Μεταξύ των άλλων [εν. προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας] που θα μπορούσε ν’ αναφέρει κανείς, είναι η χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, σε σύγκριση με αυτή των άλλων χωρών της ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα απλό μέτρο της παραγωγικότητας είναι το προϊόν κατ’ απασχολούμενο και αναφέρεται ως παραγωγικότητα της εργασίας. (Αρχές Οικονομικής Θεωρίας Γ Λυκείου, σελ. 197)
H παραγωγικότητα εκφράζει τη σχέση μεταξύ των αποτελεσμάτων (εκροών) ενός συστήματος (μιας επιχείρησης, ενός οικονομικού κλάδου ή ακόμα της οικονομίας γενικά) και των πόρων (εισροές), που έχουν χρησιμοποιηθεί στην παραγωγική διαδικασία όπως είναι η εργασία, η τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε, ο εξοπλισμός κτλ.
Πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες επηρεάζουν την παραγωγικότητα της εργασίας όπως ο τεχνολογικός εξοπλισμός που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τις δαπάνες για έρευνα και καινοτομία, η ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος και οι συνθήκες εργασίας γενικότερα, η κατάρτιση και εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού, ο τρόπος οργάνωσης της εργασίας, αλλά και ευρύτερα η σταθερότητα και η απασχόληση ή η ανεργία που παρουσιάζει μια οικονομία.
Όπως γίνεται φανερό, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι ένας οικονομικός δείκτης που, έστω κι αν υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τον τρόπο υπολογισμού ή μέτρησής του, συνδέεται στενά με την καπιταλιστική ανάπτυξη και την οικονομική ανταγωνιστικότητα. Δεν ταυτίζεται, όμως, στενά με τις ατομικές επιδόσεις ή την
προσπάθεια που καταβάλει το εργατικό δυναμικού μιας επιχείρησης ή μιας
οικονομίας.
Στο γράφημα 1 μπορούμε να δούμε, εν τάχει, συγκριτικά στοιχεία ανάμεσα σε ευρωπαϊκές χώρες για την παραγωγικότητα της εργασίας (υπολογισμένη εδώ σε δολάρια ανά ώρα εργασίας. Για λεπτομέρειες βλ. conference-board.org/data/economydatabase) για το 2019, με βάση τα στοιχεία της Total Economy Database από το Πανεπιστήμιο του Groningen της Ολλανδίας,
Γράφημα 1
ενώ το γράφημα 2 παρουσιάζει την εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας για την Ελλάδα την περίοδο 2009-2019:
Γράφημα 2
Η καταβύθιση της παραγωγικότητας της εργασίας την περίοδο της μακράς οικονομικής ύφεσης (2010-2020) αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στα στοιχεία της Eurostat (εδώ ως ποσοστιαία μεταβολή της πραγματικής παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο/η) στο γράφημα 3,
ενώ για την περίοδο 2005 έως 2019 ο μέσος όρος ωρών εργασίας [*] παραμένει
σταθερά πάνω από τις 2.000 ετησιώς, αρκετά πιο πάνω από τις περισσότερες
ευρωπαϊκές χώρες όπως φαίνεται στο γράφημα 4:
Γράφημα 4
Ένα χρόνο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, το 2019, ο εκτιμώμενος ετήσιος μέσος χρόνος εργασίας (Γράφημα 5) για χώρες του Νότου όπως η Ελλάδα και η Μάλτα ήταν αρκετά υψηλότερος σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή (Total Economy Database):
Γράφημα 5
Τα ιστορικά στοιχεία πάνω στην εξέλιξη της σχέσης μεταξύ μέσου ετήσιου χρόνου εργασίας και παραγωγικότητας της εργασίας (Γράφημα 6) φανερώνουν υψηλή παραγωγικότητα για εργαζόμενους/ες που δαπανούν λιγότερες ώρες στην εργασία τους -μιας και η υψηλή παραγωγικότητα μιας οικονομίας συνολικά συνδέεται με ποιοτικούς παράγοντες πέρα από την ποσοτική αύξηση του χρόνου εργασίας. (Το πολύ πρόσφατο κοινωνικό πείραμα με τη μείωση των εργάσιμων ημερών στην Ισλανδία είναι ενδεικτικό επ' αυτού):
Στο παραπάνω γράφημα ο οριζόντιος άξονας διαχωρίζει τις χώρες με διάμεσο ετήσιο
χρόνο εργασίας με περισσότερες από 1771 ώρες ετησίως (άνω μέρος του
γραφήματος) από εκείνες με λιγότερες ώρες (κάτω μέρος) και ταυτόχρονα ο
κάθετος άξονας αυτές με διάμεση παραγωγικότητα 53 περίπου δολαρίων ή περισσότερα ανά
ώρα εργασίας (δεξιό μέρος) από εκείνες με λιγότερο από 53 δολάρια
(αριστερό μέρος).
