Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοινωνικές ανισότητες/Εργασία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοινωνικές ανισότητες/Εργασία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

Κατώτατοι μισθοί ανάμεσα σε χώρες της Ευρώπης

 

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

Νέοι ηλικίας 16-19 ετών υπό το φάσμα του κοινωνικού αποκλεισμού ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης

Ο δείκτης σοβαρών υλικών και κοινωνικών στερήσεων (SMSD) μετρά την αδυναμία πρόσβασης σε αναγκαία και επιθυμητά υλικά αγαθά για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Ο δείκτης διακρίνει τα άτομα εκείνα που δεν έχουν τη δυνατότητα αγοράς ενός συγκεκριμένου αγαθού ή πρόσβασης σε μια υπηρεσία ή δραστηριότητα. Ο SMSD ορίζεται ως το ποσοστό του πληθυσμού εκείνου που αντιμετωπίζει ελλείψεις ή αδυναμία πρόσβασης σε τουλάχιστον 7 από 13 βασικά είδη ή δραστηριότητες (ο πλήρης κατάλογος με τα βασικά αυτά είδη/δραστηριότητες βρίσκεται εδώ). Ο δείκτης SMSD αποτελεί βασική ένδειξη φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού και όπως φαίνεται από τα στοιχεία που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η ευρωπαϊκή στατιστική αρχή, η Ελλάδα βρισκόταν στην τρίτη θέση με βάση το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 16 έως 19 ετών που αντιμετωπίζουν σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις για το έτος 2020 (βλ. τα πλήρη στοιχεία εδώ).

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Η ψαλίδα μεταξύ παραγωγικότητας και αποδοχών (Economic Policy Institute)

Η παραγωγικότητα μετρά πόσο συνολικό εισόδημα σε μια οικονομία δημιουργείται σε μια μέση ώρα εργασίας. Αν και η ωριαία αύξηση παραγωγικότητας της εργασίας δημιουργεί σε βάθος χρόνου περισσότερο εισόδημα σε μια οικονομία, η κατανομή του εισοδήματος αυτού, ωστόσο, δε σχετίζεται προφανώς με την ίδια την «παραγωγικότητα». Αν λάβουμε ως χώρα αναφοράς τις ΗΠΑ -που κατέχει κυρίαρχη θέση ανάμεσα στις αναπτυγμένες δυτικές χώρες και αποτυπώνει, ως ένα βαθμό, την τάση ανάμεσά τους- τις προηγούμενες δεκαετίες, τα περισσότερα κέρδη από την παραγωγικότητα της εργασίας δεν «επέστρεψαν» στην Εργασία. Συγκεκριμένα, από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα στις ΗΠΑ οι ωριαίες αποδοχές από την Εργασία σταμάτησαν να αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό με την παραγωγικότητα της οικονομίας με βάση τα στοιχεία από το Economic Policy Institut.

Γράφημα 1*
(Το γράφημα δείχνει τη σωρευτική αύξηση της παραγωγικότητας με βάση το έτος 1948. Αυτός ο τρόπος μέτρησης δεν υπολογίζει τις διακυμάνσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης από έτος σε έτος (YoY). Βλ. εδώ)

Το παραπάνω γράφημα, αντιπαραβάλει τις μέσες ωριαίες αποδοχές (μισθοί και παροχές) των εργαζόμενων στην παραγωγή στον ιδιωτικό τομέα με την «καθαρή» παραγωγικότητα της οικονομίας των ΗΠΑ [*]. Από το τέλος του Β Π.Π. έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η αύξηση των αποδοχών συμβάδιζε στενά με την αύξηση της παραγωγικότητας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα όμως, η ψαλίδα μεταξύ παραγωγικότητας και αποδοχών άρχισε να διογκώνεται. Που πήγαν τα κέρδη από την παραγωγικότητα, αν όχι στην Εργασία λοιπόν; 

Κατά κύριο λόγο, προς αποδόσεις σε μετόχους και άλλους ιδιοκτήτες πλούτου και, δευτερευόντως, σε αμοιβές ανώτατων στελεχών του ιδιωτικού τομέα. Αυτή η υπερσυγκέντρωση του μισθολογικού εισοδήματος στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και η μεταβίβαση αμοιβών από την Εργασία συνολικά προς τους κατόχους Κεφαλαίου είναι δύο από τους βασικούς παράγοντες της εισοδηματικής ανισότητας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα [**].  

