευταία 40 χρόνια, με το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού στον πλανήτη να κατέχει από το 60 έως 80% περίπου του παγκόσμιου πλούτου, την ίδια στιγμή που το φτωχότερο μισό κατέχει λιγότερο από το 5%. Στη χώρα με το υψηλότερο ΑΕΠ στον κόσμο, τις ΗΠΑ, οι περισσότεροι/ες εργαζόμενοι/ες περνούν, σήμερα, κατά μέσο όρο 11 τοις εκατό περισσότερο χρόνο στην εργασία τους προκειμένου να κερδίσουν τον ίδιο μισθό που κέρδιζαν πριν από περίπου 20 χρόνια. Ταυτόχρονα, ο συντελεστής Gini [1] βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, καταγράφοντας μια άνοδο ρεκόρ από το 0,38 στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στο 0,49 το 2021 (βλ. εδώ).

Αν και οι βαθύτερες αιτίες έκρηξης αυτών των ανισοτήτων είναι πολλές, η διάβρωση της διαπραγματευτικής δύναμης των συνδικαλιστικών ενώσεων, ειδικά από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην όξυνση του φαινομένου, όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία από το Economic Policy Institute (βλ. επίσης εδώ). Το παρακάτω γράφημα, που καταγράφει ιστορικά την εξέλιξη της σχέσης μεταξύ συνδικαλιστικής συμμετοχής και εισοδηματικής ανισότητας, είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο συνδέονται τα δυο φαινόμενα στην κοινωνία των ΗΠΑ σε έναν χρονικό ορίζοντα που αγγίζει έναν αιώνα.

Πηγή: Economic Policy Institute | Επεξεργασία: Δ. Λ.

Ειδικά από τη δεκαετία του 1940 κι έπειτα, όσο πιο ισχυρή είναι η διαπραγματευτική δύναμη των συνδικαλιστικών οργανώσεων μέσα από την υψηλή συμμετοχή εργαζομένων, τόσο μειώνεται το μερίδιο εισοδήματος του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού, ενώ αργότερα, μετά τη δεκαετία του 1960, όσο πιο αδύναμες είναι οι συλλογικές μορφές διεκδίκησης, μέσα από την οργάνωση και τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές ενώσεις, τόσο αυξάνεται το μερίδιο εισοδήματος που καρπώνεται το πλουσιότερο 10%. (Ο συντελεστής κατάταξης του Spearman αποκαλύπτει για την περίοδο αυτή μια ισχυρά αρνητική σχέση μεταξύ των δύο παραγόντων: r(76) = - .87, p = .001. Βλ. εδώ).

Μπορεί οι διεκδικήσεις, μέσα από συλλογικές μορφές οργάνωσης όπως οι συνδικαλιστικές ενώσεις, να είναι σε θέση να επιφέρουν, σωρευτικά, επιπτώσεις όχι μόνο στους μισθούς όσων εργαζομένων συμμετέχουν σε αυτές, αλλά και στους μισθούς των μη συνδικαλισμένων εργαζομένων, η συμμετοχή ωστόσο σε συνδικαλιστικές οργανώσεις παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπως δείχνουν τα στοιχεία από την ίδια πηγή: 

Πηγή: Economic Policy Institute | Επεξεργασία: Δ. Λ.

Από την άλλη πλευρά, κατά την πάροδο αυτών των τελευταίων 100 ετών, τα χαρακτηριστικά συμμετοχής των εργαζομένων στις συνδικαλιστικές ενώσεις έχουν διαφοροποιηθεί όχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά. Παρότι στο παρελθόν, οι εργαζόμενοι που παραδοσιακά οργανώνονταν σε συνδικάτα στις ΗΠΑ ήταν στην πλειοψηφία τους λευκοί άνδρες και κυρίως ειδικευμένοι τεχνίτες, πλέον τα δύο τρίτα περίπου (65,4 τοις εκατό) των εργαζομένων ηλικίας 18 έως 64 ετών που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις είναι γυναίκες ή/και έγχρωμοι. Σήμερα, οι έγχρωμοι/ες εργαζόμενοι/ες είναι πιο πιθανό να εκπροσωπούνται από κάποια συνδικαλιστική οργάνωση έναντι των λευκών (το 14,5 τοις εκατό των έγχρωμων εργαζομένων ηλικίας 18 έως 64 ετών καλύπτονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, σε σύγκριση με το 12,5 τοις εκατό των λευκών εργαζομένων και το 10,1 τοις εκατό των ισπανόφωνων εργαζομένων).

Με την τάση συγκεντροποίησης των μέσων παραγωγής μεταξύ λίγων εταιρειών παγκόσμια -μια ανισότητα που αποτυπώνει τη συγκεντρωμένη δύναμη του Κεφαλαίου σήμερα [2]- να συνεχίζεται από τη μια πλευρά και τη συλλογική δύναμη των συνδικαλιστικών ενώσεων, από την άλλη πλευρά, να πνέει τα λοίσθια έπειτα από μια περίοδο βαθιάς και μακροχρόνιας κρίσης (εξαιτίας, ενδεικτικά εδώ, όχι μόνο αντι-συνδικαλιστικών νομοθετικών ρυθμίσεων που υιοθετήθηκαν από διάφορες Πολιτείες [3] ή ευρύτερων δομικών αλλαγών όπως η αποβιομηχάνιση, αλλά και εξαιτίας της ίδιας της τάσης γραφειοκρατικοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος και της αναπαραγωγής φυλετικών και έμφυλων διακρίσεων στους κόλπους του), η διόγκωση των οικονομικών ανισοτήτων σωρεύει ένα εκρηκτικό μείγμα στις προθήκες της αμερικανικής, αλλά και δυτικής κοινωνίας ευρύτερα αφού ο θεσμός του συνδικαλισμού αποτέλεσε στήριγμα της τριακονταετούς οικονομικής ανάπτυξης (1950-1970) και βασικό πυλώνα, ειδικά στην Ευρώπη, του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου.  

 

Σημειώσεις:

[1] Ο δείκτης που χρησιμοποιείται, συνήθως, για τη μέτρηση της ανισότητας σε μια οικονομία είναι ο δείκτης Gini. Ο μηδενικός συντελεστής Gini εκφράζει την τέλεια ισότητα (όταν για παράδειγμα, σε μια οικονομία όλοι/ες διαθέτουν το ίδιο εισόδημα). Όταν ο συντελεστής Gini αγγίξει τη μονάδα (ή το 100%) τότε δηλώνεται η μέγιστη ανισότητα μεταξύ των τιμών (όταν για παράδειγμα ένα και μόνο άτομο σε μια οικονομία διαθέτει όλο το διαθέσιμο εισόδημα). (Βλ. σχετικά τις αναφορές εδώ).

[2] St.Vitali, J. B. Glattfelder, St. Battiston, The Network of Global Corporate Control Βλ. επίσης εδώ.

[3] G. Lafer, The Legislative Attack on American Wages and Labor Standards, 2011-2012, Economic Policy Institute, October 31, 2013. Βλ. εδώ και εδώ.