Τέλος, κοιτάζοντας τη συνολικότερη εικόνα ανάμεσα στον ετήσιο χρόνο εργασίας και το
πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ αποκαλύπτονται οι ανισοτήτες σε παγκόσμιο επίπεδο (Γράφημα 7) μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών
περιοχών για την ίδια χρονική περίοδο (2001-2019).
[*] Παρότι ο αριθμός αυτός αποτελεί εκτίμηση (βλ. τις επεξηγηματικές σημειώσεις Ted sources and methods), αντίστοιχα είναι και τα στοιχεία που δίνει ο ΟΟΣΑ για την ίδια περίοδο (οι διαφορές στις τιμές αντανακλούν τις διαφορετικές μεθόδους υπολογισμού).
Η ανάλυση της σχέσης μεταξύ παραγωγικότητας της εργασίας (labor productivity) και ποσοστού κέρδους (rate of profit) μπορεί να αποκαλύψει τη δυναμική μιας οικονομίας. Η σχέση αυτή αντανακλά το βαθμό στον οποίο οι παραγωγικές δραστηριότητες, σε κάθε καπιταλιστικό σχηματισμό, είναι σε θέση να δημιουργούν συνθήκες κερδοφορίας για τις επιχειρήσεις και συνθήκες ανάπτυξης σε μια οικονομία. Το βαθμό, επίσης, στον οποίο τόσο ο συντελεστής Εργασία, όσο και οι επενδύσεις σε πάγια περιουσιακά στοιχεία (σταθερό κεφάλαιο, μηχανήματα, υποδομές, τεχνολογία) χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά για την αύξηση της παραγωγής.
Εν συντομία, εάν η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται, αλλά η κερδοφορία μειώνεται, οι επιχειρήσεις μπορεί να είναι απρόθυμες να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες γεγονός που, σωρευτικά, μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία βραδύτερων ρυθμών ανάπτυξης σε μια οικονομία. Από την άλλη πλευρά, εάν η παραγωγικότητα μειώνεται (κάθε εργαζόμενος παράγει λιγότερη αξία), ενώ την ίδια στιγμή η κερδοφορία αυξάνεται τότε οι επιχειρήσεις μπορεί να βασίζονται σε χαμηλότερο κόστος εργασίας γεγονός το οποίο, μακροπρόθεσμα, δημιουργεί ζητήματα βιωσιμότητας σε μια οικονομία, όπως διεύρυνση ανισοτήτων και ασθενής ανάπτυξη. Σε κάθε περίπτωση, μια ευθύγραμμη σχέση μεταξύ των δυο αυτών όρων υποδηλώνει ευνοϊκές οικονομικές προοπτικές, ενώ η ύπαρξη αποκλίσεων μεταξύ τους σηματοδοτεί διαρθρωτικά ζητήματα που μπορεί να υπονομεύσουν την οικονομική ανάπτυξη.
Το παρακάτω γράφημα απεικονίζει τις μεταβαλλόμενες δυναμικές της οικονομίας των ΗΠΑ από το 1955 έως και ένα χρόνο πριν το ξέσπασμα την πανδημίας covid, το 2019, αξιοποιώντας συνδυαστικά στοιχεία του Penn World Tables (rate of profit) [1] και του Total Economy Database (labor productivity) [2]. Η εξομάλυνση των στοιχείων, με τη χρήση ενός κυλιόμενου μέσου όρου 5 ετών (Μavr), βοηθά στην καλύτερη κατανόηση των μακροχρόνιων τάσεων, μειώνοντας τον αντίκτυπο των βραχυπρόθεσμων διακυμάνσεων των τιμών.