 

Σημειώσεις:
 
[*] Τα στοιχεία αφορούν αφενός τις «ωριαίες αποδοχές» (μισθοί και παροχές) εργαζόμενων στην παραγωγή που δεν κατέχουν εποπτικές θέσεις στον ιδιωτικό τομέα και αφετέρου την «καθαρή παραγωγικότητα» της συνολικής οικονομίας (ως έτος βάσης λογίζεται το 1948). Η «καθαρή παραγωγικότητα» έχει υπολογιστεί από το Economic Policy Institute ως η αύξηση της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών μείον τις αποσβέσεις ανά ώρα εργασίας. Ο λόγος για τον οποίο λαμβάνονται ως σημείο αναφοράς οι αποδοχές των εργαζομένων της παραγωγής που κατέχουν μη εποπτικές θέσεις στον ιδιωτικό τομέα αφορά όχι μόνο το γεγονός πως σε αυτήν την κατηγορία εργαζομένων συμπεριλαμβάνεται περίπου το 80% του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ, αλλά γιατί με αυτόν τον τρόπο επιπλέον δε συνυπολογίζονται οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών, όπως π.χ. οι CEO.
 
[**] Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Economic Policy Institute από το 1979 έως το 2020, η καθαρή παραγωγικότητα στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 61,8%, ενώ η ωριαία αμοιβή ενός μέσου εργαζόμενου/ης μόλις κατά 17,5% (μετά την προσαρμογή για τον πληθωρισμό) μέσα σε τέσσερις δεκαετίες.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021

Η εξέλιξη της μητρικής θνησιμότητας κατά τον τοκετό ανά γεωγραφική περιοχή

H μητρική θνησιμότητα, εκφρασμένη ως λόγος θνησιμότητας ανά 100.000 γεννήσεις, αφορά τον αριθμό των γυναικών που πεθαίνουν από αιτίες που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη στη διάρκειά της ή εντός 42 ημερών από τη διακοπή της. Αυτός ο λόγος -που μπορεί να υπολογιστεί διαιρώντας τους καταγεγραμμένους (ή εκτιμώμενους) μητρικούς θανάτους με τις συνολικές καταγεγραμμένες (ή εκτιμώμενες) γεννήσεις σε μια περίοδο και πολλαπλασιάζοντας επί 100.000- αν και αποτελεί εκτίμηση από την Παγκόσμια Τράπεζα (βλ. τις επεξηγηματικές σημειώσεις για τη μέθοδο υπολογισμού), εντούτοις επιχειρεί να εντοπίσει τον κίνδυνο μητρικού θανάτου σε σχέση με τον αριθμό των γεννήσεων στη διάρκεια ενός και μόνο τοκετού. Τα στοιχεία, που καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 2000 έως το 2017 σημειώνουν την πτωτική τάση για την Υποσαχάρια Αφρική, παρότι η απόσταση παραμένει μεγάλη με τον υπόλοιπο κόσμο.

Γράφημα 1

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Οι κοινωνικές ανισότητες και ο ρόλος του Κράτους Πρόνοιας

"Εστιάζοντας στον Πίνακα 5.1 ο οποίος αναφέρεται στο σύνολο του πληθυσμού των χωρών της ΕΕ15 για το 2016, παρατηρούμε ότι η Ελλάδα, με εξαίρεση τον δείκτη C2 (που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στις μεταβιβάσεις στα πολύ υψηλά εισοδήματα), καταγράφει συστηματικά έναν από τους υψηλότερους βαθμούς ανισότητας στην διανομή του εισοδήματος. Σε γενικές γραμμές, η επιλογή των δεικτών δεν επηρεάζει σημαντικά την κατάταξη ως προς την ανισότητα των χωρών και των συστημάτων κοινωνικής προστασίας (με εξαίρεση ίσως τους δύο δείκτες που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε μεταβιβάσεις στα δύο άκρα της κατανομής). Σε γενικές γραμμές, υψηλότερη ανισότητα εμφανίζουν τα εισοδήματα στις χώρες της Νότιας Ευρώπης και στις χώρες με φιλελεύθερο σύστημα κοινωνικής προστασίας, ενώ την χαμηλότερη ανισότητα παρουσιάζουν οι χώρες που έχουν αναπτύξει σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό κράτος και ακολουθούν οι χώρες του συντηρητικού-κορπορατιστικού μοντέλου. 

Ακολουθώντας την τάση των χωρών του Νοτιο-ευρωπαϊκού προτύπου, ο δείκτης Gini για την Ελλάδα κυμαίνεται στο επίπεδο του 0.33, λίγο χαμηλότερα από το αντίστοιχο επίπεδο που υπολογίζεται για την Ισπανία, και στα αντίστοιχα επίπεδα με την Πορτογαλία. Σημαντικές διαφοροποιήσεις καταγράφονται στον δείκτη C2, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος σε διαφορές που παρατηρούνται στα υψηλά εισοδήματα. Οι υψηλές τιμές του συγκεκριμένου δείκτη σε Δανία, Γαλλία και Σουηδία, υποδηλώνουν σημαντική διασπορά των τιμών του διαθέσιμου εισοδήματος στα υψηλά κλιμάκια της συνολικής κατανομής. Αναφορικά με τον ίδιο δείκτη, στη σειρά κατάταξης μεταξύ των χωρών, η Ελλάδα με 0.36 βρίσκεται στην 4η θέση των χωρών με την υψηλότερη ανισότητα".

(Μελέτη των επιπτώσεων της  οικονομικής κρίσης στα εισοδήματα  και τις συνθήκες διαβίωσης  των μικρών επιχειρηματιών και αυτοαπασχολουμένων, Αθήνα, 2021)

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός: στοιχειώδεις μορφές

Μπορεί η δεκαετία του ’90 μέχρι και τις αρχές του ’00 να έχει θεωρηθεί περίοδος ανάπτυξης για τον ελληνικό καπιταλισμό, αθέατες ωστόσο παραμένουν οι κοινωνικές και ταξικές ανισότητες της ίδιας περιόδου. Την ίδια στιγμή που τη δεκαετία 1994-2004 καταγράφονται ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης υψηλότεροι ακόμα και από χώρες του βορρά της Ευρώπης, οι δείκτες της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού δεν παρουσιάζουν κάποια αντίστοιχη αλματώδη βελτίωση. Ας δούμε εδώ, σύντομα, κάποια ζητήματα επεκτείνοντας στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο τελευταίο μάθημα μεθοδολογίας.

Μπορεί να «μετρηθεί» η φτώχεια;

Ενώ υπάρχει ποικιλομορφία μεθόδων και δεικτών για τη μέτρηση της φτώχειας, οι επίσημες στατιστικές, ακολουθώντας μια στενά οικονομική προσέγγιση, προκειμένου να ορίσουν τη φτώχεια θέτουν ένα εισοδηματικό όριο κάτω από το οποίο αν βρεθεί ένα νοικοκυριό ή ένα άτομο θεωρείται φτωχό (How poverty differs from inequality. Οn poverty measurement in an enlarged eu context:  conventional and alternative approaches). Μέχρι το 2001 το όριο αυτό αφορούσε το 50% του μέσου εθνικού εισοδήματος. Από το 2001 (και μέχρι σήμερα) όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό μέτρο, ένα όριο της τάξης του 60% του εθνικού διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις), που συχνά αναφέρεται ως δείκτης  «κινδύνου φτώχειας». Σύμφωνα, λοιπόν, με την προσέγγιση αυτή σε «κίνδυνο φτώχειας» ή κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκονται άτομα που το διαθέσιμο εισόδημά τους βρίσκεται κάτω από αυτό το όριο κινδύνου φτώχειας ("σχετική φτώχεια").

Παρατίθενται παρακάτω κάποια συνολικά στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής αρχής για τα έτη 1995, 2001, 2006 (Γράφημα 1) που αντιστοιχούν και σε έτη που διενεργήθηκαν έρευνες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για πληθυσμούς σε κίνδυνο φτώχειας (βλ. παρακάτω):

Γράφημα 1

Το ποσοστό των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας είναι σαφώς υψηλότερο στις χώρες του Νότου (Πορτογαλία, Ελλάδα, Ιταλία) σε σχέση με τις βόρειες χώρες, ενώ είναι επίσης υψηλό στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ισπανία. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, οι Σκανδιναβικές χώρες (Δανία, Νορβηγία) εμφανίζονται λιγότερο επηρεασμένες από φαινόμενα φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. 