Συγκεκριμένα, από το 1955 έως περίπου τις αρχές της δεκαετίας του 1960 τα στοιχεία αποτυπώνουν
μια περίοδο ευθύγραμμης σχέσης μεταξύ παραγωγικότητας και
κερδοφορίας: η παραγωγικότητα της εργασίας παρουσιάζει σταθερή αύξηση και το
ποσοστό κέρδους παραμένει, επίσης, σχετικά υψηλό, με κάποιες μικρές
διακυμάνσεις. Ωστόσο, από την περίοδο 1965 έως 1980 η σχέση μεταβάλλεται: η
παραγωγικότητα της εργασίας αρχίζει να μένει στάσιμη αρχικά και να μειώνεται σημαντικά στη συνέχεια και το
ποσοστό κέρδους παρουσιάζει απότομη πτώση. Αυτή η περίοδος συμπίπτει με τον
στασιμοπληθωρισμό, τις πετρελαϊκές κρίσεις και την αύξηση του κόστους εργασίας.
Η περίοδος 1980 έως περίπου το 2000, περίοδος της νεοφιλελεύθερης (απο)ρύθμισης, συνδέεται με αύξηση της παραγωγικότητας και σχετική ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους. Σε κάθε περίπτωση, την περίοδο αυτή διευρύνεται το χάσμα μεταξύ
παραγωγικότητας και κέρδους: η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται
γρηγορότερα συγκριτικά με το ποσοστό κέρδους. Διάφοροι είναι οι λόγοι γύρω από
αυτήν την εξέλιξη. Ενδεικτικά εδώ: αυτοματοποίηση παραγωγής, μείωση κόστους εργασίας καιστροφής προς τη χρηματιστικοποίηση, τη μετατόπιση δηλαδή της
εστίασης από τις παραγωγικές επενδύσεις στις χρηματιστηριακές αποδόσεις.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η παραγωγικότητα της
εργασίας και το ποσοστό κέρδους παρουσιάζουν πτώση. Η βραδύτερη
ανάπτυξη της παραγωγικότητας αντανακλά, εν μέρει, μείωση των επενδύσεων σε ανθρώπινο
δυναμικό, παραγωγικούς τομείς, ενώ η πτώση του ποσοστού κέρδους συνδέεται με την οικονομική κρίση του 2008 και τα αυξανόμενα κόστη παραγωγής.
Παρόλα αυτά, τα μακροϊστορικά αυτά στοιχεία αποκαλύπτουν βαθύτερες τάσεις, οι οποίες αν ιδωθούν σε όλο τους το εύρος θέτουν ανθιστάμενα ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του οικονομικού
σχηματισμού των ΗΠΑ: αδυναμίες κατά τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου και επανεπένδυσής του στην παραγωγή, δυσκολίες στην επέκταση της καινοτομίας και βελτίωσης
της αποδοτικότητας μέσα από την ανάπτυξη των αλληλένδετων όρων που κινούν την ίδια την παραγωγική διαδικασία: Εργασία, Τεχνολογία, Πρώτες Ύλες, Κεφάλαιο.
[1] Το κέρδος, εκφρασμένο σε ποσοστιαία βάση, αποτελεί το λόγο του οικονομικού πλεονάσματος μιας βιομηχανίας (ενός παραγωγικού κλάδου ή μιας οικονομίας) προς το απόθεμα των παγίων περιουσιακών της στοιχείων. Για τον τρόπο υπολογισμού βλ. Feenstra, R. C., Inklaar, R., & Timmer, M. P. (2015). The next generation of the Penn World Table (Version 10.0). University of Groningen. https://www.rug.nl/ggdc/productivity/pwt/
[2] Η παραγωγικότητα της εργασίας μετρά την ποσότητα των αγαθών και των υπηρεσιών που παράγονται από κάθε μέλος του εργατικού δυναμικού μιας οικονομίας. Για τον τρόπο υπολογισμού από την TED βλ. The Conference Board, Total Economy Database: https://www.conference-board.org/data/economydatabase/
Η
παραγωγικότητα μετρά πόσο συνολικό εισόδημα σε μια οικονομία δημιουργείται σε
μια μέση ώρα εργασίας. Αν και η ωριαία αύξηση παραγωγικότητας της εργασίας δημιουργεί σε βάθος χρόνου περισσότερο
εισόδημα σε μια οικονομία, η κατανομή του εισοδήματος αυτού, ωστόσο, δε σχετίζεται προφανώς με την ίδια
την «παραγωγικότητα». Αν λάβουμε ως χώρα αναφοράς τις ΗΠΑ -που κατέχει κυρίαρχη
θέση ανάμεσα στις αναπτυγμένες δυτικές χώρες και αποτυπώνει, ως ένα βαθμό, την
τάση ανάμεσά τους- τις προηγούμενες δεκαετίες, τα περισσότερα κέρδη από την παραγωγικότητα της εργασίας δεν «επέστρεψαν» στην Εργασία. Συγκεκριμένα, από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα στις ΗΠΑ οι ωριαίες αποδοχές από την Εργασία σταμάτησαν να αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό με την παραγωγικότητα της οικονομίας με βάση τα στοιχεία από το Economic Policy Institut.