Η φτώχεια ως υποκειμενική εμπειρία 

Μπορεί οι παραπάνω δείκτες να δίνουν μια αποκαλυπτική εικόνα του φαινομένου, δεν αποκαλύπτουν ωστόσο τίποτε για το πώς προσλαμβάνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι που ζουν σε αυτές τις συνθήκες την κατάστασή τους. Φαινομενικά, λοιπόν, αντίθετη με την παραπάνω «αντικειμενική» οπτική (επανέρχομαι στο σημείο παρακάτω) είναι η προσέγγιση της φτώχειας ως υποκειμενικής εμπειρίας. Αυτή η «υποκειμενική» προσέγγιση ορίζει τη φτώχεια με διαφορετικό τρόπο: φτωχό θεωρείται ένα νοικοκυριό ή ένα άτομο του οποίου το συνολικό καθαρό εισόδημα είναι χαμηλότερο από αυτό που το ίδιο θεωρεί ως απολύτως απαραίτητο προκειμένου να έχει πρόσβαση σε ένα ορισμένο βιοτικό επίπεδο. 

Στην έρευνα που είχε διεξάγει η Market Analysis για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το Σεπτέμβριο του 2001 (Eurobarometer 56.1 | 2001),  η ερώτηση είχε διατυπωθεί με τον εξής τρόπο (ακολουθώντας αντίστοιχες διατυπώσεις προηγούμενων ερευνών του Ευροβαρόμετρου): 

"Κατά τη γνώμη σας ποιο είναι το χαμηλότερο καθαρό εβδομαδιαίο εισόδημα που θα έπρεπε να έχει το νοικοκυριό σας για να καλύπτει τις ανάγκες του, δεδομένης της σημερινής κατάστασης της σύνθεσής του; (...)"

Eurobarometer 56.1 | 2001

Συγκριτικά στοιχεία με βάση τις απαντήσεις που συγκεντρώθηκαν απεικονίζονται στο παρακάτω γράφημα 2:

Γράφημα 2

Παρότι το 1993 ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά "υποκειμενικής" φτώχειας παρουσιάζουν χώρες όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, όταν επαναλαμβάνεται η έρευνα τις χρονιές 2001 και 2006 και οι υπόλοιπες χώρες του Νότου (Πορτογαλία και Ιταλία) καταγράφουν αντίστοιχα υψηλά ποσοστά. Η εντυπωσιακή διαφορά που παρουσιάζουν οι δείκτες της "αντικειμενικής" και της "υποκειμενικής" φτώχειας (στην Ελλάδα του 2001 για παράδειγμα ένα ποσοστό της τάξης του 20% θεωρείται φτωχό με βάση το κατώφλι του 60% του διάμεσου εισοδήματος, ενώ την ίδια χρονιά το 54,3% θεωρεί τον εαυτό του φτωχό απαντώντας στη σχετική ερώτηση του Ευροβαρόμετρου [*]) συνδέεται με το γεγονός ότι αυτοί οι δύο δείκτες δε μετρούν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ο πρώτος δείκτης, που υπολογίζεται στη βάση του εθνικού διάμεσου εισοδήματος, εξαρτάται από την κατανομή του εισοδήματος στην κάθε χώρα, ενώ ο δεύτερος μετρά το βαθμό δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης των νοικοκυριών ως προς το βιοτικό τους επίπεδο.

Όμως, συγκρίνοντας τα στοιχεία από τους δυο δείκτες αποκαλύπτεται η εικόνα των ανισοτήτων που παρατηρήθηκε και παραπάνω όταν εξετάζαμε την "αντικειμενική" προσέγγιση των επίσημων δεδομένων για τη φτώχεια. Κι εδώ οι χώρες του Νότου παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις από τις χώρες του Βορρά (γράφηματα 3 & 4). (Βλ. Special Eurobarometer surveys and reports on poverty and exclusion, Income, poverty  and social exclusion, Social Precarity and Social Integration) [**]

 

Γράφημα 3
 

Γράφημα 4  








Ένα μοντέλο διωνυμικής λογιστικής παλινδρόμησης που εξετάζει την επίδραση που ασκεί η χώρα καταγωγής στην υποκειμενική πρόσληψη της φτώχειας για τον κάθε ερωτώμενο/η επιβεβαιώνει τις αποκλίσεις μεταξύ χωρων του Νότου και του Βορρά της Ευρώπης για το 2001 (Eurobarometer 56.1 | 2001). Λαμβάνοντας ως χώρα αναφοράς τη Γαλλία, που παρουσιάζει τα υψηλότερα ποσοστά "υποκειμενικής φτώχειας" μεταξύ των χωρών του Βορρά και αφαιρώντας την επίδραση του φύλου και της ηλικίας, οι χώρες του Νότου (Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία) παρουσιάζουν θετικό και στατιστικά σημαντικό συντελεστή, με την εξαίρεση της Ισπανίας, συγκριτικά με τη χώρα αναφοράς (η τελευταία στήλη του πίνακα δίνει τις ποσοστιαίες αποκλίσεις στην ερώτηση της "υποκειμενικής" πρόσληψης της φτώχειας για κάθε χώρα) [***].

Η επίδραση της χώρας καταγωγής στην "υποκειμενική" πρόσληψη της φτώχειας 

Binary Logistic Regression (Standardised model for gender and age)

Predictor                            Coef.

p

 Percentages

Intercept


-0.78538



< .001


Countries:


 



 


France

 

Reference

 

 

 

31.3%

Belgium


-0.01821



0.865

30.9%

The Netherlands


-0.77322



< .001

17.4%

Germany (West)


-1.38293



< .001

10.3%

Italy


0.36295



< .001

39.6%

Luxembourg


-1.64821



< .001

8.1%

Denmark


-1.51793



< .001

9.1%

Ireland


-0.36468



0.003

24%

United Kingdom


-0.29548



0.005

25.3%

Greece


0.95747



< .001

54.3 %

Spain


0.12909



0.225

34.1 %

Portugal


1.56326



< .001

68.5 %

Germany (East)


-0.43087



< .001

22.9 %

Norway


-1.42775



< .001

9.8 %

Finland


-0.08515



0.418

29.5 %

Sweden


-0.64542



< .001

19.3 %

Austria


-0.86420



< .001

16.1 %

Σε κάθε περίπτωση, επιστρέφοντας στη συζήτηση περί "αντικειμενικότητας" και "υποκειμενικότητας" που θέσαμε στην αρχή, ένα πρώτο συμπέρασμα είναι πως οι διαφορές στους δείκτες της "αντικειμενικής" και "υποκειμενικής" φτώχειας περισσότερο συμπληρωματικές της συνολικής συνθήκης του φαινομένου είναι παρά αντιθετικές. Η γενική τάση που αποκαλύπτουν οι έρευνες του Ευροβαρόμετρου τη συγκεκριμένη περίοδο είναι πως την ίδια στιγμή που το αίσθημα "υποκειμενικής" φτώχειας δείχνει να μειώνεται στις περισσότερες χώρες του Βορρά, σε αρκετές χώρες του Νότου παραμένει σε υψηλά επίπεδα και θα αποτελέσει, ειδικά για τη χώρα, το υπόστρωμα εκείνο για την έκρηξη του φαινομένου την περίοδο της βαθιάς οικονομικής ύφεσης της επόμενης δεκαετίας.  

Δ. Λ.

Σημειώσεις:

[*] Αν και τα δεδομένα στις έρευνες του Ευροβαρόμετρου σταθμίζονται προκειμένου να παρέχουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα του πληθυσμού για κάθε χώρα, εντούτοις δεν είναι πάντοτε σίγουρο ότι η στάθμιση μπορεί να εξαλείψει όλες τις πιθανές πηγές μεροληψίας που συνοδεύουν περιπτώσεις χαμηλών ποσοστών απόκρισης μεταξύ των χωρών (όπως π.χ. τα χαμηλά ποσοστά απόκρισης την περίοδο εκείνη στις Κάτω Χώρες ή τη Μεγάλη Βρετανία). Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως χρειάζεται προσοχή στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων. 
 
[**] Ένας άλλος τρόπος για να προσεγγίσουμε την "υποκειμενική" φτώχεια είναι μέσα από τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά. Εξετάζοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν νοικοκυριά στην πληρωμή του ενοικίου τους ή ακόμα και στην εξασφάλιση βασικών ειδών διατροφής με βάση τις έρευνες του Ευροβαρόμετρου για την περίοδο 1994-2006 (Eurobarometer 40 (1994) | Eurobarometer 56.1 (2001) | Eurobarometer 67.1 (2006), που περιλαμβάνουν στοιχεία πάνω σε αυτά ακριβώς τα ζητήματα μπορεί να παρατηρήσει κανείς πως το μοτίβο είναι ξανά παρόμοιο: υψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται, στις περισσότερες των περιπτώσεων, στις χώρες του Νότου της Ευρώπης. Βλ. εδώ κι εδώ
 
[***] Επίσης, τα γραφήματα για το Eurobarometer 67.1 που συζητήθηκαν στο μάθημα, όπου επιπλέον έχει προστεθεί και το ποσοστό ανεργίας για το 2006: εδώ και εδώ (hierarchical clustering) μαζί με κάποιες επεξηγηματικές σημειώσεις.