Γράφημα 1*
(Το γράφημα δείχνει τη σωρευτική αύξηση της παραγωγικότητας με βάση το έτος 1948. Αυτός ο τρόπος μέτρησης δεν υπολογίζει τις διακυμάνσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης από έτος σε έτος (YoY). Βλ. εδώ)
Το παραπάνω γράφημα, αντιπαραβάλει τις μέσες ωριαίες αποδοχές (μισθοί και παροχές) των εργαζόμενων
στην παραγωγή στον ιδιωτικό τομέα με την «καθαρή» παραγωγικότητα της οικονομίας των ΗΠΑ [*]. Από το τέλος του Β Π.Π. έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η αύξηση των αποδοχών συμβάδιζε στενά με την αύξηση της παραγωγικότητας. Από τα τέλη
της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα όμως, η ψαλίδα μεταξύ παραγωγικότητας και αποδοχών άρχισε
να διογκώνεται. Που πήγαν τα κέρδη από την παραγωγικότητα, αν όχι στην Εργασία λοιπόν;
Κατά κύριο λόγο, προς αποδόσεις σε μετόχους και άλλους ιδιοκτήτες πλούτου και, δευτερευόντως, σε αμοιβές ανώτατων στελεχών του ιδιωτικού τομέα. Αυτή η υπερσυγκέντρωση του μισθολογικού εισοδήματος στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και η μεταβίβαση αμοιβών από την Εργασία συνολικά προς τους κατόχους Κεφαλαίου είναι δύο από τους βασικούς παράγοντες της εισοδηματικής ανισότητας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα [**].
[*] Τα στοιχεία αφορούν αφενός τις «ωριαίες αποδοχές» (μισθοί και παροχές) εργαζόμενων στην παραγωγή που δεν κατέχουν εποπτικές θέσεις στον ιδιωτικό τομέα και αφετέρου την «καθαρή παραγωγικότητα» της συνολικής οικονομίας (ως έτος βάσης λογίζεται το 1948). Η «καθαρή παραγωγικότητα» έχει υπολογιστεί από το Economic Policy Institute ως η αύξηση της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών μείον τις αποσβέσεις ανά ώρα εργασίας. Ο λόγος για τον οποίο λαμβάνονται ως σημείο αναφοράς οι αποδοχές των εργαζομένων της παραγωγής που κατέχουν μη εποπτικές θέσεις στον ιδιωτικό τομέα αφορά όχι μόνο το γεγονός πως σε αυτήν την κατηγορία εργαζομένων συμπεριλαμβάνεται περίπου το 80% του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ, αλλά γιατί με αυτόν τον τρόπο επιπλέον δε συνυπολογίζονται οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών, όπως π.χ. οι CEO.
[**] Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Economic Policy Institute από το 1979 έως το 2020, η καθαρή παραγωγικότητα στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 61,8%, ενώ η ωριαία αμοιβή ενός μέσου εργαζόμενου/ης μόλις κατά 17,5% (μετά την προσαρμογή για τον πληθωρισμό) μέσα σε τέσσερις δεκαετίες.
Τις τελευταίες δεκαετίες οι περισσότερες από τις πιο ισχυρές οικονομίες του πλανήτη βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντική επιβράδυνση στους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας (βλ. Table 1). Την ίδια στιγμή, η επιβράδυνση αυτή συνοδεύεται από την παγίωση σημαντικών εισοδηματικών ανισοτήτων, που με την πάροδο του χρόνου δείχνουν να διογκόνωνται. Στο παρακάτω γράφημα, παρατηρούμε την εξέλιξη του φαινομένου, εστιάζοντας στην οικονομία των ΗΠΑ, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980 έως περίπου τα τέλη αυτής του 2010, αξιοποιώντας συνδυαστικά στοιχεία από την Total Economy Database και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Διάφορες αναλύσεις θεωρούν την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας πρόσκαιρο φαινόμενο, το οποίο κάποια στιγμή σχετικά σύντοματελειώνει οδηγώντας την οικονομία σε νέα επίπεδα κερδοφορίας. Τα επίσημα στοιχεία, παρόλα αυτά, δείχνουν πως αυτή η επιβράδυνση δεν αποτελεί παροδικό φαινόμενο, αλλά ιστορική τάση μεταξύ των οικονομικά ανεπτυγμένων οικονομιών, όπως αυτής των ΗΠΑ [1]. Στην πραγματικότητα μοιάζει να έχει δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος μεταξύ χαμηλής παραγωγικότητας από τη μια πλευρά και υψηλής εισοδηματικής ανισότητας από την άλλη, καθηλώνοντας εργαζόμενους/ες που δε διαθέτουν τους πόρους για πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση σε χαμηλής ειδίκευσης υποαμειβόμενες θέσεις εργασίας. (Βλ. εδώ) Την ίδια στιγμή, από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού των ΗΠΑ αυξάνει διαρκώς το μερίδιο του στο εθνικόεισόδημα, διευρύνοντας την απόσταση που το χωρίζει από τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού.
Δ.Λ.
Σημείωση:
[1] Grossman G.M., Helpman E., Oberfield E., et al. "The Productivity Slowdown and the Declining Labor Share", CEPR Discussion Paper 12342, 2017. https://doi.org/10.3386/w23853
Η περίοδος της μακράς ύφεσης της δεκαετίας του 2010 για τη χώρα, αν και μοιάζει σύντομη χρονικά, στην πραγματικότητα είναι πυκνή κοινωνικά, μακρά
ιστορικά. Συνοψίζοντας, εν τάχει, κάποια από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί σε διαδοχικά μαθήματα κι έχουν δημοσιευτεί εδώ πάνω στο οικονομικό, με έμφαση στο κοινωνικό, αποτύπωμα αυτής της περιόδου:
Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν
στη διάρκεια της δεκαετίας, ενώ η ανεργία
εκτοξεύθηκε, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους -πολλοί από τους οποίους/ες
μετανάστευσαν αναζητώντας ευκαιρίες σε άλλες αγορές εργασίας.
Η φορολογία
αυξήθηκε, ενώ αρκετές αυτοκτονίες,
που καταγράφονται κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας, συνδέθηκαν με την άνοδο της ανεργίας και τη
σώρευση ιδιωτικών χρεών μεταξύ των νοικοκυριών.
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού
αποκλεισμού κινήθηκε γύρω στο 30%, με ένα ποσοστό της τάξης του 17%, νέων ηλικίας 16 έως 19
ετών, να αντιμετωπίζουν σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις.
Υψηλά επίπεδα
σημείωσε και η ενεργειακή
φτώχεια στη χώρα με σημαντικό αριθμό νοικοκυριών να δηλώνουν αδυναμία
κάλυψης των ενεργειακών τους αναγκών.
Οι κρατικές δαπάνες για δημόσιες υπηρεσίες, όπως για την περίθαλψη μειώθηκαν σημαντικά, οδηγώντας σε μείωση ποιότητας και διογκώνοντας φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού των ευάλωτων ομάδων.
Η παραγωγικότητα της εργασίας βυθίστηκε, ενώ πολλές ΜΜΕ (μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις) αντιμετώπισαν προβλήματα επιβίωσης, γεγονός που οδήγησε σε πολλά λουκέτα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '10 οι κοινωνικές αναταραχές και οι διαμαρτυρίες αυξήθηκαν λόγω της επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών και των μέτρων λιτότητας, ενώ η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα συνολικά καταβαραθρώθηκε.
Στα τέλη αυτής της δεκαετίας και στην αυγή της επόμενης το
ξέσπασμα της πανδημίας covid-19,
που στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 35.000 ανθρώπους, συνέβαλε στη μείωση
του προσδόκιμου ζωής, ενώ ο πληθωρισμός έχει εκτοξεύσει τις τιμές βασικών ειδών διατροφής όχι μόνο στη χώρα, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Το τελευταίο διάστημα, η σχετική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, με τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση του αριθμού νεων επιχειρήσεων, παρότι αύξησε το πραγματικό ΑΕΠ κατά 8,4% το 2021 και άλλο 5,9% το επόμενο έτος, εντούτοις δείχνει να βρίσκεται σημαντικά χαμηλότερα από τα προ-κρισης επίπεδα, με πολλά ανοιχτά ζητήματα να βρίσκονται μπροστά σε περιβαλλοντικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.